Σελίδες

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑΔΕ ΛΕΓΕΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΤΑΔΕ ΛΕΓΕΙ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ 
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ
·  Θεμέλιο της Πνευματικής ζωής για τους κληρικούς και τους λαϊκούς είναι η προς το Θεό και τους ανθρώπους αγάπη, η οποία αποτελεί την κορωνίδα των αρετών.
· Ο τάφος της νεκρικής αγάπης είναι ο εωσφορικός εγωισμός και η φιλαυτία που απανθρωποιούν τον άνθρωπο και τον καθιστούν από «εικόνα θεού» σε ανελεύθερο και εγωπαθή νάρκισσο.
Σε μιά ανθρωπότητα που παραπαίει και βιώνει την οντολογική (υπαρξιακή) της αυτοαναίρεση και αυτοακύρωση χωρίς ουσιαστικό νόημα ζωής ενώ παράλληλα η θεοποίηση του «υπερτροφικού εγώ» μας νεκρώνει την προς το Θεό και τον άνθρωπο αγάπη, έρχεται ο αφυπνιστικός λόγος του μεγάλου Καππαδόκου Θεοφόρου Πατρός Βασιλείου του Ουρανοφάντορος να υπομνηματίσει τα τόσο αυτονόητα στον σύγχρονο άνθρωπο περί της υψίστης αρετής της αγάπης, που όμως φαντάζουν σε πολλούς σύγχρονους ανθρώπους ως ουτοπικά και άνευ ουσίας.
Ο Θεοκίνητος Μέγας Βασίλειος στο περισπούδαστο και μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Όροι κατά πλάτος» χαρακτηρίζει ως θεμέλιο της ζωής, την προς το Θεό και τους ανθρώπους αγάπη, η οποία είναι «σύμφυτη» και «οικεία» προς την ανθρώπινη υπόσταση και παραμένει ζώσα και ενεργεί μόνο όταν αποτελεί προσωπική και οντολογική κοινωνία με το Θεό και τον άνθρωπο. Πολλές φορές και για πολλά προβλήματα στην ψυχική υγεία των ανθρώπων καθώς και για πλείστα όσα φαινόμενα οικογενειακής και κοινωνικής παθογένειας οι άνθρωποι απεγνωσμένα αναζητούν τα βαθύτερα αίτιά τους για να τα επιλύσουν, αλλά μέσα στην τραγικότητα της αυτοεπιβεβαιώσεως του «εγώ» τους παραβλέπουν το γεγονός ότι πηγή και μήτρα που γεννά το οντολογικό (υπαρξιακό) αδιέξοδο στους ανθρώπους είναι η απουσία σε ουσιαστικό και όχι υποκριτικό και ψευδεπίγραφα της βιωματικής, διαπροσωπικής και αυτοθυσιαστικής κενωτικής αγάπης προς το Θεό και τους ανθρώπους.

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΕΡΙ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

Γράφει ο Θεολόγος- Εκκλησιαστικός ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Διαχρονική η Κοινωνική Διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου
και άκρως επίκαιρη σε περίοδο οικονομικής κρίσεως.
Ο αοίδιμος Μεγάλος Πανεπιστημιακός Καθηγητής, κορυφαίος των Πατρολόγων, Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η κοινωνική διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου κατέχει εξέχουσα θέση στην καθόλου διδασκαλία του, όπως άλλωστε αξιόλογος υπήρξε και η κοινωνική δράση αυτού στην εν γένει εκκλησιαστική-κοινωνική-ποιμαντική  δραστηριότητά του.
Σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου διαπνέεται από πλούσιο κοινωνικό φρόνημα και ιδιαίτερα μάλιστα ενδιαφέρον παρουσιάζουν από  της πλευράς αυτής οι ομιλίες του περί πλούτου και πλεονεξίας.
Οι ομιλίες αυτές, εκ των οποίων τμήματα δημοσιεύουμε στο παρόν άρθρο μας, θα πρέπει  να εκφωνήθηκαν κατά το έτος 368 μ.Χ., πριν δηλαδή από 16 ολόκληρους αιώνες, για να παρακινηθούν οι σκληροκάρδιοι και άπληστοι πλούσιοι και συνακόλουθα να αναδειχθούν φιλάδελφοι, κοινωνικά αλληλέγγυοι και ευμετάδοτοι προς τις ποικίλες ανάγκες των πενεστέρων τάξεων, οι οποίες του ενσκήψαντος κατά την περίοδο εκείνη λιμού και της ξηρασίας εδοκιμάζοντο δεινώς από την έλλειψη τροφίμων.

