Σελίδες

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΦΑΝΑΡΙΟΝ «ΟΥ ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» : ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Ο ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΣΕΜΝΕΙΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΦΑΝΑΡΙΟΝ «ΟΥ ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ»
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Ο ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΣ
ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΣΕΜΝΕΙΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Το ανυπέρβλητο ανακαινιστικό έργο του Οικουμενικού Πατριάρχου σε ιστορικούς ναούς και μονές της Κωνσταντινουπόλεως και των Πριγκηποννήσων.
Από της πρώτης ημέρας που ανήλθε στον πάνσεπτο Πατριαρχικό και Οικουμενικό Θρόνο της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ο από Χαλκηδόνος, Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος Α΄ (1991), συντελείται αδιαλείπτως ένα τεράστιας εμβέλειας ανακαινιστικό έργο σε ιστορικούς ναούς και ιστορικές μονές της Κωνσταντινουπόλεως και των Πριγκηποννήσων, ώστε δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Παναγιώτατος και ως ο «Ανακαινιστής Πατριάρχης» των ιερών σεμνείων και σεβασμάτων της πατρώας ορθοδόξου πίστεώς μας και του ευσεβούς και μαρτυρικού γένους μας.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΙΡΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΙΡΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
·  Επετειακό Αφιέρωμα επί τη συμπληρώσει εικοσιενναετούς  (1992-2021) ευκλεούς και τετιμημένης αρχιεπισκοπικής διακονίας στην μαρτυρική θυγατέρα Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.
·      Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε αγαστή συνεργασία και φιλάδελφο πνεύμα ήραν στους ώμους τους το ευθυνοφόρο έργο για την επιτυχή ολοκλήρωση της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη κατά το έτος 1937 κατόπιν εκδόσεως πατριαρχικού και συνοδικού τόμου, αλλά μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο αντιμετώπισε το σκληρό πρόσωπο του αθεϊστικού κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν το έτος 1969 η Αλβανία έγινε το πρώτο αθεϊστικό κράτος της υφηλίου, ενώ το Σύνταγμα του 1976 απαγόρευσε αυστηρώς κάθε έκφραση θρησκευτικής πίστεως και λατρείας. Προς το τέλος του 1990 ο διωγμός κατέπαυσε και άρχισε σταδιακά η λειτουργία ολίγων εκκλησιών.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1991 ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Α’ (1972-1991) και η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου όρισε ως πατριαρχικό έξαρχο στην Αλβανία τον τότε επίσκοπο (μετέπειτα μητροπολίτη) Ανδρούσης κ. Αναστάσιο, καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών για να μεριμνήσει για την ανασύσταση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Η σχετική άδεια της αλβανικής κυβερνήσεως εδόθη περί τα μέσα Ιουλίου 1991. Τον Αύγουστο του 1991 συνεκλήθη η πρώτη γενική κληρικολαϊκή συνέλευση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας στα Τίρανα για την αναδιοργάνωση των εκεί επαρχιών.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (1913-1920)

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Η ΣυνδρομΗ ΠατριαρχικΩν ΕκκλησιαστικΩν ΑνδρΩν
της IΕΡΑΣ ΜητροπΟλεως ΜαρωνεΙας
υπΕρ του ΘρακικοΥ ΕλληνισμοΥ (1913 – 1920)
·     Από την εξαετή δεινή Βουλγαρική Κατοχή στην οριστική ενσωμάτωση της Θράκης στην εθνική επικράτεια της Ελλάδος.
· Ιστορικές επιστολές του Αρχιμανδρίτου Νικολάου, του Κομοτηναίου Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου  και του Μαρωνείας Νικολάου.
Την 5η Οκτωβρίου του 1912 ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος ήταν πλέον γεγονός και οι πρωταγωνιστές του ήταν τα συμμαχικά κράτη της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο των λεγομένων συμμαχικών πολεμικών επιχειρήσεων οι Βούλγαροι κατά τον Νοέμβριο του 1912 εισέρχονται και εγκαθίστανται στη δυτική Θράκη όχι ως απελευθερωτές και σύμμαχοι, αλλά στην πραγματικότητα ως κατακτητές προκειμένου να εκβουλγαρίσουν τον Ελληνισμό της Θράκης. Έτσι, επί οκτώ μήνες, από τον Νοέμβριο του 1912 έως και τον Ιούλιο του 1912, διεξήγετο ένας ανελέητος ανθελληνικός αγώνας, ο οποίος είχε έναν και μόνο στόχο που δεν ήταν άλλος από την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας. Με την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, κατά την 16η Ιουνίου 1913, ανάμεσα στους πρώην συμμάχους, δηλαδή την Βουλγαρία αφενός και την Σερβία μαζί με την Ελλάδα αφετέρου, εκδηλώνεται το ακραίο εθνικιστικό και ανθελληνικό πάθος των Βουλγάρων, οι οποίοι απέβλεπαν παντί σθένει, να αφανίσουν κάθε τι το ελληνικό στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θράκης και φυσικά σε καθόλη την έκταση του τότε Καζά Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής).

