Γράφει
ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΕγκΩμιον
ΜεγαλομΑρτυρος ΣεβαστοκρΑτορος
και ελΕω ΘεοΥ πιστοΥ ΒασιλΕως ΡωμηΩν
ΚωνσταντΙνου ΙΑ΄ ΠαλαιολΟγου
(+29 Μαΐου 1453)
και ελΕω ΘεοΥ πιστοΥ ΒασιλΕως ΡωμηΩν
ΚωνσταντΙνου ΙΑ΄ ΠαλαιολΟγου
(+29 Μαΐου 1453)
· «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστί ουτ’
άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως
αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
(Απόκριση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β΄, την 21η Μαΐου 1453 μ.Χ.).
· Η μέχρι θανάτου
υπεράσπιση της Θεοτοκοσκεπάστου και Αγιοτόκου Κωνσταντινουπόλεως υπό του
φιλοχρίστου και ευσεβεστάτου Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου αποτελεί
διαχρονική πράξη αυτοθυσίας «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
· Η Πολίτικη
Ρωμιοσύνη συνεχίζει να ζει στους μητρικούς σωστικούς κόλπους της μαρτυρικής και
καθαγιασμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Το
χρονόμετρο της ιστορίας έπαυσε να χρονομετρά το κλέος της Αγίας Ρωμαϊκής (ουχί
της λεγόμενης Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας κατά τις μεσημβρινές «Μεγάλες Ώρες» της
απαφράδος ημέρας Τρίτης, της 29ης Μαΐου του 1453, όταν «απ’ άκρου εις άκρον
ηκούσθη η σπαραξικάρδια ιαχή, εάλω η Πόλις».
Ο
Μυρίπνοος μήνας Μάιος και το αυτοκρατορικό όνομα Κωνσταντίνος εσφάγισαν ανεξίτηλα
στο διάβα των αιώνων την ιστορία της Παναγιοσκεπάστου Θεοτοκουπόλεως Κωνσταντινουπόλεως.
Ήταν 11 Μαΐου του 330 μ.Χ., ημέρα μνήμης του μαρτυρίου του Αγίου Μωκίου, ο
οποίος ήταν ο πολιούχος του αρχαίου Βυζαντίου, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος
εγκαινίασε την «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη, ως τη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας για να μένει στους αλήκτους αιώνες η άληστος υπενθύμιση:
«Γενεθλίων σων δει τιμάν ημέραν, εν σοι Πόλις τυχόντα των γενεθλίων», καθώς και
για να διακηρύττεται ψαλλόμενο το Απολυτίκιο: «Της Θεοτόκου η Πόλις, τη Θεοτόκω
προσφόρως, την εαυτής ανατίθεται σύστασιν, εν αυτή γαρ εστήρικται διαμένειν,
και δι’αυτής περισώζεται και κραταιούται, βοώσα προς αυτήν, Χαίρε η ελπίς
πάντων των περάτων της γης».