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Γράφει ο Θεολόγος- Εκκλησιαστικός ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Ο ΜΕγας ΒασΙλειος ως κοινωνικΟς διδΑσκαλος
και εργΑτης της κοινωνικΗς αλληλεγγΥης
·     Η παιδαγωγία και νουθετήρια διδασκαλία του Θεοφόρου Πατρός και Θεολόγου για τον Περί του βίου αγώνα και την χρήση του υλικού πλούτου.
Οι άνθρωποι στο διάβα των αιώνων και σε κάθε εποχή μέσα στη ροή της εγκοσμίου πραγματικότητος βιώνουν την επίγεια ζωή τους με αγώνα, πάλη και αγωνία για την επιβίωση. Είναι ο κλήρος των θνητών ανθρώπων να πορεύονται την «οδοιπορία του βίου» μέσα από πολλές φορές οδυνηρούς αγώνες, οι οποίοι στις πλείστες των περιπτώσεων στοχεύουν στην απόκτηση υλικού πλούτου.
Ο Μέγας Βασίλειος ως κοινωνικός διδάσκαλος και κοινωνικός εργάτης εξεφώνησε το έτος 368 μ.Χ. την ομιλία του με τίτλο: «Περί του μη προσηλώσθαι τοις βιοτικοίς και περί του γενομένου εμπρησμού έξωθεν της Εκκλησίας», στην οποία θεωρεί τον ανθρώπινο βίο ως οδό και αφ’ ης στιγμής ο άνθρωπος εισέλθει σ’ αυτή με την γέννησή του, κατ’ ανάγκην πορεύεται εν μέσω πυράς δοκιμασιών και παλαισμάτων ψυχής και σώματος. Κατά την πορεία αυτή ο άνθρωπος οφείλει να φέρει μαζί του τα κατάλληλα εφόδια, τα οποία συνιστούν τον πραγματικό κόσμο της ψυχής, το όντως «ταμείον της ψυχής», και όχι αυτά που τον ζημιώνουν. Η μέριμνα για την ψυχή, που είναι από τα «όντως ημέτερα», και για το σώμα, το οποίο είναι «κτήμα αναγκαίον τη ψυχή και συνεργούν αυτή προς το ζην επί γης», πρέπει να είναι ανάλογος προς την φύση και τον προορισμό του καθενός. Στο δε πλαίσιο της κοινωνικής διδασκαλίας του για την φιλάνθρωπη αλληλεγγύη συστήνει την αποβολή του υλικού πλούτου και την διάθεσή του προς τους δεινοπαθούντες αδελφούς.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ : ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΙΜΟΚΤΟΝΟΥΝΤΕΣ