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

ΤΑ ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ 12ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΟΔΟΠΗΣ (1913-1919)

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Τα δΥο ιστορικΑ κανΟνια της ιστορικΗς 12ης ΜεραρχΙας ΚομοτηνΗς απΟ την περΙοδο της ΒουλγαρικΗς ΚατοχΗς στο ΝομΟ ΡοδΟπης (1913-1919)
·  Τα δύο βουλγαρογερμανικά κανόνια της άλλοτε 12ης Μεραρχίας Κομοτηνής αποτελούν αναπόσπαστα ιστορικά στρατιωτικά κειμήλια της Κομοτηνής και ανήκουν στο λαό του Νομού Ροδόπης όπου θα πρέπει να επιστραφούν και να εκτίθενται στο Στρατιωτικό Μουσείο Κομοτηνής.
·    Η από το 2011 λειτουργία του Στρατιωτικού Μουσείου της 21ης Τεθωρακισμένης Κομοτηνής αναιρεί την παλαιότερη «διπλωματική» δικαιολογία των υπευθύνων του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών για την δυσκολία επιστροφής των δύο κανονιών στην Κομοτηνή όπου τότε δεν λειτουργούσε Στρατιωτικό Μουσείο.
Ο μεγάτιμος και ελλογιμώτατος Πανεπιστημιακός Διδάσκαλος και Γόνος της Κομοτηνής αοίδιμος Στίλπων Κυριακίδης σε μια εμπνευσμένη ομιλία του, την οποία εκφώνησε στην Κομοτηνή κατά την 9η Μαΐου του 1951, ετόνισε ότι από τους ανθρώπους του κάθε τόπου θα «πρέπει να φυλάσσονται επιμελώς και να μελετώνται αι τοπικαί πηγαί, όπως είναι τα λείψανα παλαιών κτισμάτων, οι τάφοι και αι επιγραφαί, αι εκκλησίαι και αι μοναί, τα ποικίλα έγγαφα τα αποκείμενα είτε εις τα αρχεία των μητροπόλεων, είτε και εις χείρας ιδιωτών, αι τοπικαί παραδόσεις, αι φερόμεναι εις το στόμα του λαού, τα τοπωνύμια και τα παντοία γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία».
Στην δε παραπάνω σοφή και υπεύθυνη προτροπή του μεγάλου Διδασκάλου και ερευνητού Στίλπωνος Κυριακίδη θα προσθέταμε ότι ιερό καθήκον και ευθύνη όχι μόνο των ιστορικών ή των εν γένει ερευνητών αλλά και των πολιτών αυτού του τόπου, αρχόντων και αρχομένων, είναι η διάσωση, διαφύλαξη και διεκδίκηση των παντός είδους ιστορικών, εκκλησιαστικών, στρατιωτικών – πολεμικών και λοιπών κειμηλίων, τα οποία  πιστοποιούν αψευδώς ως αδιάσειστα ιστορικά τεκμήρια την ιστορία της ευλογημένης και μαρτυρικής ανά τους αιώνες θρακώας ελληνικής γης.