Γράφει ο Θεολόγος- Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΙΜΟΚΤΟΝΟΥΝΤΕΣ
·  Ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου που ύστερα από 16 αιώνες παραμένει άκρως επίκαιρη εν μέσω οικονομικής κρίσεως.
·        Ομιλία – εγερτήριο σάλπισμα φιλαδελφείας και κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των ενδεών της ζωής.
 Το έτος 368 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, Άγιος Βασίλειος εξεφώνησε την ομιλία του «Εν Λιμώ και Αυχμώ» εξ αφορμής του φοβερού και ανθρωποκτόνου λιμού (πείνας), ο οποίος είχε επικρατήσει στην Καππαδοκία και τον Πόντο, και εξαιτίας αυτού εδεινοπάθησαν οι άνθρωποι των πέριξ περιοχών. Περί του λιμού αυτού ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στην 27η επιστολή προς τον Επίσκοπο Σαμοσάτων Ευσέβιο.  Κατά την δεινή ταύτη δοκιμασία ο Βασίλειος ως Επίσκοπος της Εκκλησίας και φιλόστοργος πατέρας παραμύθησε και εμψύχωσε τον χειμαζόμενο λαό του και με δραστικό και αποφασιστικό τρόπο υπεκίνησε την φιλάνθρωπη ευσπλαχνία και τα φιλάδελφα συναισθήματα των πλουσίων ώστε να προστρέξουν σε βοήθεια των πενεστέρων κοινωνικών τάξεων. Για τον ιερό αυτό σκοπό εξεφώνησε και την παρούσα ομιλία στην οποία συν τοις άλλοις δίδει ζωηρά περιγραφή της καταξήρου εκ της ανομβρίας της γης και αργού και επωδύνου εκ της πείνης θανάτου των ενδεών και πενήτων της εποχής του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
·        Το  φιλανθρωπικό – κοινωνικό  έργο του και η  στάση του απέναντι στους άπληστους  πλουσίους.
Ο Άγιος και Μέγας Ιεράρχης της Εκκλησίας μας, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, υπήρξε όντως μέγας και ως προς την αρετή, την γνώση, την σοφία, την θεολογία, την ασκητικότητά του, την ανυποχώρητη υπεράσπιση των δογμάτων της Εκκλησίας και το ανδρείο φρόνημά του. Μέγας όμως υπήρξε ως επίσκοπος και ποιμήν ο Βασίλειος και ως προς την φιλανθρωπία και την εν γένει κοινωνική δράση και ευποιΐα που προσέφερε στο πλήρωμα της Εκκλησίας.
Ο τόσο όμως ισχυρός, σκληραγωγημένος και ασκητικός Μ. Βασίλειος έφερε μέσα στο στήθος του μία καρδιά γεμάτη από αγάπη, ευσπλαχνία και ευαισθησία για τους ανθρώπους του πόνου και της ανάγκης. Διέθετε δε μία ανεξάντλητη διάθεση να υπηρετεί,  να ανακουφίζει  και να συμπαρίσταται με όλες του τις δυνάμεις στου θλιβομένους και υποφέροντας αδελφούς του.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΕΠΙ ΣΕΠΤΟΙΣ ΕΓΚΑΙΝΙΟΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΕΠΙ ΣΕΠΤΟΙΣ ΕΓΚΑΙΝΙΟΙΣ
ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
·    Μνείαν ποιούμεθα των κατά την 27η Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 537 μ.Χ. σεπτών εγκαινίων του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ως έργου θαυμαστού και μεγάλου του θεοστέπτου και φιλοχρίστου αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου.
· Το αιώνιο και αθάνατο σύμβολο της Ορθοδοξίας, της Ρωμιοσύνης και του Παγκόσμιου Πολιτισμού που επί αιώνες καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» και λαλεί «εν σιωπή» τα μεγαλεία του Θεού.
Στη θέα και μόνο του μεγαλοπρεπούς και παλαιφάτου ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ή στο άκουσμα της λεκτικής περιφράσεως «Αγιά Σοφιά»  ο Ρωμιός ανακαλεί με πόνο ψυχής στη μνήμη του το γεγονός της αλώσεως της του Κωνσταντίνου μεγατίμου Πόλεως των πόλεων, κατά το έτος 1453 μ.Χ., αλλά συνήθως παραβλέπει ή και αγνοεί το χαρμόσυνο και μεγάτιμο γεγονός των σεπτών εγκαινίων της «Μεγάλης Εκκλησίας» ως του πρώτου ναού της πρωτευούσης Βασιλίδος πόλεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα οποία έλαβαν χώρα την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ.
Όταν ο Μέγας αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (324), το οποίο «ένεκα τιμής» για τον ιδρυτή και κτήτορα της νέας πρωτευούσης πόλεως μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη και απετέλεσε την «Νέα Ρώμη», απεφάσισε να ανεγείρει και περίλαμπρο καθεδρικό ναό. Επ’ αυτού υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών και συγκεκριμένα ο πολύ εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (+440 μ.Χ. περίπου) αναφέρει ότι ο υιός του Μ. Κωνσταντίνου και διάδοχος αυτού Κωνστάντιος «την μεγάλην εκκλησίαν έκτισεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν».