Σελίδες

Θεματική ενότητα : Ιωάννου Ελ. Σιδηρά - Ιστορικά μελετήματα για την Επανάσταση της Εθνικής Παλιγγενεσίας των Ελλήνων του 1821

 Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

·   Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΥΠΗΡΞΕ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ

Όταν με ιδεολογικά και πολιτικά –μάλλον πολιτικάντικα– κριτήρια καθώς και λόγω ιδεοληπτικών συμπλεγμάτων (complex), παντελώς αυθαίρετα και ανιστόρητα ορισμένοι πάλαι τε και νυν και εσχάτως χαρακτηρίζουν τον εθνικοαπελευθερωτικό και εθνικοθρησκευτικό υπέρτατο αγώνα της επαναστάσεως για την εθνική παλιγγενεσία, ως μία ταξική και κοινωνική εξέγερση επειδή τάχα εστρέφετο όχι τόσο κατά των οθωμανών τυράννων, αλλά κατά των προεστώτων, δημογερόντων, κοτσαμπάσηδων, τζορμπατζίδων, μεγαλογαιοκτημόνων, καραβοκυραίων και ανωτέρων κληρικών της Εκκλησίας, καθίσταται απολύτως σαφές ότι ουδέ κατ’ ελάχιστον γράφουν όσα γράφουν με ακραιφνώς ιστορικά κριτήρια αλλά θεραπεύουν ανάγκες και σκοπιμότητες ιδεολογικού και πολιτικού προπαγανδιστικού σχεδιασμού. Εξάλλου, ποταμοί μέλανος, αχρείαστου και άχρηστου μέλανος, εχύθησαν επί χάρτου κυρίως από τους λεγομένους «μαρξιστές ιστορικούς» και τους εν γένει θιασώτες και οπαδούς του πάλαι ποτέ «ιστορικού υλισμού» συγγραφείς προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο υπέρτατος αγών της εθνικής παλιγγενεσίας υπήρξε «ταξικός», «κοινωνικός», «αντικαθεστωτικός», «ιδεολογικός» και πλείστοι όσοι άλλοι ιστορικώς αυθαίρετοι, αβάσιμοι και μετέωροι χαρακτηρισμοί στους οποίους όμως οι συγγραφείς αυτής της «ιδεολογικής γραμμής» δεν συμπεριέλαβαν για προφανέστατους ιδεοληπτικούς λόγους ή ένεκα πολιτικού χαρακτήρος σκοπιμότητες δύο και μόνον λέξεις, τις πλέον προφανείς, λογικές, ιστορικώς μεμαρτυρημένες και αψευδώς από την ζώσα πραγματικότητα τεκμηριωμένες και επαληθευμένες, που δεν είναι άλλες από τις λέξεις «εθνικοαπελευθερωτικός» και «θρησκευτικός».

Εάν λοιπόν η παραπάνω ιστορική αλήθεια ισχύει απαραμειώτως μέσα στο διάβα του ιστορικού χρόνου, άλλο τόσο ισχύει και η ιστορική αλήθεια ότι ο Αγών της Εθνικής Παλιγγενεσίας δεν υπήρξε «ταξικός ή κοινωνικός» στο πλαίσιο μιάς φαντασιακής μαρξιστικής θεωρίας περί της πάλης των τάξεων ή της ανατροπής παραδεδομένων αναχρονιστικών κοινωνικο-οικονομικών δομών, αλλά «εξόχως Εθνικοαπελευθερωτικός και Εθνικοθρησκευτικός», όπως περιτράνως έχει διατυπωθεί στην φράση των αγωνιζόμενων Ελλήνων της Εθνεγερσίας του 1821 «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», καθώς και στην προκήρυξη την οποία απηύθυνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, κατά την 23η Φεβρουαρίου 1821 διακηρύσσοντας στην επικεφαλίδα αυτής το: «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», και υπογραμμίζοντας στο κυρίως κείμενό του ότι: «Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν: Λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών πίστιν, από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν».

Το γεγραμμένο και υπογεγραμμένο εν Ιασίω, κατά την 21η Φεβρουαρίου 1821, πλήρες μνημειώδες και διαχρονικής αξίας και σημασίας για κάθε υποδουλωμένο και καταδυναστευόμενο λαό της γης κείμενο της επαναστατικής προκηρύξεως του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, με το οποίο καλούσε τους υπόδουλους ραγιάδες του τυράννου Σουλτάνου Ρωμιούς σε πανελληνίως παγγενή εξέγερση προκειμένου να θραύσουν τα δυσβάστακτα δεσμά της πικράς δουλείας για την επίτευξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας, έχει ως εξής:

«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ !

Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι’ αυτής πάσαν αυτών την ευδαιμονίαν.

Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται και όλη η Ήπειρος οπλοφορούντες μας περιμένουν. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν. Η πατρίς μας προσκαλεί.

Η Ευρώπη προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος, και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί, θέλουσι φύγει απέμπροσθέν μας.

Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ενασχολούνται εις την αποκατάστασιν της ιδίας ευδαιμονίας και, πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος.

Ημείς φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν. Πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθει  διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας! Θέλετε ιδεί εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς, οίτινες, παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψωσι τα νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθώσι με ημάς. Ας παρουσιασθώσι με ειλικρινές φρόνημα. Η πατρίς θέλει τους εγκολπωθή. Ποίος λοιπόν εμποδίζει τους ανδρικούς σας βραχίονας; Ο άνανδρος εχθρός μας είναι ασθενής και αδύνατος. Οι στρατηγοί μας έμπειροι και όλοι οι ομογενείς μας γέμουσιν ενθουσιασμού. Ενωθήτε λοιπόν, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! Ας σχηματισθώσι φάλαγγες εθνικαί. Ας εμφανισθώσι πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδεί τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων απέναντι των θριαμβευτικών σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του Ιονίου και Αιγαίου πελάγους θέλουν αντηχήσει. Τα Ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξευραν να εμπορεύωνται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρει εις όλους τους λιμένας του τυράννου, με το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον.

Ποία Ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήσει εις την πρόσκλησιν της πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος, σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου, εγείρει τον λαόν. Τί θέλετε κάμει σεις, ω Έλληνες, προς τους οποίους η πατρίς γυμνή μεν δεικνύει τας πληγάς της, με διακεκομμένην δε φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της; Η Θεία Πρόνοια, ω φίλοι συμπατριώται, ευσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας, ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε με μικρόν κόπον θέλομεν απολαύσει με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπτον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμε, ο τύραννος, γενόμενος αγριώτερος, θέλει πολλαπλασιάσει τα δεινά μας και θέλομεν καταντήσει διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών.

Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν. Ίδετε εδώ τους ναούς μας καταπατημένους, εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα διά χρήσιν αναιδεστάτην της ασελγούς φιληδονίας των βαρβάρων κυρίων μας, τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατημένους, και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα!

Είναι καιρός να αποτινάξωμεν το αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν.

Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της πατρίδος και ωφελιμωτέρως την δουλεύση. Το έθνος συναρθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους Δημογέροντάς του, και εις την υψίστην ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις.

Ας κινηθώμεν λοιπόν με εν κοινόν φρόνημα! Οι πλούσιοι ας καταβάλωσι μέρος της ιδίας περιουσίας. Οι ιεροί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και οι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσι τα ωφέλιμα. Οι δε εν ξέναις Αυλαίς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσουν όλοι ομού εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον, και ας συνεισφέρουν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον, και ως γενναίοι ας οπλισθώμεν όλοι άνευ αναβολής καιρού με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας, και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ’ αυτήν παν αγαθόν. Ποίοι μισθωτοί και χαύνοι δούλοι τολμούν ν’ αντιπαραταχθώσιν απέναντι λαού πολεμούντος υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας; Μάρτυρες οι ηρωϊκοί αγώνες των προπατόρων μας. Μάρτυς η Ισπανία, ήτις πρώτη και μόνη κατετρόπωσε τας αηττήτους φάλαγγας ενός τυράννου.

Με την ένωσιν, ω συμπολίται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την προς τους νόμους και τους στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθερότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος. Αυτή θέλει στεφανώσει με δάφνας αειθαλείς τους ηρωϊκούς αγώνας μας. Αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξει τα ονόματα ημών εις τον ναόν της αθανασίας διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η πατρίς θέλει ανταμείψει τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής. Τα δε απειθή, κωφεύοντα εις την τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει αποκηρύξει ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει τα ονόματα των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.

Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι διά να μας αφήσωσιν ελευθέρους επολέμησαν και απέθανον εκεί! Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου Θηβαίου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους. Εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος, οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν. Εις εκείνην του Τιμολέοντος, όστις αποκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας. Μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.

Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η πατρίς μας προσκαλεί.

Την 24 Φεβρουαρίου 1821

Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ».

Όταν λοιπόν κάποιος μελετά επισταμένως τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, αντιλαμβάνεται τον εθνικοθρησκευτικό απελευθερωτικό χαρακτήρα της εθνεγερσίας του υπόδουλου Ρωμαίϊκου Γένους και τούτο πιστοποιείται αυθεντικώς από τον ίδιο, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά τα κάτωθι: «Πήγα στοχάσθηκα και τόβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν, και κινδύνους και αγώνες - θα τα πάθω διά την ελευθερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου». Σε άλλο σημείο επιβεβαιώνεται ότι «Τότε οι Έλληνες ορκίσθηκαν να δουλέψουν για θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλλαγε μολύβι ούτε σπαθί… Ορκισθήκαμε εις αυτό ο Καρατάσιος, ο Γάτζος και εγώ να είμαστε σύμφωνοι κι αχώριστοι διά την πατρίδα και θρησκεία και τον όρκο οπού κάμαμε όταν πρωτοσηκωθήκαμεν διά την λευτερίαν μας… κι αν πεθάνωμεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκείαν μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν εναντίον της τυραγνίας… κι όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίσθηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα διά την πατρίδα και θρησκεία. Κι’ αυτό ότ’ είναι ντουφέκι και σπαθί Ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν… Σάβανον έχω την σημαίαν οπούφκιασα και σ’ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας μου… (και η απάντηση των στρατιωτών του)… ήρθαμε να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαία της πατρίδος μας και θρησκείας μας…

Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκείαν τους, να ιδούνε τα παιδιά μου… και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και εργάζωνται εις το καλόν της πατρίδος τους, της θρησκείας τους και της Κοινωνίας».

Ο Χριστοφόρος Περαιβός στο ιστορικό πόνημα αυτού, υπό τον τίτλο «Απομνημονεύματα Πολεμικά» αναφέρεται διεξοδικά στα λεγόμενα και γραφόμενα ενός άλλους μεγάλου εθνικού αγωνιστού, του Στρατηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος με έμφαση και ένταση υπογραμμίζοντας τον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα του αγώνος της εθνικής παλιγγενεσίας έγραφε: «Είναι φανερόν, αδελφοί… ότι όλοι μαζί εδράξαμεν τα όπλα εξ αρχής της επαναστάσεως και συμφώνως τα εμεταχειρισθήκαμεν κατά του κοινού εχθρού της πατρίδος και της θρησκείας μας… ενωθήτε μαζί μας διά να εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τον εχθρόν και να ελευθερώσωμεν διά πάντα την πατρίδα και θρησκείαν… όσοι δεν βοηθήσουν στη σωτηρία της πατρίδος και της θρησκείας θα δώσουν λόγο στο Έθνος και στο Θεό… ενωθήτε διά την πατρίδα, αδελφωθήτε διά την πίστιν και ορκισθήτε διά τον εξολοθρευμόν του τυράννου, του μόνου εχθρού της πίστεως και της πατρίδος».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΑΓΝΩΣΤΑ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

Ανεκτίμητος και αδαπάνητος, ακένωτος και όντως του εθνικού φρονήματος εμπνευστικός είναι ο πλούτος ο οποίος κρύπτεται ως μαργαρίτης στα προεπαναστατικά και κατά την διάρκεια της επαναστάσεως ιστορικά κείμενα, ήτοι τις αψευδείς ιστορικές πηγές των αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, οι οποίοι έζησαν εκ του σύνεγγυς όλα τα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης για την ίδια την επιβίωση του υπόδουλου Γένους χρονικής περιόδου, και εν συνεχεία με την μορφή κυρίως των ιστορικών «Απομνημονευμάτων» κατέθεσαν εγγράφως την αληθή μαρτυρία τους για τα γενόμενα με λεπτομερείς περιγραφές και άγνωστες παντελώς στους πολλούς αναφορές που κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη προκειμένου να γνωρίσει και την αθέατη πλευρά την όλης προεπαναστατικής προετοιμασίας του υποδούλου Γένους εναντίον του Οθωμανού δυνάστου κατακτητή και τυράννου χάριν την πολυποθήτου και περιποθήτου Ελευθερίας.

Όταν λοιπόν ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798 - 13 Σεπτεμβρίου 1879), αγωνιστής της Ελληνικής Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, και συγγραφέας, απεφάσισε να συγγράψει εν είδει «Απομνημονευμάτων» τα ιστορικά γενόμενα της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τον ιερό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας το έπραξε διότι, όπως ο ίδιος γράφει στο προλογικό του σημείωμα, «Είναι εντροπή, φίλε, ο Πελοποννήσιος, ο Στερεοελλαδίτης, ο Νησιώτης, ο Έλλην οποιουδήποτε τόπου να μη γνωρίζη γνήσια τα κατορθώματα των πατέρων του, αλλά να διαβάζη ιστορήματα ανούσια».

Ο Φωτάκος αναφερόμενος στην έσω της ψυχής και καρδίας γέννηση της πίστεως και ελπίδος των ραγιάδων Ρωμιών ότι είχε έλθει επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για την αποτίναξη του δυσβάσταχτου και επονείδιστου οθωμανικού τυραννικού ζυγού, παραθέτει μετά πάσης γλαφυρής και παραστατικής λεπτομερείας τα της προετοιμασίας των μέχρι τότε σκλάβων του Σουλτάνου προκειμένου άπαντα να είναι καλώς καμωμένα κατά την μεγάλη εκείνη ημέρα και ώρα της εθνεγερσίας. Γράφει δε τα κάτωθι ως εξής: « Όλαις ταις νύκταις οι Έλληνες τουφεξίδες (οπλοποιοί, σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι εδούλευαν κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των τα αναγκαία του πολέμου και ήτοιν εμποδισμένον και αφωρισμένον να κάμνουν μεταξύ τους φιλονικείας και εξηγήσεις διά τον μέλλοντα σκοπόν των. Διά τούτο καθένας εργάζετο κρυφά εις το σπίτι του, διώρθωνε το τουφέκι του, επλάινε τα πιστόλια του, επήγαινεν εις το λόγκο και έχυνε βόλια με το μονοκάλουπον και καθ’ όλα προετοιμάζετο. Ό, τι άκουαν οι Έλληνες περί της ελευθερίας των το επίστευαν και εφαρμόσθη η κοινή παροιμία, να μου λέγης ό,τι αγαπώ και το πιστεύω. Επίστευαν την αόρατον αρχήν (της Εταιρίας) και τους λόγους των αποστόλων τους ενόμιζαν λόγους Θεού…».

Επειδή μάλιστα οι κατά τόπους Οθωμανοί Μπέηδες και Αγάδες καθώς και οι λοιποί Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι οι υπόδουλοι ραγιάδες προέβαιναν σε κινήσεις άγνωστες μέχρι τότε οι οποίες υποδήλωναν τρόπον τινά ένοπλη προετοιμασία, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εκμαιεύσουν το καλώς κρυπτόμενο σχέδιο των Ρωμιών άλλοτε με απειλητικά ερωτήματα και άλλοτε με κανακέματα για να τους καλοπιάσουν προκειμένου να αποκαλύψουν το μεγάλο μυστικό, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα διότι οι πολυμήχανοι και πανευφυείς Έλληνες ήταν καλά δασκαλεμένοι από τους κατά τόπους ηγήτορες και κεφαλές του αγώνα, οπότε πάντοτε είχαν μία έτοιμη και πειστική απάντηση στα πιεστικά και πονηρά, δόλια και παγιδευτικά ερωτήματα των Οθωμανών για να αποφεύγουν την ενοχοποίησή τους και να διαφεύγουν τον κίνδυνο να συλληφθούν και να θανατωθούν ως επαναστάτες κατά του Σουλτάνου. Ο Φωτάκος ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όλης της καταστάσεως η οποία επικρατούσε κατ’ εκείνες τις κρίσιμες ημέρες και ώρες γράφει σχετικώς τα κάτωθι: «Οι Τούρκοι έβλεπαν την κίνησιν των Ελλήνων, ότι δεν έζουν καθώς προτήτερα, και ότι εσυνάζοντο εις πολλά μέρη και διά τούτο επονηρεύθησαν διά τους ραγιάδες των. Ετεχνάσθησαν μυρίους τρόπους διά να ξεσκεπάσουν τίποτε, τους υπόσχοντο να τους δώσουν χρήματα διά να αγοράσουν βώδια, να τους χαρίσουν χωράφια, τους εβάπτιζαν παιδία και εκέρνων ταις μητέραις διά κουμπάραις κατά την συνήθειαν, τους εκαλοείχαν και τους έδειχναν τάχα ότι τους αγαπούν, αλλά τίποτε δεν εμπορούσαν να μάθουν, διότι οι Έλληνες επροσποιούντο ότι δεν εννοούσαν τίποτε.

Άκουαν οι Τούρκοι λόγια ότι οι Έλληνες αρματώνονται διά να επαναστατήσουν, τα έλεγαν, των Ελλήνων και αυτοί τους απεκρίνοντο, «Αγάδες από μας δεν είναι τίποτε, αυτά δεν είναι εδικά μας πράγματα, τα κουβαλούν οι φίλοι του Αλή Πασά, διά να ενοχοποιήσουν εμάς τους πιστούς δούλους του Σουλτάνου, και να κατορθώσουν να συγχωρήση ο Αφέντης μας τον Αλή Πασά και να τον στείλη πάλιν πίσω εις την Πελοπόννησον. Εξεχάσατε τα περασμένα όπου μας έκαμαν οι Αρβανίται, και πόσα εμεταχειρίσθημεν διά να τους βγάλωμεν από τον Μωριά; Τοιουτοτρόπως τα εσκέπαζαν και απεκοίμιζαν τους Τούρκους.

Αν τυχόν έψαχναν κανένα και του εύρισκαν επάνω του μπαρούτην ή άρματα ή τον έβλεπαν να αγοράζη μπαρούτην ή μολύβι ή πέτραις, τον ερωτούσαν τι τα θέλεις, τους απεκρίνετο μωροθάμαχτα, δεν γνωρίζεις, Αγά μου, τι τραβούμαι από τα ζουλάπια (λύκους και άλλα άγρια θηρία), μελίσσι είναι, μας έφαγαν τα ζωντανά, και δεν μας αφήσουν κανένα, ελύσσαξαν και άρχισαν να χύνωνται επάνω μας να μας φάνε.

Διά να τους πιστεύουν δε περισσότερον την νύκτα οι τσομπάνιδες (ποιμένες) έρριχναν κάπου κάπου τουφεκιά, εφώναζαν ότι ήλθαν λύκοι να τους φάν τα πρόβατα. Πολλοί μάλιστα από τους Τούρκους κεχαγιάδες, οι οποίοι εκάθοντο εις τα χωρία και είχαν μαζί με τους Έλληνας τα πρόβατα τους έδιδαν μπαρούτη και βόλια διά τους λύκους και εβεβαίωναν και τους άλλους Τούρκους ότι διά λύκους αγοράζουν τα μπαρούτια οι ραγιάδες.

Αργότερα άρχισαν να πηγαίνουν εις τα βουνά να ρίχνουν ’ς το σημάδι και να γυμνάζωνται εις το τουφέκι, εφορούσαν τα άρματα, έπλεκαν τσαρούχια, εφκίαναν παλάσκαις και τα συλακλίκια των, ετραγούδαγαν του Ρήγα τα ηρωϊκά τραγούδια, εδιάβαζαν γράμματα της Εταιρίας και άλλα τα οποία τους ήρχοντο από τους αδελφούς και τα έκρυβαν εις τους βράχους ή εις ταις σπηλιαίς. Τα δε άρματα τα άλειφαν με μελούδι (μεδούλι) και τα εκρέμουν εις τα έλατα και εις άλλα δένδρα, διότι εις τα σπήτια τους τα έπερναν οι Τούρκοι και όλο ένα προετοιμάζοντο και επερίμεναν την καλήν ώραν της επαναστάσεως».

Ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον περιστατικό διασώζει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα του αναφερόμενος στον δόλιο τρόπο με τον οποίο οι Οθωμανοί Αγάδες προσπαθούσαν απεγνωσμένως να εκμαιεύσουν το μέγα μυστικό των υπόδουλων Ρωμιών, εάν και κατά πόσο δηλαδή είχαν αρχίσει την προετοιμασία τους για ένοπλη επανάσταση εναντίον της σουλτανικής οθωμανικής τυραννίας, αλλά πάντοτε οι απόπειρές τους απετύγχαναν οικτρώς διότι οι ηγήτορες των Ρωμιών ήταν πάντοτε υποψιασμένοι και είχαν την μέθοδο και τον τρόπο να αντιλαμβάνονται σε κάθε περίσταση εάν τα λεγόμενα κάποιου Οθωμανού ήταν αληθή ή παραπλανητικά και παραπειστικά προκειμένου να παγιδεύσει κάποιο Ρωμιό με ένα και μόνο αντικειμενικό σκοπό που δεν ήταν άλλος από την αποκάλυψη της ενόπλου προετοιμασίας της Εθνεγερσίας κατά των Οθωμανών τυράννων. Μια τέτοια δολία απόπειρα καταγράφει ο Φωτάκος διηγούμενος με πολύ γλαφυρό και παραστατικό τρόπο το παρακάτω γεγονός: «Πολλοί μάλιστα Τούρκοι εσοφίζοντο διάφορα πράγματα, αλλά ένα από τα περιεργότερα είναι το ακόλουθον. Έστειλαν μίαν ημέραν εις τον Δεσπότην Έλους Άνθιμον ένα Τούρκον, ο οποίος εγνώριζε και την γλώσσαν μας και τας θρησκευτικάς μας τελετάς. Αυτός καθώς επήγεν εις την Μητρόπολιν εζήτησε να προσκυνήση τον Δεσπότην, και ο Έλους διέταξε και τον έμβασαν εις την κάμαράν του, όπου έκαμνε τον άρρωστον διά να μην υπάγη με τους άλλους αρχιερείς εις την Τριπολιτσάν. Ευθύς καθώς εμβήκεν έπεσε και τον επροσκύνησε και του είπε, Δεσπότη μου, θέλω να εξομολογηθώ εις την Πανιερότητά σου ως Χριστιανός ταις αμαρτίαις μου. Ο Έλους του έδωσε την άδειαν, και ευθύς άρχισε και έλεγε ταις αμαρτίαις του με κλαύματα και με πολλήν προσποιητικήν κατάνυξιν, και τέλος του είπε «πότε θα έλθη Δεσπότη μου, η αγία εκείνη ώρα να πάρωμε τα άρματα, διά να σκοτώσωμεν τους απίστους τυράννους μας και να ρουφήξω από το αίμα τους»;

Ο Δεσπότης έκαμε τότε σημεία της Εταιρίας, αλλά καθώς είδεν ότι δεν εννόησε τίποτε, εκατάλαβεν ότι είναι Τούρκος και άρχισε να τον συμβουλεύη και να του λέγη «τέκνον τί λόγια είναι αυτά; Μη πιστεύεις τα λόγια όπου λέγονται. Ο Θεός έβαλεν εις το κεφάλι μας τον Σουλτάνον διά το καλόν μας, αυτόν τον έβαλεν να μας εξουσιάζη και να ήμεθα πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, διότι αυτός φροντίζει διά εμάς, επειδή αλλοιώτικα μας κολάζει ο Θεός». Έπειτα του εδιάβασε την συνειθισμένην ευχήν και τον έστειλαν εις το καλόν.

Ο μεταμορφωμένος αυτός Τούρκος τα είπεν όλα όσα ήκουσεν από τον Έλους εις τους Αγάδες, και διά τούτο εκείνοι δεν τον υπωπτεύοντο πλέον και τον άφησαν ως άρρωστον να μην πάη εις την Τριπολιτσάν. Τοιαύτα πολλά εγίνοντο μέχρις ότου αρχίση η επανάστασις».

Όταν δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για τον Ευαγγελισμό του υπόδουλου Γένους, όπως γράφει συγκινημένος ο Φωτάκος, «Κατά τα μέσα μάλιστα του Μαρτίου το πράγμα επροχώρησε πολύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι το εγνώριζαν, άφησαν όλαις ταις άλλαις δουλειαίς των και εις τα πράγματα του πολέμου μόνον ενασχολούντο. Παντού έβλεπες κίνησιν και συνάμα φόβον και χαράν διά το άρχισμα της επαναστάσεως. Τα πάντα όσον ημπορούσαν τα ετοίμασαν και δεν εχρειάζετο παρά να δοθή το σημείον της ενάρξεως του αγώνος».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ ΕΓΕΝΗΘΗ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΟΤΑΝ Ο ΡΑΓΙΑΣ ΡΩΜΙΟΣ ΣΗΚΩΣΕ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΟΝ ΟΘΩΜΑΝΟ ΤΥΡΑΝΝΟ ΚΑΙ ΔΥΝΑΣΤΗ

Όταν ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798 - 13 Σεπτεμβρίου 1879), αγωνιστής της Ελληνικής Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, και συγγραφέας, απεφάσισε να συγγράψει εν είδει «Απομνημονευμάτων» τα ιστορικά γενόμενα της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τον ιερό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας το έπραξε διότι, όπως ο ίδιος γράφει στο προλογικό του σημείωμα, «Είναι εντροπή, φίλε, ο Πελοποννήσιος, ο Στερεοελλαδίτης, ο Νησιώτης, ο Έλλην οποιουδήποτε τόπου να μη γνωρίζη γνήσια τα κατορθώματα των πατέρων του, αλλά να διαβάζη ιστορήματα ανούσια».

Επειδή λοιπόν υπήρχε στο Γένος των Ελλήνων πάντοτε και πατροπαραδότως η ιδέα της Ελευθερίας και λόγω της βασικής αρχής η οποία κρατεί στα των ανθρώπων, ότι δηλαδή «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», τοιουτοτρόπως και για την υπόθεση της απελευθερώσεως των υποδούλων Ρωμιών το μέγιστο ζήτημα κατά την περίοδο λίγο πριν από την κήρυξη της Εθνικής Επαναστάσεως ετίθετο το μέγα και κομβικής σημασίας ζήτημα, αφενός μεν πώς θα ετίθεντο ισχυρά και ακλόνητα τα θεμέλια της ιδέας της Επαναστάσεως στην κοινή συλλογική συνείδηση των υπόδουλων Ρωμιών, αφετέρου δε πώς θα γινόταν η προετοιμασία της ενόπλου εγέρσεως εκ του τάφου της οθωμανικής δουλείας των ραγιάδων Ελλήνων χωρίς φυσικά να αντιληφθούν τίποτα οι Οθωμανοί. Ορισμένα άγνωστα εν πολλοίς ιστορικά γεγονότα αυτής της χρονικής περιόδου διασώζει ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος με την ιστορική γραφή του στα «Απομνημονεύματά» του.

Πρωτίστως για την προδρομική ή προπαρασκευαστική του Γένους καθολική έγερση εκρίθη απολύτως αναγκαία η από τα μυημένα μέλη της «Φιλικής Εταιρείας» «μυστική κατήχηση» των υπόδουλων Ελλήνων όλων των κοινωνικών τάξεων συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των τα πρώτα φερόντων του Γένους, όπως του Ιερού Ορθοδόξου Κλήρου, ο οποίος αθρόα ενστερνίσθηκε την παλλαϊκή ιδέα της Εθνικής Επαναστάσεως και πλείστοι όσοι κληρικοί παντός ιερατικού βαθμού ενετάχθησαν στις τάξεις της Φιλικής Εταιρείας. Ο Φωτάκος περί της συντελουμένης «μυστικής κατηχήσεως» των υπόδουλων Ελλήνων γράφει τα εξής: «Κατά το 1817 και ακολούθως άρχισαν να έρχωνται εις την Ελλάδα και ιδίως εις την Πελοπόννησον διάφοροι απόστολοι της Φιλικής Εταιρίας, καθώς ο μεγαλόνους Αναγνωσταράς Παπά Γεωργίου, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Αντ. Πελοπίδας, ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος, ο Κ. Καμαρινός, ο Αρχ. Γρηγόριος Φλέσας, ο Χ. Περραιβός, ο Ιωάννης Γούτσης, ο Καβαδίας, ο Ρήγας Ήβος, ο Αντώνιος Τζούνης και άλλοι∙ και όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί, οι οποίοι υπηρέτησαν εις τα στρατιωτικά τάγματα της Επτανήσου μετά την διάλυσίν των, αφού επήγαν εις την Ρωσσίαν και εμυήθησαν τα μυστήρια της Εταιρίας, έμβαιναν κάθε ημέραν εις την Πελοπόννησον, και εκατηχούσαν πρώτον όλους τους κλέπτας όσοι ήσαν κατατρεγμένοι από την τουρκικήν εξουσίαν, ως εις τα Καλάβρυτα τους Πετμεζαίους, εις τας Πάτρας τους Κουμανιωταίους, εις την Αρκαδίαν τους Μέλιους, εις τον Μιστράν τον Αντ. Νικολόπουλον, εις την Μάνην όλα τα καπετανάτα της έπειτα τους Αρχιερείς και αυτοί μαζί με τους άλλους τους Ελληνοδιδασκάλους, οι οοποίοι πάλιν εκατηχούσαν άλλους καθώς ο Νικηφόρος Παμπούκης κτλ. τους ιερείς, ηγουμένους και καλογήρους των μοναστηριών, και έπειτα από όλους ολίγον κατ’ ολίγον και τους άρχοντας και τον μικρότερον λαόν… εις το μέγα Σπήλαιον, όπου όλοι οι Πατέρες του Μοναστηρίου ήσαν κατηχημένοι και εξαπλώθησαν παντού εις όλην την Πελοπόννησον διά να διαδώσουν τα της Εταιρίας… Εγίνετο μεγάλη ενέργεια και η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο. Αυτοί εσκέπτοντο Αρχιερείς, άρχοντες και καπεταναίοι και λοιποί αδελφοί περί των μέσων, τα οποία ημπορούσαν να μεταχειρισθούν διά τον μέλλοντα αγώνα...».

Ιδιαιτέρα αναφορά κάνει ο Φωτάκος στην δράση του Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Φλέσα ή Παπαφλέσσα, ο οποίος ως κορυφαίος απόστολος της Φιλικής Εταιρίας και Εθνεγέρτης των υπόδουλων Ρωμιών στην Πελοπόννησο συνέβαλε τα μέγιστα στην διάδοση και εδραίωση της ιδέας της Εθνικής Επαναστάσεως, γράφοντας ότι: «Από εκείνους όπου ήλθαν κατά τας αρχάς του έτους 1821 εις την Πελοπόννησον είναι και ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Φλέσας. Αυτός κατηχών επί πολλά έτη εις άλλα μέρη εφάνη εις την Πελοπόννησον και περνών από Ύδραν και Σπέτσες επήγεν εις Άργος, εκείθεν εις την Κόρινθον και Βοστίτσαν, όπου έμεινεν εις το σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδροπούλου. Εκεί εσυνάχθησαν κατά πρώτον ο Ανδρ. Λόντος, ο Σπυρίδων Χαραλάμπης, ο Αγγελής Μελετόπουλος, ο Σωτήρης Ιωάννου και άλλοι εντόπιοι. Εις αυτούς εφανέρωσε τον ερχομόν του, τον τίτλον του ως απεσταλμένου παρά της Γενικής Αρχής κτλ. και ότι η 25 Μαρτίου είναι η πρώτη ημέρα της Επαναστάσεως. Καθώς άκουσαν αυτά τα λόγια οι εκεί μαζωμένοι, εζαλίσθηκαν διά την διάδοσιν του σχεδίου της Εταιρίας, έγραψαν και των άλλων προυχόντων και των Αρχιερέων όσα τους είπεν ο Α. Φλέσας…».

Αξία ιδιαιτέρας μνείας είναι η γραπτή μαρτυρία του Φωτάκου ότι άπαντες οι Αρχιερείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχαν ασπασθεί και απολύτως ενστερνισθεί την απόφαση ότι «ήγγικεν η ώρα» για την αποτίναξη του δυσβάστακτου και επονείδιστου ζυγού της οθωμανικής δουλείας ώστε, παρά τον κίνδυνο της αθρόας σφαγής τον οποίο διέτρεχαν άπαντες οι παντός ιερατικού βαθμού Ορθόδοξοι κληρικοί από το αιματόβρεχτο σπαθί του Οθωμανού τυράννου, εντούτοις, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Φωτάκος, «Οι Αρχιερείς εσυγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέραν προς τον Θεόν διά να ενισχύση τους Έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα∙ και εις τους πνευματικούς δε και εις τους άλλους κληρικούς εσυγχώρησαν να παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των τους Έλληνας εις την επανάστασιν, και να την θεωρούν ως συγχωρημένην θρησκευτικώς, διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους. Πολλοί δε μάλιστα των Αρχιερέων ως ο Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες και ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις του ιερείς των επαρχιών των και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν».

Ιδιαζόντως σημαντική και εν πολλοίς άγνωστη είναι η ιστορική μαρτυρία του Φωτάκου ότι οι Ορθόδοξοι Αρχιερείς της δούλης Ελλάδος κατά την προεπαναστατική περίοδο συνέθεταν ειδικές ευχές καθώς και τροπάρια με περιεχόμενο την από Παντοκράτορος Κυρίου Ιησού Χριστού και της Υπερμάχου Στρατηγού Πανυπερευλογημένης Υπεραγίας Θεοτόκου ευόδωση και επιτυχή έκβαση του αγώνος της Εθνικής Παλιγγενεσίας των φιλοχρίστων αγωνιστών του Γένους υπό την ηγεσία του εθνεγερτών Υψηλάντων. Ο Φωτάκος διασώζει στο ιστορικό πόνημά του τόσο την ευχή του Επισκόπου Έλους Ανθίμου προς τον Κύριο Ιησού Χριστό όσο και το Εξαποστειλάριο και στιχηρό προς την Υπεραγία Θεοτόκο, τα οποία τω καιρώ εκείνω της συγγραφής των «Απομνημονευμάτων» του ευρίσκοντο φυλασσόμενα «παρά των προέδρω του Εφετείου Ναυπλίας Ν. Φλογαΐτη».

Παραθέτουμε παρακάτω την ειδική ευχή του Έλους Ανθίμου, η οποία είναι η ακόλουθη: «Θεέ παντοδύναμε, αόρατε, ακατάληπτε, ακατανόητε, ο ενισχύσας τον προφήτην σου Μωϋσήν τω τύπω του σταυρού κατατροπώσαι τον τύραννον του παλαιού Ισραήλ, τον αλαζόνα και άκαμπτον Φαραώ εν τη Ερυθρά Θαλάσση, και σώσας δι’ αυτού τον λαόν σου, επάκουσον της δεήσεως και ημών των ευτελών δούλων σου, των χρισθέντων τω ονόματι του αγαπητού σου Υιού, Κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, και απάλλαξον ημάς, τον νέον Ισραήλ, το βασίλειον ιεράτευμα της Ισμαηλίτιδος τυραννίδος∙ ενίσχυσον και ενδυνάμωσον ημάς, και τους ευσεβεστάτους και θεοφυλάκτους ημών Πρίγκιπας και Ηγεμόνας (εννοεί τους Υψηλάντας) και τον φιλόχριστον Στρατόν τη δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, κατατροπώσαι τους εχθρούς της αγίας σου Εκκλησίας, και αναφανήναι νικητάς και τροπαιούχους εναντίον των απογόνων της Άγαρ. Επί σοι τας ελπίδας ανατιθέμεθα, Κραταιέ εν πολέμοις, ορθώς λατρεύοντες σε τον μόνον Θεόν, και σωτήτρα ημών∙ φώτισον ημάς μιμητάς γενέσθαι και οπαδούς του αληθούς θεράποντός σου ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, και αξίωσον ακούσαι της ουρανίου εκείνης φωνής «εν τούτω νικάτε, απόγονοι Ελλήνων οι χριστώνυμοι, και της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευσεβή τέκνα, και καταβάλλετε τους αθέους Αγαρηνούς», όπως και ημείς οι τεταπεινωμένοι αξιωθώμεν της ποθητής ημών ελευθερίας, δοξάζοντες το παντοδύναμον όνομά σου του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν».

Τα δε δύο θεσπέσια τροπάρια, ήτοι το Εξαποστειλάριο και το Στιχηρό, προς την Υπεραγία Θεοτόκο, τα οποία συνέθεσε ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος είναι τα ακόλουθα:

ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ

Ο Ουρανόν τοις Άστροις

«Τους μη την σην εικόνα, Παρθένε, ασπαζομένους, και του υιού σου και Θεού, εκ πίστεως ειλικρινούς, κατάβαλε ως αθέους και τη γεέννη παράδος».

ΣΤΙΧΗΡΟΝ, Ήχος πλ.ά.

«Δεύρο, μήτερ Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους, συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακουμένους, τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία των Αγαρηνών∙ δι’ ους ως αιχμάλωτοι, και γυμνοί διωκώμεθα, τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες, και πλανώμενοι, εν σπηλαίοις και όρεσιν∙ οίκτειρον ουν Πανύμνητε, και δος ημίν άνεσιν, παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Χριστόν δυσωπούσα, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος».

Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ευλογήθηκε από την Εκκλησία η Εθνική Επανάσταση κατά την πανευλογημένη ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η οποία προσήμανε και τον ευαγγελισμού του υπόδουλου Γένους, οι ραγιάδες βλέποντες τους παντός βαθμού Ορθοδόξους κληρικούς να είναι μπροστάρηδες στον πανίερο αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αναθαρρούσαν και ως «λέοντες πυρ πνέοντες» έπεφταν αγωνιζόμενοι και θυσιαζόμενοι στα πεδία των μαχών. Ο Φωτάκος αναφερόμενος στην άκρως θετική επίδραση και επιρροή που διαδραμάτισε η ένοπλη επαναστατική συμμετοχή των Ορθόδοξων Κληρικών στην αναπτέρωση του φρονήματος των υπόδουλων Ελλήνων εναντίον του Οθωμανού τυράννου, γράφει τα κάτωθι: «Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας εσήμαιναν των εκκλησιών τα σήμαντρα, και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και το Ευαγγέλιον εις τας χείρας, οι δε Χριστιανοί άνδρες, γυναίκες, παιδία, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνη. Ο Αρχιμανδρίτης μάλιστα εφορούσε μίαν περικεφαλαίαν, και διά τούτο τον εκύτταζαν με πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και τον εδέχοντο με πολλήν υποδοχήν. Είχε δε και σημαιοφόρον ένα καλόγηρον θεώρατον, ο οποίος εκράτει ένα μεγάλον σταυρόν ψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγίνετο τοίχος και έκαμναν τον σταυρόν τους καθώς επέρνα ο καλόγηρος με τον σταυρόν».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ
ΟΙ ΑΔΟΥΛΩΤΟΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΕΤΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

Εάν κάποιος αποτολμούσε να χαρακτηρίσει τους ήρωες αετούς των βουνών της Ηπείρου δεν θα μπορούσε παρά μόνο να τους χαρακτηρίσει ως αδούλωτους και ανυπότακτους, αγέρωχους και υπερήφανους, όντως ελευθέρους μέχρι θανάτου, ώστε μετά από δύο και πλέον αιώνες από τους μακροχρόνιους, ακατάβλητους και μεγαλειώδεις πολεμικούς αγώνες και πολιορκίες τους από τον Αλή Πασά μέχρι την ηρωϊκή και αυτοθυσιαστική και μαρτυρική τελευτή τους στο Κούγκι του Σουλίου με την θρυλική μορφή του ήρωος και γενναιόφρονος Καλογέρου Σαμουήλ και την εν έτει 1803 μετεγκατάστασή τους στα Επτάνησα, αποδεικνύουν του λόγου και της γραφής το αληθές ότι όντως υπήρξαν και κατεγράφησαν στις σελίδες της αδεκάστου και απροσωπολήπτου ιστορίας οι «ες αεί» αδούλωτοι και ελεύθεροι αετοί της Ηπείρου.

Όταν λοιπόν μετά την κατά το έτος 1803 εγκατάστασή τους στα Επτάνησα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εν έτει 1820 επέστρεψαν και πάλι στη πατρώα γη των σκληροτράχηλων βουνών της Ηπείρου έλαβαν ενεργό συμμετοχή στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του υπόδουλου Γένους και ευρέθησαν αντιμέτωποι όχι πλέον με τον Αλή Πασά αλλά με τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εδραιώσει την κυριαρχία του Σουλτάνου στην ευρυτέρα περιοχή της Ηπείρου σε εφαρμογή της αρχής: «κεφάλι που δεν προσκυνά, πέφτει», αλλά στην περίπτωση των αδούλωτων και ανυπότακτων Σουλιωτών επικρατούσε πάντοτε ως επιλογή ο ένδοξος θάνατος και ποτέ η οσφυοκαμψία, διότι ποτέ μα ποτέ οι Σουλιώτες δεν υπήρξαν «προσκυνημένοι και ατιμασμένοι».

Ο πολύς Χριστοφόρος Περραιβός στα «Απομνημονεύματα Πολεμικά», τα οποία συνέγραψε και εξέδωσε εν έτει 1836, όντας ο ίδιος αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς του πολύπλαγκτου και πολυδαίδαλου βίου των Σουλιωτών διασώζει μεταξύ άλλων τρείς επιστολές (μία του Χουρσίτ Πασά και δύο των Σουλιωτών) της κρισίμου για την ίδια την επιβίωση των Σουλιωτών περιόδου 1821-1822, όταν η συμμετοχή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και μέχρι πρότινος συμμαχία τους ένεκα επιβιώσεως με τον Αλή Πασά εναντίον των Οθωμανών, είχε προκαλέσει την οργή του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, ο οποίος ερεθιζόμενος από τους συμμάχους του στα πεδία των μαχών τουρκαλβανούς και δη του λεγομένους Τσάμηδες, οι οποίοι μισούσαν ακόρεστα τους Σουλιώτες, επιθυμούσε με κάθε τρόπο να τους καταστήσει συνεργάσιμους και ευκόλως διαχειρίσιμους προκειμένου να φυλάττει τα νώτα του και να ελέγχει απολύτως άπασα την Ήπειρο, «διό ενέκρινε να πολιτευθή, ή, αληθέστερον ειπείν, ν’ απατήση τους Σουλιώτας, φοβούμενος μήπως μετά τον εκείθεν αναχωρισμόν του, επαναστατήσωσιν όλην την Ήπειρον, και τότε τα Τουρκαλβανικά στρατεύματα και κατ’ εξοχήν τα Τσάμικα, ήσαν βιασμένα να επιστρέψωσιν εις τα ίδια, προς υπεράσπισιν των οικογενειών των, διό και έπεμψε προς αυτούς την εξής επιστολήν».

Η δολία και πονηρά επιστολή του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά προς τους Σουλιώτες είναι ενδεικτική και αποκαλυπτική των ενδομύχων σκέψεών του προκειμένου να τους παγιδεύσει, γράφοντας στην υπό ημερομηνία 5 Μαΐου 1822 επιστολή του, τα παρακάτω γλυκόλογα ψευδόλογα:

«Επιστολή του Μεχμέτ Χουρσί Πασά προς τους Σουλιώτας.

Καπετανέοι και λοιποί Σουλιώται σας χαιρετώ,

Δίκαιον είχετε να κινήσετε τα όπλα εναντίον του υψηλού Δεβλετίου, έως της σήμερον. Το σφάλμα όμως δεν είναι ιδικόν σας, αλλά του προκατόχου μου Ισμαήλ Πασά, ος τις δεν έπραξε κατά το βασιλικόν φιρμάνι, το οποίον έλεγε, ότι όσοι εκείνοι, γκερέκ Μουσουλμάνοι, γκερέκ ραγιάδες, εδιώχθησαν, και ηρπάχθησαν τα υποστατικά των από τον χαΐνην Αλή πασάν, τόρα να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα των, να λάβουν τα υποστατικά των, και να κινήσουν τα όπλα κατ’ αυτού διά να τον εξολοθρεύσουν, αλλά ο Ισμαήλ πασάς, αν διά όλους τους άλλους εφρόντισε να ενεργήση το βασιλικόν φιρμάνι, εις εσάς όμως όχι μόνον πατρίδα και υποστατικά δεν έδωκεν, αλλά συνήργησε προς τούτοις και να σας χάση όλους, καθώς με βεβαιότητα επληροφορήθην περί τούτου. Εσείς δε, διά να αποφύγετε με αυτόν τον κίνδυνον, απολαύσετε δε την πατρίδα σας και υποστατικά, εβιάσθητε να συμμαχήσετε με τον πρώην άσπονδον εχθρόν σας Αλή πασάν. Δι’ αυτήν λοιπόν την αιτίαν και το δίκαιον και υψηλόν Δεβλέτι όχι μόνον δεν σας έχει εις το γαζέπι του (οργήν του), αλλά σας δίδει ακόμη δι’ εμού και το ράϊ (συγχώρησιν) διά πάντα∙ σας συγχωρεί να έχετε και να εξουσιάζετε τον τόπον σας και υποστατικά σας, καθώς και πρώτα. Να ζήτε με τα ίδια προνόμια, τα οποία απελαμβάνετε και εξ αρχής, χωρίς να εμπορή κανένας γείτων να σας ενοχλήση. Ανίσως πάλιν έχετε σκοπόν να μου ζητήσετε και άλλα πράγματα, από τα οποία έχετε χρείαν, στείλετέ μοι εδώ δύο ή τρεις καπετανέους με πληρεξούσια γράμματά σας, διά να στερεώσωμεν την ειρήνην και αμνηστείαν, και να σας δώσωμεν και ότι άλλο ζητείται. Να τους στείλετε όμως το γρηγορώτερον, επειδή βιάζομαι να κινήσω με τα στρατεύματα διά να υπάγω, όπου είμαι προσταγμένος από το κραταιόν και υψηλόν Δεβλέτι μου, και υγιαίνετε.

Τη 5 Μαΐου 1822, Ιωάννινα.

Ο Σερασκέρης και πληρεξούσιος

όλων των εις την Ρούμελην Οθωμανικών στρατευμάτων,

Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσίτ Πασάς».

Η απαντητική επιστολή εστάλη στις 7 Μαΐου 1822 από τους Σουλιώτες προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά αλλά δεν ήταν αυτή την οποία επιθυμούσε και ανέμενε, δηλαδή μιά επιστολή δηλούσα την υποταγή και νομιμοφροσύνη τους στον ίδιο και την Υψηλή Πύλη, αλλά αντιληφθέντες οι ίδιοι την απάτη του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά απήντησαν με γραφή διακηρύττουσα το αδούλωτο και ελεύθερο του φρονήματός τους, ως εξής:

«Επιστολή των Σουλιωτών προς τον αρχιστράτηγον Ιωαννίνων.

Υψηλότατε Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσί Πασά.

Τα υψηλόν σου μπουγιουρδί ελάβομεν και τα μεν αυτώ γεγραμμένα καλώς εκαταλάβομεν. Ευχαριστούμεν δε τον Θεόν, ότι εγνωρίσατε καθαρά τα όσα άδικα μας έκαμεν ο προκάτοχός σας Ισμαήλ πασάς, ώστε και δι’ αυτήν την αιτίαν παρακινείσθε, φαίνεται, να μας δώσετε την συγχώρησιν και ειρήνην εκ μέρους του κραταιοτάτου Σουλτάνου, διά να ζήσωμεν, ως και πρότερον, με τα υποστατικά μας και προνόμια.

Υψηλότατε! πας άνθρωπος φυσικά αγαπά την ησυχίαν και ειρήνην, αρκεί μόνον να ήναι και τα δύο στέρεα και σωτήρια, και όχι προσωρινά και ολέθρια, διότι τα κινήματά σας δεν μας ασφαλίζουν την προβαλλομένην συγχώρησιν και ειρήνην, ως στερεά και σωτήρια πράγματα. Μην ακούετε, Υψηλότατε, αυτούς τους φράγκους, οι οποίοι σας λέγουν, ότι οι Έλληνες επαναστάτησαν κατά του Σουλτάνου. Το πράγμα δεν είναι καθώς αυτοί σας το παρασταίνουν, αλλά συνέβη κατά τον ρηθησόμενον τρόπον.

Οπόταν το υψηλόν Δεβλέτι ωργίσθη τον Αλή Πασάν διά τας κακάς του πράξεις, εκείνος, διά ν’ αποφύγη, ή τουλάχιστον σμικρύνη την κατ’ αυτού βασιλικήν οργήν, έπεμψεν αποστόλους εις το Αιγαίον πέλαγος, εις τον Μωρέα και Ρούμελην να κηρύξουν, ότι το Δεβλέτι απεφάσισε να βάλη σπαθί εις τους Έλληνας, και ότι, αν θέλωσι την ζωήν των, πρέπει να λάβωσιν όλοι τα όπλα να υπερασπισθώσι, και ότι θέλει τους είναι και αυτός βοηθός.

Εδώ η πανουργία του εύρε σύμφωνον και συμβοηθόν την περίστασιν, επειδή τα σύγχρονα κινήματα των πολυαρίθμων στρατευμάτων του Σουλτάνου κατά τε ξηράν και θάλασσαν εβίασαν τους Έλληνας να πιστεύσουν τους λόγους των αποστόλων του Αλή Πασά, και ενταυτώ να δράξουν τα όπλα να υπερασπίσωσι των εαυτόν των και γυναικόπαιδά των. Ιδού λοιπόν συνέβη και εις αυτούς, καθώς και εις ημάς, η υπόθεσις, αγκαλά διαφορετικόν μεν το πράγμα, σύμφωνον δε κατά την έννοιαν με το ιδικόν μας.

Όθεν δίκαιον είναι να δώσετε και εις αυτούς εκ μέρους του κραταιοτάτου Σουλτάνου την συγχώρησιν, ειρήνην και αμνηστείαν, χωρίς να κινηθήτε κατ’ αυτών με τα στρατεύματα και όταν εκείνοι πρώτοι δεχθώσιν αυτά, τότε και ημείς τα δεχόμεθα ως δεύτεροι, επειδή πρώτοι εκείνοι ηπατήθησαν. Αν λοιπόν το πράγμα γίνη ούτως, ως γράφομεν, το οποίον είναι και δίκαιον, τότε και ημείς είμεθα σύμφωνοι εις όσα μας προβάλλετε. Το εναντίον δε, προκρίνομεν μυριάκις ν’ αποθάνωμεν εις την αρχήν με τιμήν και δόξαν, παρά να αμαυρώσωμεν το όνομά μας εις το τέλος με το αιώνιον όνειδος της προδοσίας.

Ταύτα και σας προσκυνούμεν όλοι οι Σουλιώται μεγάλοι και μικροί.

7 Μαΐου 1822 Σούλιον».

Τέτοιας εντάσεως υπήρξε η οργή και ταραχώδης σύγχυση του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά από την αγέρωχη απάντηση των Σουλιωτών οι οποίοι εν είδει ηχηρού ραπίσματος απέρριψαν πάσα πρόταση έστω και απλή σκέψη να συνθηκολογήσουν με τον επαίσχυντο δυνάστη, τύραννο και δήμιο του Γένους τους, «ώστε, απορρίψας την πρώτην απόφασιν της εκστρατείας διά την Πελοπόννησον, αμέσως έδωκε νέας διαταγάς εις τους αρχηγούς να κινηθώσι κατά των Σουλιωτών, και να περάσωσι όλους συν γυναιξί και τέκνοις εν στόματι μαχαίρας, διότι ετόλμησαν να τω γράψωσι με τέτοιον αυθάδη και υπερήφανον τρόπον, και όχι ως βασιλικοί και υποκλινείς ραγιάδες. Πολύ δε περισσότερον τον ετάραττεν η λέξις «Έλληνες» της οποίας την έννοιαν αγνοών το πρώτον, πληροφορηθείς δε, ουτ’ ήθελεν πλέον να την ακούση, ουτ’ ετόλμα τις να την προφέρη έμπροσθέν του».

Αξία ιδιαιτέρας ιστορικής μνείας είναι η γραφή την οποία ουχί ως δουλοπρεπείς και επαίτες βοηθείας αλλά ως υπερήφανοι, αδούλωτοι και ελεύθεροι μαχόμενοι αγωνιστές Έλληνες απέστειλαν στους εκ του ασφαλούς καθεύδοντες τον ύπνον του δικαίου Προύχοντες της Πελοποννήσου, οι οποίοι παρά τις προηγηθείσες επιστολές των Σουλιωτών με τις οποίες προειδοποιούσαν τους ηγήτορες της Επαναστάσεως για τον επαπειλούμενο κίνδυνο από την παρουσία και δράση του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να καταπνίξει στο αίμα την Ελληνική Επανάσταση, ουδέν έπρατταν και «αγρόν ηγόραζον», παραθεωρούντες το επερχόμενο κακό ή αδιαφορούντες για τα γραφόμενα των Σουλιωτών, όντων αυτών και των γυναικοπαίδων τους τραγικώς και αδίκως εγκαταλελειμμένων ωσάν να ήταν οι παρείσακτοι του Γένους στην δολοφονική μάχαιρα των Οθωμανών από τους εν αναισθησία και παντελή αδιαφορία τελούντες ιθύνοντες πολιτικούς και λοιπούς στρατιωτικούς ηγέτες της Επαναστάσεως.

Όταν λοιπόν οι Σουλιώτες έλαβαν την γραφή του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, κατά την τρίτη ημέρα από την παραλαβή της, απέστειλαν επιστολή προς τους «Διοικητάς και Προύχοντας Πελοποννήσου» κρούοντες τον κώδωνα του κινδύνου για την επαπειλούμενη συμφορά από τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, γράφοντας τα κάτωθι:

«Ευγενέστατοι Διοικηταί και Προύχοντες Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος, χαίρετε και υγιαίνετε.

Πολλά και διάφορα γράμματα σας εστείλαμεν άχρι τούδε, διά των οποίων σας εφανερόναμεν πάντοτε τα εδώ διατρέχοντα, πολύ δε περισσότερον τους σκοπούς του Χουρσίτ Πασά μετά τον θάνατον του Αλή Πασά, αι δε αποκρίσεις σας ου μόνον εγίνοντο σπάνιοι, αλλ’ ως επί το πλείστον και αδιάφοροι. Και τούτου ένεκα εβιάσθημεν εσχάτως να εξαποστείλωμεν και τους συμπατριώτας μας, Μάρκον Μπότζαρην, Αθανάσιον Δράκον και Λάμπρον Ζάρμπαν, διά να σας πληροφορήσωσι και προφορικώς τα γινόμενα, αλλ’ έως της ώρας δεν ελάβομεν απόκρισίν σας. Ως φαίνεται, ή τόσον αδιαφορείτε, ή δυσπιστείτε, ή εξουθενείτε τον εχθρόν. Όθεν, διά να σας εβγάλωμεν εις το εξής την αδιαφορίαν και δυσπιστίαν, ιδού σας περικλείομεν αντίγραφα της προς ημάς επιστολής του Χουρσίτ Πασά και της προς εκείνον αποκρίσεως μας, από τα οποία δεν αμφιβάλλομεν, ότι θέλετε βεβαιωθή, και πιστεύσει χωρίς δισταγμόν.

Κύριοι! περιττόν κρίνομεν να εξηγήσωμεν τα οποία φρονήματα και γνώμην μας τρέφομεν διά το έθνος, διότι, αν προλαβόντως εδυσπιστήσθε, πληροφορείσθε τόρα ακριβέστερα από τα εσώκλειστα, τα οποία δεν επιδέχονται πλέον καμμίαν πρόφασιν και διαφιλονείκησιν, αλλ’ επειδή και ημείς απεφασίσαμεν να πράξωμεν τα όσα η γραφή μας διαλαμβάνει, παρακαλείται το έθνος να μας εξοινομήση από τα εξής.

α΄. Να πέμψεται τρία, ή και τέσσερα πλοία πολεμικά, διά να μετακομίσωσι τα γυναικόπαιδά μας εις αυτά τα μέρη, και να τα κατοικίσετε εις κανέν ασφαλές και υγιές μέρος, και να λάβετε την φροντίδα να τα τρέφετε, επειδή αν μείνουν εδώ, όχι μόνον κινδυνεύουν, αλλά και την τροφήν ματαίως δαπανώσιν, η οποία μέλλει να χρησιμεύση διά μόνους τους πολεμικούς.

β΄. Με τα ίδια πλοία να μας στείλετε ακόμη πολεμικά εφόδια και τροφάς, τα οποία είναι τα πρώτα μέσα και αληθή νεύρα και όργανα του προκειμένου σκοπού μας.

Αλλά τα ρηθέντα ζητήματα πρέπει να εκτελεσθώσι με δραστηριότητα, πριν δηλαδή ο εχθρός μας πολιορκήση, διότι τότε ούτε τα γυναικόπαιδα δυνάμεθα να μετατοπίσωμεν, ούτε τροφάς και πολεμοφόδια να μετακομίσωμεν από τον αιγιαλόν, επειδή απέχει αφ’ ημών οκτώ ωρών διάστημα και όταν, όσα προβάλλομεν, δεν εκτελεσθώσιν εγκαίρως, τότε και ημείς θα κινδυνεύσωμεν, και το έθνος μετά ταύτα, πιθανόν, να υποφέρη τα χείριστα.

Πατριώται! Ο εχθρός, με τον οποίον μέλλομεν να κτυπηθώμεν είναι γενναίος, πολύτροπος, εμπειροπόλεμος, επίμων, δραστήριος και εκδικητικός, ώστε και ο ίδιος ο Αλή Πασάς δεν συνεστάλη να το ομολογήση αξιότερόν του, τα στρατεύματα του όχι μόνον είναι πολλά, αλλά (το οποίον δεν σας λανθάνει) και τα δυνατώτερα του Σουλτάνου. Διά να επιτύχωμεν λοιπόν το σκοπούμενον, πρέπει να προσυσκεφθώμεν διά την ασφάλειαν των μελλόντων, επειδή, όταν έμβωμεν εις τους κινδύνους, τότε ούτε νουν ήσυχον, ουτ’ ευκαιρίαν έχομεν να συλλογισθώμεν περί των κοινών συμφερόντων.

Όθεν δίδομεν τελός της επιστολής μας, κύριοι, υπενθυμίζοντες σας μόνον την κατά την δεκάτην έκτην Φεβρουαρίου σταλείσαν προς υμάς επιστολήν μας, της οποίας το σχέδιον, αν ηθέλετε εκτελέσαι τότε, έπρεπε να εβλέπετε σήμερον ημάς εκστρατεύοντας κατά του Χουρσίτ Πασά, και όχι εκείνον καθ’ ημών. Υγιαίνετε.

10 Μαΐου 1822, Σούλιον.

Οι πολίται

Νότης Μπότσαρης.                                                             Τούσας Ζέρβας.

Ζηγούρης Τζαβέλλας.                                                          Γιώτης Δαγκλής.

Γιώργος Δράκος.                                                                 Λάμπρος Κασμάς.».

Και ούτω εγένετο Ελλάς. 


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 200 ΕΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Εγράφησαν μέχρι τούδε πλείστα όσα και θα γραφούν και άλλα πολλά για την επέτειο συμπληρώσεως 200 ετών (1821-2021) από της ενάρξεως της Εθνικής Παλιγγενεσίας διότι όντως η με τον απολύτως εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα Ελληνική Εθνική Επανάσταση των μέχρι τότε ραγιάδων Ρωμηών υπήρξε αληθής παλιγγενεσία, αφού μετά από αιώνες δεινής σκλαβιάς και τυραννίας, ανελευθερίας και άκρας υποδουλώσεως, αίματος και μαρτυρίων, επήλθε η εκ του τάφου ανάσταση και εκ της τέφρας αναγέννηση του όλου Γένους.

Σε αυτή λοιπόν την θαυμασίως και παραδόξως θαυμαστή Ελληνική Εθνική Επανάσταση η άνευ πτυχίων, μεταπτυχιακών και διδακτορικών, ξυπόλητη και ρακένδυτη νεότητα, παλικάρια και κοπέλες, των υποδούλων Ελλήνων έσυρε πρώτη τον χορό όχι στα σαλόνια αλλά στα αλώνια του αίματος και της θυσίας γενόμενη ολοκαύτωμα αυτοθυσίας και θυμίαμα προσφοράς προς την Πατρίδα και του Γένους των Ελλήνων, μαχόμενη «υπέρ πίστεως και πατρίδος» χωρίς βεβαίως όλοι αυτοί οι αγωνιζόμενοι και μέχρις ενός θυσιασθέντες νέοι να αναμένουν ουδεμία αντιμισθία ή κάποιο βόλεμα στο δημόσιο. Θυσίασαν τα νιάτα και τις χαρές της ζωής γιατί προτίμησαν τον ένδοξο και τίμιο θάνατο αντί μιάς μαύρης, σκλαβωμένης και ατιμασμένης από τον Οθωμανό τύραννο επίγειας και εφήμερης ζωής, ενώ ουδέ προς στιγμήν εσκέφθησαν να κιοτέψουν και να λακίσουν φεύγοντες σαν τα ποντίκια εκτός του σκλαβωμένου ελλαδικού χώρου, αλλά έμειναν να πολεμήσουν και να πέσουν έχοντας στο στόμα και στα χείλη ως εσχάτη επιθανάτια ρήση, την όντως θεόπνευστη και εμπνευστική ρήση: «Για του Χριστού την πίστιν της Αγίαν και της Ελλάδος την Ελευθερίαν», όσο και αν ενοχλεί ορισμένους ιδεοληπτικούς οι οποίοι τάχα στο βωμό μιάς ακατανόητης και ξιπασμένης προοδοπληξίας έχουν ισοπεδώσει τα πάντα ως εθνικοί ολετήρες… ομιλούντες βεβαίως εκ του ασφαλούς αφού κάποιοι άλλοι θυσιάσθηκαν για να ομιλούν ελευθέρως, όντες όμως οι ίδιοι τραγικοί και μοιραίοι δούλοι και σκλαβωμένοι στα ιδεοληπτικά τους συμπλέγματα…

Παρήλθαν 200 έτη από την εκ του τάφου της επαίσχυντης δουλείας μεγάλη έγερση, επανάσταση και ανάσταση του υπόδουλου Γένους, οπότε γεννάται το μέγα και αδήριτο ερώτημα εάν και σήμερα, μετά από 200 έτη ελευθερίας του Γένους μας, κάποιος θα ήθελε να απευθυνθεί στους σύγχρονους νέους της Ελλάδος και με λίγα λόγια, χωρίς βαρύγδουπες και κηρυγματικού τύπου εκφράσεις, τις οποίες ούτως ή άλλως απεχθάνονται και ούτε καν ανέχονται να ακούσουν, να τους μιλήσει για το ιστορικό χρέος και την αδαπάνητη ευθύνη που, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν, έχουν έναντι των πριν από 200 έτη συνομήλικων τους νέων της Ελλάδος, οι οποίοι έπεσαν στα πεδία των μαχών και πότισαν με το νεανικό αίμα τους το δεντρί της Ελευθερίας, δεν θα εύρισκε καταλληλότερο γραπτό κείμενο από το προλογικό σημείωμα του πρώτου τόμου από το τρίτομο έργο των ιστορικών «Απομνημονευμάτων» (Τόμ. Α΄ 1851, Τόμ. Β΄ 1853, Τόμ. Γ΄ 1857), που εν έτει 1851 εξέδωσε ο Νικόλαος Σπηλιάδης (Τριπολιτσά 1785 – Ναύπλιο 1862), ο οποίος υπήρξε Φιλικός, πρωτεργάτης και αγωνιστής του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821, συγγραφέας και πολιτικός της νεοσύστατης Ελλάδας, πληρεξούσιος στην Δ΄ και Ε΄ εθνοσυνέλευση το 1829 και το 1832 αντίστοιχα και Γραμματέας της Επικράτειας στην Κυβέρνηση του πρώτου της Ελλάδος μάρτυρος Κυβερνήτου Ιωάννου Καποδίστρια.

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης, ο οποίος ιδία χειρί γράφει ότι «τη πολυτίμω Νεολαία της Ελλάδος τ’ απομνημονεύματα ταύτα ανατίθενται» και διακηρύττει ότι «η Θεία Πρόνοια και ανέστησε και έσωσε μετά πικράς δοκιμασίας την Ελλάδα», δημοσίως ομολογεί ότι συνέταξε μετά κόπου και μόχθου τα ιστορικά απομνημονεύματα του όχι προς ικανοποίηση της ματαιοδόξου και κενοδόξου, αλαζονικής και εγωιστικώς φίλαυτης αυτοπροβολής του, αλλά διότι ηθέλησε να αφήσει μετά τον θάνατό του κάτι ουσιαστικό και λυσιτελές πίσω του για τους επιγενόμενους από εκείνο το ένδοξο και μεγαλειώδες παρελθόν της ιστορίας της Εθνικής Παλιγγενεσίας προκειμένου να διδάσκονται και να εμπνέονται οι νεοέλληνες και δη η νεότητα της Ελλάδος, αφού όπως ο ίδιος γράφει: «Κανείς δεν δύναται να μη συνομολογήση, νομίζω, ότι η ιστορία των παρελθόντων είναι το αναγκαιότερον μάθημα και ο σοφώτερος διδάσκαλος των επερχομένων γενεών, διότι εις αυτήν, ως εις κάτοπτρον, φαίνονται καθαρά αι ενάρετοι και μη τοιαύται πράξεις των ανθρώπων, ό εστί και αι μιμητέαι και αι φευκταίαι, και δι’ αυτής δύνανται οι μεταγενέστεροι να επανορθόνωσι τα λάθη και τας απερισκεψίας των προγενεστέρων.

Ουσιωδέστερα προσόντα της ιστορίας είναι πρώτον η εξιστόρησις αντικειμένων αξιών λόγου και αναμνήσεως, εχόντων επιρροήν εις την ανάπτυξιν του ανθρωπίνου νοός, της ηθικής και της ευδαιμονίας του λογικού όντος, και δεύτερον η αλήθεια των ιστορουμένων κατά προτίμησιν και αυτής της καλλιεπείας και των τετορνευμένων φράσεων. Η Ελλάς ωφέλησεν αναντιρρήτως πολύ την ανθρωπότητα διά της παλαιάς ιστορίας της, αλλά και διά της νεωτέρας δεν θέλει φανή ολιγώτερον ωφέλιμος…».

Προς δε την νεολαία της Ελλάδος απευθύνεται με ουσιαστικές νουθεσίες, οι οποίες είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρες, γράφοντας τα εξής: «Εις Σας, φιλτάτη Νεολαία, αγαθή της πατρίδος ελπίς, εις Σας ανατίθημι το μικρόν μου τούτο φιλοπόνημα, το οποίον και σας προσφέρω, το τελευταίον εκπληρών χρέος προς την πατρίδα, διότι Σας ενδιαφέρει κυρίως η μελέτη της ιστορίας της επαναστάσεως των Ελλήνων. Από αυτήν θα γνωρίσετε οποία και πόσα δεινά υπέστησαν οι πατέρες σας, έως αποσείσωσι τον πικρόν της δουλείας ζυγόν, και ανακτήσωσι την πολυπαθή μητέρα σας, την ωραίαν Ελλάδα, την οποίαν αι διχόνιαι των προγενεστέρων υπέβαλον εις βαρυτάτας αλύσεις. Θα πληροφορηθήτε ότι απεφάσισαν και πάλιν κατά το 1821 ν’ αποθάνωσι διά να την απελευθερώσωσι, και μόνος ο Δυνατός εν πολέμοις τους έσωσεν από τον όλεθρον, και τους εβοήθησε, ν’ αφαιρέσωσι διά των όπλων από τας χείρας της τυραννίας την ανεκτίμητον κληρονομίαν σας. Και ιδού, αγαθή Νεολαία, της δυνάμεως του Υψίστου εν ασθενεία τελειουμένης, ιδού κέκτησθε ό,τι ιερώτερον, τιμιώτερον, προσφιλέστερον εις το σύμπαν. Κέκτησθε την οποίαν οι Οθωμανοί ως κατακεκτημένην υπ’ αυτών ετυράννουν φιλοστοργωτάτην μητέρα σας, την γενέτειραν των μεγάλων ανδρών οίτινες ευηργέτησαν τον κόσμον, την μητέρα των ημιθέων και των ηρώων, την εστίαν των Μουσών και των Χαρίτων, και ήδη και Σεις αποτελείτε έθνος και βασίλειον χριστεπώνυμον ελληνικόν, και έχετε νόμους ελληνικούς, και Κυβέρνησιν ελληνικήν, και όνομα όχι πλέον Ρωμαίων, αλλά Ελλήνων, και σημαίαν του σταυρού ελληνικήν, και στόλον ελληνικόν, και στρατόν ελληνικόν, και νόμισμα ελληνικόν, και πάντα όσα και τ’ άλλα αυτόνομα και ανεξάρτητα έθνη έχουσι, και απολαύετε όλων των δικαίων όσα ο Θεός εχάρισεν εις το κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν, εις το λογικόν ον. Αλλ’ εις Σας ανήκει, πολύτιμος Νεολαία της τε ενεστώσης και των επερχομένων γενεών, εις Σας ανήκει, το φιλόπατρι και τας άλλας αρετάς των προγόνων ασκούντες, να διατηρήσετε εις τον αιώνα την οποίαν οι πατέρες σας, προ πάντων διά της θείας αντιλήψεως, διά τε ποταμών αιμάτων, δακρύων, ιδρώτων και διά θυσιών παντοίων και πολλών, και μεγάλων ανεκτήσαντο γλυκυτάτην και πράγμα και όνομα πατρίδα. Εις Σας ανήκει μάλιστα να πληρώσετε τον μέγαν του έθνους προορισμόν, και να καταστήσετε το ελληνικόν όνομα ενδοξότερον και λαμπρότερον εκείνου των όντως λαμπρών και ενδόξων προγόνων. Προς τούτο έχετε πάντα τα προάγοντα επί το κρείττον και τελειότερον τα έθνη. Αι Μούσαι θα είναι ασφαλείς οδηγοί σας εις τα μεγάλα, και αι πράξεις των τε παλαιών και των νεωτέρων Ελλήνων θα είναι ειλικρινείς σύμβουλοί σας. Έρρωσθε».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

ΜΟΝΟΝ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΄Η ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΤΟΥ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΟΥΛΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΡΩΜΑΙΪΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ;

Ποταμοί μέλανος, αχρείαστου και άχρηστου μέλανος, εχύθησαν επί χάρτου κυρίως από τους λεγομένους «μαρξιστές ιστορικούς» και τους εν γένει θιασώτες και οπαδούς του πάλαι ποτέ «ιστορικού υλισμού» συγγραφείς προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο υπέρτατος αγών της εθνικής παλιγγενεσίας υπήρξε «ταξικός», «κοινωνικός», «αντικαθεστωτικός», «ιδεολογικός» και πλείστοι όσοι άλλοι ιστορικώς αυθαίρετοι, αβάσιμοι και μετέωροι χαρακτηρισμοί στους οποίους όμως οι συγγραφείς αυτής της «ιδεολογικής γραμμής» δεν συμπεριέλαβαν για προφανέστατους ιδεοληπτικούς λόγους ή ένεκα πολιτικού χαρακτήρος σκοπιμότητες δύο και μόνον λέξεις, τις πλέον προφανείς, λογικές, ιστορικώς μεμαρτυρημένες και αψευδώς από την ζώσα πραγματικότητα τεκμηριωμένες και επαληθευμένες, που δεν είναι άλλες από τις λέξεις «εθνικοαπελευθερωτικός» και «θρησκευτικός».

Στην χορεία αυτή των πάλαι ποτέ λεγομένων «μαρξιστικών ιστορικών ή περί την ιστορία συγγραφέων» καθώς και των ιδεολογικών οπαδών του «ιστορικού υλισμού», όπως ήταν οι Γ. Κορδάτος, Γ. Σκαρίμπας, Δημ. Φωτιάδης, Μ. Πλωρίτης, Τ. Αδάμης, Βασ. Κρεμμυδάς, Γ. Κατσούλης, προστίθενται στην σύγχρονη εποχή και οι πλέον επικίνδυνοι εθνικώς ολετήρες και οδοστρωτήρες, οι οποίοι είναι οι «νεοφανείς εθνομηδενιστές», οι ορθώς χαρακτηριζόμενοι και ως «αποδομητές» της ελληνικής ιστορίας, που αποστρέφονται και απορρίπτουν ως ενεργούντες σε διατεταγμένη υπηρεσία τους δύο θεμελιώδες πυλώνες, υπαρξιακών διαστάσεων μάλιστα για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, ήτοι τους πυλώνες του Έθνους και της Εκκλησίας, και συνακολούθως κάθε έννοια εθνικοθρησκευτικής ή μάλλον ελληνορθοδόξου ταυτότητος, αυτοσυνειδησίας και ιδιoπροσωπίας.

Ο δε αοίδιμος μέγας Ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος αρνούμενος και απορρίπτοντας την άποψη ότι η επανάσταση της Εθνικής Παλιγγενεσίας ήταν έργο μόνον της λεγομένης νεοφανούς τότε αστικής τάξεως γράφει τα εξής διευκρινιστικά: «Το ότι οι έμποροι και οι διανοούμενοι κινούνται με πρωτοβουλία για τον ξεσηκωμό του ελληνικού έθνους δεν σημαίνει ότι η ελληνική επανάσταση του 1821 είναι κυρίως έργο μιάς μόνο τάξης, της αστικής, όπως είχε υποστηρίξει παλιότερα ο Γ. Σκληρός και αρχικά ο Γ. Κορδάτος στις τρεις πρώτες μόνο εκδόσεις του βιβλίου του «Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Η άνοδος των αστών στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία έδωσε μόνον την ώθηση για την εξέγερση του ελληνικού λαού, ο οποίος επί αιώνες είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά και ιδεολογικά. Η ιδέα της ελληνικής επαναστάσεως ξεκίνησε με την πρωτοβουλία ιδίως των αστών του εξωτερικού, των μικροαστών, κατά τη γνώμη μου, αλλά ο αγώνας πραγματοποιήθηκε με τις δυνάμεις όλου του στρατευμένου έθνους και ιδίως των βιοτεχνών, γεωργών και βοσκών, γιατί αυτοί αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειοψηφία του».

Όταν λοιπόν με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια καθώς και λόγω ιδεοληπτικών συμπλεγμάτων (complex), παντελώς αυθαίρετα και ανιστόρητα χαρακτηρίζουν τον εθνικοαπελευθερωτικό και εθνικοθρησκευτικό υπέρτατο αγώνα της επαναστάσεως για την εθνική παλιγγενεσία, υποστηρίζοντες ότι αυτή υπήρξε ταξική και κοινωνική επειδή εστρέφετο όχι τόσο κατά των οθωμανών τυράννων, αλλά κατά των προεστώτων, δημογερόντων, κοτσαμπάσηδων, τζορμπατζίδων, μεγαλογαιοκτημόνων, καραβοκυραίων και ανωτέρων κληρικών της Εκκλησίας, καθίσταται απολύτως σαφές ότι ουδέ κατ’ ελάχιστον γράφουν όσα γράφουν με ιστορικά κριτήρια αλλά θεραπεύουν ανάγκες και σκοπιμότητες ιδεολογικού και πολιτικού προπαγανδιστικού σχεδιασμού.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήτοι η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος, πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένη Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία ως εθναρχούσα Εκκλησία υπήρξε η «Κιβωτός της σωτηρίας» του υπόδουλου Ρωμαίϊκου Γένους και γι’ αυτό, όπως γράφει ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος (1998-2008), «… σε δυσχείμερους χρόνους απέβη, κατά τον Εμμ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους μας», ενώ, η διαφορότητα της θρησκείας του δούλου Γένους, με εκείνην του κατακτητού, υπήρξεν ο βασικός παράγοντας της διατήρησής του μακράν επικίνδυνων επιρροών, αφομοίωσης και εξαφανισμού. Πράγματι, «η αποδοχή της Ορθοδοξίας, κατά τον πολύν Χρ. Ανδρούτσον, είναι συγχρόνως και εθνοποίησις (Ελληνοποίησις) ο δ’ αλλάσσων θρησκείαν αλλάσσει και εθνικότητα». Γι’ αυτό και την αλήθεια αυτή εφρόντισαν να «αξιοποιήσουν» όλοι ανεξαιρέτως οι εχθροί μας, που με λύσσα επέπεσαν κατά της Εκκλησίας, επιδιώκοντες να κάμψουν το θρησκευτικό φρόνημα του κατακτηθέντος λαού με απώτερο στόχο άλλοτε μεν τον εξισλαμισμό του και άλλοτε τον εκλατινισμό του. Αυτοί εγνώριζαν καλά ότι όποιος Έλληνας εχάνετο για την πίστι, πολύ γρήγορα εχάνετο και για την πατρίδα. Αυτό βέβαια δεν ακούεται ευαρέστως από τους ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους Έλληνες, όμως είναι μία αλήθεια που έχει επιβεβαιωθεί από την μακρά μας ιστορία. Και είναι παρατηρημένο ότι όλοι οι εχθροί του έθνους, κατά της Εκκλησίας μας στρέφονται και αυτήν προσπαθούν να αποδυναμώσουν. Αν δεν είναι η γνώση, ασφαλώς είναι η διαίσθηση που τους κατευθύνει προς επιτυχίαν των απωτέρων σχεδίων των».

Από τα ως άνω ειρημένα αναδεικνύεται μία αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ένα «ιστορικό δόγμα», το οποίο παραμένει ζωντανό και αστασιάστως απαρασάλευτο στην συλλογική εθνική συνείδηση του Ρωμαίϊκου Ορθοδόξου Γένους μας, ότι δηλαδή, όπως εμφατικώς υπογραμμίζει ο πολύς Βρετανός Βυζαντινολόγος Σερ Στήβεν Ράνσιμαν στο μνημειώδες έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας, «Η Εκκλησία κατώρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επιβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει».

Εάν λοιπόν η παραπάνω ιστορική αλήθεια ισχύει απαραμειώτως μέσα στο διάβα του ιστορικού χρόνου, άλλο τόσο ισχύει και η ιστορική αλήθεια ότι ο Αγών της Εθνικής Παλιγγενεσίας δεν υπήρξε «ταξικός ή κοινωνικός» στο πλαίσιο μιάς φαντασιακής μαρξιστικής θεωρίας περί της πάλης των τάξεων ή της ανατροπής παραδεδομένων αναχρονιστικών κοινωνικο-οικονομικών δομών, αλλά «εξόχως Εθνικοαπελευθερωτικός και Εθνικοθρησκευτικός», όπως περιτράνως έχει διατυπωθεί στην φράση των αγωνιζόμενων Ελλήνων της Εθνεγερσίας του 1821 «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», καθώς και στην προκήρυξη την οποία απηύθυνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, κατά την 23η Φεβρουαρίου 1821 διακηρύσσοντας στην επικεφαλίδα αυτής το: «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», και υπογραμμίζοντας στο κυρίως κείμενό του ότι: «Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν: Λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών πίστιν, από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν». Ο δε Κωνσταντίνος Καπετανόπουλος στο περισπούδαστο πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Ο Χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», διασώζει τον όρκο τον οποίο έδιδαν οι παραστάτες της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, που συνήλθε στο Άστρος κατά τον Απρίλιο του 1823, και είχε ως εξής: «Ορκίζομαι εις το άγιον όνομα της Τρισυποστάτου Θεότητος και εις την γλυκυτάτην Πατρίδα, πρώτον μεν ίνα ελευθερωθή το Ελληνικό Έθνος ή με τα όπλα εις τας χείρας να αποθάνω Χριστιανός και ελεύθερος».

Όταν κάποιος μελετά επισταμένως τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, αντιλαμβάνεται τον εθνικοθρησκευτικό απελευθερωτικό χαρακτήρα της εθνεγερσίας του υπόδουλου Ρωμαίϊκου Γένους και τούτο πιστοποιείται αυθεντικώς από τον ίδιο, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά τα κάτωθι: «Πήγα στοχάσθηκα και τόβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν, και κινδύνους και αγώνες - θα τα πάθω διά την ελευθερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου». Σε άλλο σημείο επιβεβαιώνεται ότι «Τότε οι Έλληνες ορκίσθηκαν να δουλέψουν για θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλλαγε μολύβι ούτε σπαθί… Ορκισθήκαμε εις αυτό ο Καρατάσιος, ο Γάτζος και εγώ να είμαστε σύμφωνοι κι αχώριστοι διά την πατρίδα και θρησκεία και τον όρκο οπού κάμαμε όταν πρωτοσηκωθήκαμεν διά την λευτερίαν μας… κι αν πεθάνωμεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκείαν μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν εναντίον της τυραγνίας… κι όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίσθηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα διά την πατρίδα και θρησκεία. Κι’ αυτό ότ’ είναι ντουφέκι και σπαθί Ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν… Σάβανον έχω την σημαίαν οπούφκιασα και σ’ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας μου… (και η απάντηση των στρατιωτών του)… ήρθαμε να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαία της πατρίδος μας και θρησκείας μας…

Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκείαν τους, να ιδούνε τα παιδιά μου… και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και εργάζωνται εις το καλόν της πατρίδος τους, της θρησκείας τους και της Κοινωνίας».

Ο Χριστοφόρος Περαιβός στο ιστορικό πόνημα αυτού, υπό τον τίτλο «Απομνημονεύματα Πολεμικά» αναφέρεται διεξοδικά στα λεγόμενα και γραφόμενα ενός άλλους μεγάλου εθνικού αγωνιστού, του Στρατηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος με έμφαση και ένταση υπογραμμίζοντας τον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα του αγώνος της εθνικής παλιγγενεσίας έγραφε: «Είναι φανερόν, αδελφοί… ότι όλοι μαζί εδράξαμεν τα όπλα εξ αρχής της επαναστάσεως και συμφώνως τα εμεταχειρισθήκαμεν κατά του κοινού εχθρού της πατρίδος και της θρησκείας μας… ενωθήτε μαζί μας διά να εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τον εχθρόν και να ελευθερώσωμεν διά πάντα την πατρίδα και θρησκείαν… όσοι δεν βοηθήσουν στη σωτηρία της πατρίδος και της θρησκείας θα δώσουν λόγο στο Έθνος και στο Θεό… ενωθήτε διά την πατρίδα, αδελφωθήτε διά την πίστιν και ορκισθήτε διά τον εξολοθρευμόν του τυράννου, του μόνου εχθρού της πίστεως και της πατρίδος».

Ο δε Δημήτριος Φωτιάδης στο ιστορικό πόνημα αυτού, υπό τον τίτλο «Καραϊσκάκης», αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Κ. Τζαβέλα, Ι. Μακρυγιάννη, Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Δ. Σκαλτζά, Ν. Πανουργιά, Ν. Κριεζώτη και άλλους 17 Ρουμελιώτες Καπεταναίους σε κοινό υπογεγραμμένο από τους ίδιους έγγραφο, υπό ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1825, προς την «Σεβαστήν Διοίκησιν των Ελλήνων, εις Ναύπλιον», έγραφαν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αφ’ ου ο Θεός αποφάσισε να ελευθερωθώμεν από τας χείρας τοιούτων αντιθέων διδασκάλων, των Τούρκων… είχομεν ειρήνην αναμεταξύ μας… Τα έργα των χειρών μας ήτον ευτυχισμένα. Ο υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνας μας επροχώρει θαυμασίως».

Με τον πλέον επίσημα θεσμικό και αυθεντικό τρόπο ετέθη η σφραγίδα του εθνικοθρησκευτικού απελευθερωτικού χαρακτήρος της Εθνεγερσίας του 1821, όταν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στην Επίδαυρο κατά τον Απρίλιο του 1826, διεκηρύχθη ότι: «ο λαός της Ελλάδος έλαβε τα όπλα και δεν ζητεί διά των όπλων παρά την δόξαν και την λαμπρότητα της του Χριστού Εκκλησίας, η οποία μετά του Ιερού αυτής Κλήρου κατεδιώκετο και κατεφρονείτω». Στη δε Εθνοσυνέλευση η οποία συνήλθε στην Τροιζήνα (Μάρτιος-Μάιος 1827) και σε ένα συγκλονιστικού εθνικοθρησκευτικού περιεχομένου κείμενο οι Πατέρες του αγωνιζομένου Έθνους διεκήρυξαν ότι: «Ω χριστιανοί ούτε ήτον ούτε είναι δυνατόν να πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τους θρησκομανείς Μωαμεθανούς, οι οποίοι κατέσχιζον και κατεπάτουν τας αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τους ιερούς ναούς, κατεφρόνουν το ιερατείον, υβρίζοντες το θείον όνομα του Ιησού, του Τιμίου Σταυρού˙ και μας εβίαζον ή να γίνωμεν θύματα της μαχαίρας των αποθνήσκοντες Χριστιανοί ή να ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί του Χριστού και οπαδοί του Μωάμεθ. Πολεμούμεν προς τους εχθρούς του Κυρίου μας… ο πόλεμός μας δεν είναι επιθετικός, είναι αμυντικός, είναι πόλεμος της δικαιοσύνης κατά της αδικίας, της Χριστιανικής Θρησκείας κατά του Κορανίου, του λογικού όντος κατά του αλόγου και θηριώδους τυράννου».

Επειδή δε οντολογική, υπαρξιακών διαστάσεων, ουδόλως μάλιστα τυχαία, υπήρξε η σύζευξη της πανευφροσύνου και κοσμοσωτηρίου εορτής του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου με την θεοευλογημένη απαρχή του Αγώνος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, εξ ου και διπλός ο Ευαγγελισμός για το ευσεβές και φιλόχριστο Ρωμαίϊκο Γένος, αναδημοσιεύουμε τον δημοσιευθέντα υπό του εμπερινούστατου Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου της Ιεράς Πατριαρχικής Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, Αρχιμανδρίτου π. Δοσιθέου, λόγο του μεγίστου Λογίου και Διδάχου και ανυπέρβλητου εκκλησιαστικού ρήτορος του υπόδουλου Ρωμαίϊκου Γένους, Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), ο οποίος κατά τα γραφόμενα του Καθηγουμένου Αρχιμανδρίτου π. Δοσιθέου: «εις ηλικίαν μόλις 19 ετών, το 1668 εις τας 25 Μαρτίου, εκφωνεί πανηγυρικόν λόγον εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, ει τον ναόν των Ελλήνων, τον Άγιον Γεώργιον εν Βενετία. Εκεί ο λόγος γίνεται λυγμός και η ομιλία προφητεία. Εκεί εκτυλίσσεται όλο το δράμα της «τρισαθλίου» Ελλάδος. Και γίνεται ικεσία προς την Θεοτόκον».

Ο τότε λοιπόν προφητικός λόγος του Ηλία Μηνιάτη εκφωνηθείς εν ημέρα Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και μάλιστα 153 έτη προ της ενάρξεως του Εθνικοθρησκευτικού Απελευθερωτικού Αγώνος της Εθνικής Παλιγγενεσίας και πάλι εν ημέρα Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έχει ως εξής: «Διά τούτο και εγώ, Κεχαριτωμένη Παρθένε, περνώ με σιωπήν τας θαυμαστάς σου αρετάς, θαυμάζοντάς τας μόνον με την διάνοιαν. Και εδώ, πίπτοντας εις τους παναχράντους σου πόδας, άλλο δεν επιθυμώ από εσέ, παρά την άμαχόν σου προστασίαν, προς βοήθειαν και συντήρησιν του φιλοχρίστου στρατού, προς διωγμόν και εξολόθρευσιν του αντιθέου τυράννου. Έως πότε, Πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον Γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιάς ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε να του πατή τον ευγενικόν λαιμόν ο Βάρβαρος Θραξ; Έως πότε έχουσι να βασιλεύωνται από ημισόν φεγγάρι αι χώραι εκείναι, εις τας οποίας ανέτειλεν εις ανθρώπινην μορφήν, από την ηγιασμένην σου γαστέρα, ο μυστικός της δικαιοσύνης Ήλιος;

Αχ! Παρθένε! ενθυμήσου˙ πως εις την Ελλάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον, έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθινής πίστεως˙ το Ελληνικόν Γένος εστάθη το πρώτον οπού άνοιξε τας αγκάλας και εδέχθη το Θείον Ευαγγέλιον του Μονογενούς σου Υιού˙ το πρώτον, οπού σε εγνώρισε διά αληθινήν Μητέρα του Θεανθρώπου Λόγου˙ το πρώτον, οπού αντεστάθη των τυράννων οπού με μύρια βάσανα εγύρευαν να εξεριζώσωσιν από τας καρδίας των πιστών το σεβάσμιόν σου όνομα. Τούτο έδωσεν εις τον κόσμον τους Διδασκάλους, οι οποίοι, με το φως της διδασκαλίας των, εφώτισαν τας ημαυρωμένας διανοίας των ανθρώπων. Ετούτο τους ποιμένας, οπού με την ποιμαντικήν ράβδον εξώρισαν τους αιμοβόρους λύκους από το εκκλησιαστικόν ποίμνιον. Ετούτο τους γεωργούς, οπού με το άροτρον του Σταυρού, και με τον ιδρώτα του προσώπου, εγεώργησαν τας καρδίας και σπέρνοντας τον ευαγγελικόν σπόρον, εθέρισαν τας ψυχάς διά την ουράνιον αποθήκην. Ετούτο τους μάρτυρας, οπού με το ίδιον αίμα των έβαψαν την πορφύραν της Εκκλησίας.

Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε, διά το Χαίρε εκείνο, οπού μας επροξένησε την χαράν˙ διά τον αγγελικόν εκείνον Ευαγγελισμόν, οπού εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον˙ χάρισέ του την προτέραν τιμήν˙ σήκωσέ το από την κοπριάν της δουλείας εις τον θρόνον του βασιλικού αξιώματος˙ από τα δεσμά εις το σκήπτρον˙ από την αιχμαλωσίαν εις το βασίλειον.

Και, αν ετούται μας αι φωναί δε σε παρακινούσιν εις σπλάχνος, ας σε παρακινήσωσιν ετούτα τα πικρά δάκρυα, οπού μας πέφτουσιν από τα όμματα. Αλλ’ ανίσως και ετούτα δεν φθάνουσιν, ας σε παρακινήσωσιν αι φωναί και αι παρακλήσεις των αγίων σου, οπού ακαταπαύστως φωνάζουσιν από όλα τα μέρη της τρισαθλίου Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτην˙ φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρον˙ φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχειαν˙ φωνάζει ο Διονύσιος από τας Αθήνας˙ φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνην˙ φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρειαν˙ φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσαν Πόλιν και δείχνοντάς σου την σκληροτάτην τυραννίδα των αθέων Αγαρηνών, ελπίζουσιν από την άκραν σου ευσπλαχνίαν του Ελληνικού Γένους, την απολύτρωσιν.

Αποδέξου λοιπόν, Παναγία Παρθένε, τα δάκρυά μας, τα οποία σημαδεύουσι το μυστήριον, οπού εις εσέ ετελειώθη, διατί καθώς τα δάκρυα τρέχουσι χωρίς βλάψιμον των ομμάτων, έτσι και ο Θείος Λόγος έτρεξεν από την καθαράν σου μήτραν, δίχως φθοράν της Παρθενίας σου.

Δώσε τόσην δύναμιν του ευσεβεστάτου ημών Δουκός των Ενετών εναντίον των ανθρωποκτόνων και αιμοβόρων βαρβάρων, ώστε οπού θα σβησθή τελείως το φως του φεγγαριού, να λάμψη περισσότερον του μυστικού Ηλίου η ζωοποιός ακτίνα˙ να εξαπλωθή εις τον κόσμον όλον η δύναμις του Σταυρού και να δοξασθή από όλους το άγιόν σου όνομα, συν τω Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν».

Όντως, εν τέλει, κατ’ ευδοκίαν θεού και ισχυρώ βραχίονι Χριστού του Αναστάντος Θεού και υπό την ακαταίσχυντη Θεία Σκέπη της Υπερμάχου του Γένους Εφόρου, Παντεπόπτου και Στρατηγού Υπεραγίας Θεοτόκου, ο του Ηλία Μηνιάτη θεόπνευστος Προφητικός εκείνος μνημειώδης Θεομητορικός Λόγος εγένετο πραγματικότητα και αλήθεια, αφού επέλαμψε στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους Έλληνες, φως εκ του σκότους, ελευθερία εκ της δουλείας, Εθνικοθρησκευτική ανάσταση εκ του τάφου, ζωή εκ του θανάτου. Ο δε Αγών της Εθνεγερσίας της Εθνικής Παλιγγενεσίας εδικαιώθη διότι υπήρξε αψευδώς μεμαρτυρημένα, αληθής αγών «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 -2021

ΕΓΚΩΜΙΟΝ
ΠΡΩΤΑΡΜΑΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΕΓΕΡΤΟΥ ΜΕΤΕΩΡΩΝ
ΠΑΠΑ-ΘΥΜΙΟΥ ΒΛΑΧΑΒΑ Ή ΜΠΛΑΧΑΒΑ (+1809)

Η λαϊκή μούσα εμπνευσμένη από τον ακατάβλητο ηρωϊσμό και τον μαρτυρικό θάνατο του πρωταρματολού και εθνεγέρτου των Μετεώρων, του λεγομένου «λεοντόκαρδου», Παπα-Θύμιου Βλαχάβα, συνέθεσε το παρακάτω δημώδες (δημοτικό) τραγούδι:

«Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα,

 φέτος να μη λαλήσετε, φέτος να μαραθήτε.

Τον Παπαθύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα.

Στη μέση τ’ ο Μουχτάρ πασάς, πίσω οι τσοχανταραίοι,

 κι’ αποκοντά οι μπέηδες, κι’ οι τουρκοπουλημένοι.

 Κι’ Αλή Πασάς σαν τό’ μαθε, δεν πίστευε το θάμα.

 Κι’ ο ίδιος τον προβόδισε κι’ ο ίδιος του μιλάει:

 «Παπά! Βρε κερατοπαπά, μου χάλασες τον τόπο!

δεν σ’ άρεθ’ ο Αλήπασας, δεν σ’ άρεθ’ ο Σουλτάνος,

 και Μπαϊράκι σήκωσες να γένης Βασιλέας»

-«Μη βλαστημάς, Αλήπασα, μη βλαστημάς Βεζύρη,

 σου’ φταιξα, σε πολέμησα, και σώπεσα στα χέρια».

-«Γίνεσαι Τούρκος, βρε Παπά, κι’ όλα στα συμπαθάω».

-«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θενά πεθάνω».

Ο Μεγάτιμος και ηρωϊκός οίκος των Βλαχαβαίων ή Βλαχαβιωτών, ο οποίος επέλαμψε κατά την προεπαναστατική περίοδο στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, έχει καταγραφεί στις δέλτους της αδεκάστου ιστορίας «χρυσοίς γράμμασι» και σφράγισε ανεξίτηλα την συλλογική εθνική συνείδηση των Νεοελλήνων, οι οποίοι στο άκουσμα και μόνο της περιφράσεως «Αρματολίκι των Χασίων», ανακαλούν στη μνήμη τους, τ’ όνομα του Πρωταρματολού και Εθνεγέρτου των Μετεώρων Παπα-Θύμιου Βλαχάβα που υπήρξε ο «Αετιδεύς των Χασίων».

Γενάρχης του ηρωϊκού οίκου των Βλαχαβαίων υπήρξε ο Αθανάσιος Βλαχάβας (1700-1792), ο οποίος ήταν ο αρχηγός του ενός εκ των πέντε αρματολικίων της Θεσσαλίας, ήτοι του «αρματολικίου των Χασίων», που περιελάμβανε 80-90 χωριά από την περιοχή νότια του Μαλακασίου μέχρι Δεσκάτης και Γρεβενών. Ο Γεροβλαχάβας ως αρχηγός (Αρχιαρματολός) του Καπετανάτου ή Αρματολικίου Χασίων, όπως και οι αλλαχού αρχηγοί των λοιπών αρματολικίων, ύστερα από σχετική συνθηκολόγηση με την οθωμανική διοίκηση, ήλεγχε τις διόδους των μερών που διαφέντευε, επέβλεπε την τήρηση της τάξεως και ενεργούσε για την πάταξη της κλεφτουργιάς και της ληστείας. Ο ίδιος εξαιτίας τους ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) υπήρξε – μετ’ αυτού και άλλοι αρματολοί – εθνεγέρτης της Θεσσαλίας και παρά το γεγονός ότι εκτοπίσθηκε από τους τουρκαλβανούς στη νότια Ελλάδα (Ανατολικό Μεσολόγγι), εντούτοις με την δύναμη των όπλων και των εξεγερθέντων αρματολών Ζήδρου και Λαζού, εξανάγκασε τους Οθωμανούς να του επαναπαραχωρήσουν το Αρματολίκι των Χασίων. Άξιο μνείας βέβαια είναι το γεγονός ότι ο Γεροβλαχάβας καίτοι εκ των πραγμάτων σκληρός και μπαρουτοκαπνισμένος άνδρας, εντούτοις ήταν βαθύτατα θεοσεβής και γι’ αυτό πριν από το τέλος της ζωής του ανακαίνισε την Εκκλησία της Υπαπαντής στα Μετέωρα.

Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας εύστοχα γράφει: «Ωστόσο ο Γεροβλαχάβας «εστεφάνωσε τη δόξα του περισσότερο με τα κατορθώματα των παιδιών του παρά με τις δικές του περιορισμένες ανδραγαθίες…». Παιδιά του Γεροβλαχάβα ήταν ο Παπα-Θύμιος, ο Θεοδωράκης, ο Δημήτριος και άλλος ένας που δεν αναφέρεται από τον Κασομούλη…».

Ο πρωτότοκος υιός λοιπόν του Γεροβλαχάβα, ο θρυλικός Κλεφταρματολός Παπα-Θύμιος εγεννήθη περί το έτος 1750 ή κατ’ άλλους περί το 1770 στις Πετροκαλύβες της Βλαχάβας ή Σμόλαιας Χασίων (χωριό Σμόλιανη Τρικάλων) και όπως γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», εσπούδασε τα λεγόμενα «κοινά γράμματα» και έχοντας παιδιόθεν την «Ιερατική κλίση» εχειροτονήθη ιερεύς σε νεότατη ηλικία. Μετά δε τον θάνατο του Αρχιαρματολού των Χασίων και πατέρα του υπήρξε ο διάδοχός του και ως ιερεύς και Κλεφταρματολός Καπετάνιος, με τον Σταυρό στο στήθος και το σπαθί για την λευτεριά στο χέρι, έχαιρε του σεβασμού, της εκτιμήσεως και της απολύτου αφοσιώσεως των κατοίκων των 80-90 χωρίων που αποτελούσαν το Αρματολίκι των Χασίων, καθώς και της αναγνωρίσεως των Προκρίτων και των λοιπών Καπεταναίων των άλλων Αρματολικίων.

Ο Παπα-Θύμιος ως φλογερός και ακατάβλητος πατριώτης ζούσε και ανέπνεε με τον άσβεστο μέσα στα μύχια της υπάρξεώς του πόθο της απελευθερώσεως του υπόδουλου Γένους των Ρωμηών και προς τούτο ήταν έτοιμος να εγείρει το αρματολίκι εναντίον των Οθωμανών. Ο ίδιος ετρέφετο πνευματικά με την μελέτη του ιστορικού πονήματος «Χρονογράφος», με τους χρησμούς της «Βυζαντίδος», του Αγαθαγγέλου και της Ιεράς Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μεταλαμπαδεύοντας την άσβεστη φλόγα που κατέκαιε τα σωθικά του και στους υπόδουλους ραγιάδες για να μη πεθάνει ποτέ η ελπίδα της αναστάσεως του ρωμαίηκου Γένους μέσω της επαναστάσεως και της βοήθειας του «ξανθού γένους», ήτοι των ομοδόξων Ρώσων, στους οποίους πάντοτε προσέβλεπε.

Για την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του ως Αρχιαρματολού των Χασίων έχουμε μία περιγραφή του Προξένου και Περιηγητού Πουκεβίλ, ο οποίος συνάντησε τον Παπα-Θύμιο με τους άντρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν: «Σ’ αυτόν τον ερημικό ξενώνα μάς περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου. Οι δύο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες… Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους…».

Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας αναφέρει ότι ο αεικίνητος και ανήσυχος πάντοτε Παπα-Θύμιος: «Ήρθε σε μυστικές συνεννοήσεις με τους αρματολούς του Ολύμπου, του Ασπροποτάμου, των Γρεβενών, του Μετσόβου και λίγο νωρίτερα με τους Στερεοελλαδίτες καπεταναίους (1807)…. Η συνάντησή του με τον Γέρο του Μοριά, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Κατσαντώνη στ’ Άγραφα και στο Ξηρόμερο, του ‘δωσε μεγάλη αίγλη, ως μεγάλου και αδιαμφισβήτητου Ηγέτη. Απ’ αυτήν την περιοδεία του εμπνέεται, αργότερα, ο Βαλαωρίτης και έγραψε ό,τι έγραψε στα «Μνημόσυνά» του για το Βλαχάβα».

Στο σημείο τούτο αξιοσημείωτοι είναι οι στίχοι που ως «Εγκώμιον» συνέθεσε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης για την θρυλική μορφή του Αρχιαρματολού Παπα-Θύμιου, τον οποίο εξυμνεί ωσάν να πρόκειται για επικό ήρωα, γράφοντας χαρακτηριστικά:

«Βλαχάβα, ποιός σ’ εγέννησε, ποιά μάνα, ποιός πατέρας!

Ο Όλυμπος αγάπησε την όμορφη την Όσσα (= Κίσσαβος).

Την Όσσα την περήφανη την πολυγυρεμένη.

Χρόνους πολλούς την έβλεπε μ’ ερωτεμένο μάτι

κι εκείνη σαν κι εντρέπεται και σαν και τον φοβάται.

Ο Όλυμπος εκοίταξε την όμορφη την Όσσα,

την είδε που κοκκίνιζε σαν ντροπαλή παρθένα,

και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλάει στο στόμα.

κι ευθύς μ’ εκείνο το φιλί, πούναι ζωή και φλόγα

ανάφτουν, ζωντανεύουνε την νιόνυφης τα σπλάχνα,

και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες π’ ακούστηκε σαν μια βοή μες στ’

Άγραφα, στην Πίνδο τ’ αρματωλού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα,

Και να φωνάξουν οι αετοί, να σκούξουν τα γεράκια:

«Ανοίξτε, λόγγοι, να διαβεί, μεριάστε τα κλαριά σας και θα περάσει το στοιχειό ο δράκοντας της Όσσας».

Η προεπαναστατική περίοδος στην οποία αναδείχθηκε η εμβληματική μορφή του αδούλωτου  Ρωμηού Παπα-Θύμιου, έχει συνδεθεί με πολλές ένοπλες εξεγέρσεις και μία εξ αυτών είναι η «επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα», όπως γράφει σε σχετική μελέτη του ο αοίδιμος μέγας Ιστορικός, Καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος. Τα προδρομικά γεγονότα της επαναστάσεως του Παπα-Θύμιου, τα οποία ενεθάρρυναν τους Ρωμηούς να πάρουν τα όπλα ήταν η κήρυξη της επαναστάσεως των Σέρβων στο πασαλίκι του Βελιγραδίου και η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812). Η παρουσία του Ρωσικού πολεμικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο υπό την ηγεσία του Αντιναυάρχου Σινιάβιν ή Σενιάβιν, ο οποίος καταγράφει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Οθωμανών εκ των οποίων η μεγαλυτέρα υπήρξε εκείνη της καταλήψεως της νήσου Τενέδου, ανεπτέρωσε το επαναστατικό φρόνημα των Ρωμηών.

Το πρώτο επαναστατικό κίνημα κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν εκείνο του Νικοτσάρα και των άλλων Αρματολών και Κλεφτών του Ολύμπου, οι οποίοι κατεδίωξαν και εξετόπισαν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή Πασά. Το άδοξο τέλος του κινήματος αυτού εγράφη κοντά στο Λιτόχωρο όταν εκεί σκοτώθηκε μαχόμενος ο επαναστάτης Νικοτσάρας.

Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με 500 παλικάρια τους και έχοντας μαζί τους και Σουλιώτες επαναστάτες έδρασαν εναντίον του Αλή Πασά στην Αιτωλο-Ακαρνανία και έτρεψαν σε φυγή τους τουρκαλβανούς του. Η σύλληψη του Κατσαντώνη και το φρικτό μαρτυρικό τέλος του στα χέρια του Αλή Πασά, οδήγησε τους άλλους οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων και ο Παπα-Θύμιος Βλαχάβας, να συγκεντρωθούν στον Όλυμπο.

Ωστόσο, η Συνθήκη του Τίλσιτ (1807), η οποία οδήγησε σε ανακωχή μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών, επέφερε άρδην την ανατροπή των σχεδιασμών των επαναστατών. Ο Αλή Πασάς παρά την έκρυθμη επικρατούσα κατάσταση δεν είχε απωλέσει ακόμη την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Παπα-Θύμιου και των αδελφών του, οι οποίοι έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς, εξακολουθούσαν προσποιούμενοι τους «νομιμόφρονες» να προστατεύουν την περιοχή του Βιλαετίου των Τρικάλων από τους ληστές.

Η κατάσταση όμως ανετράπη ραγδαία, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας, όταν «στις αρχές του 1808 Ρώσοι απεσταλμένοι που ήρθαν από τη Σερβία στον Όλυμπο έφεραν επιστολές του Καραγιώργη και του Ρώσου συμβούλου του Καραγιώργη, Ροδοφοινίκη (Ελληνικής καταγωγής) με τις οποίες οι Έλληνες προτρέπονται να λάβουν για τελευταία φορά τα όπλα υπέρ της απελευθερώσεως του Γένους, μιμούμενοι το παράδειγμα της υπό τον Καραγεώργη απελευθερωθείσης τότε Σερβίας». Αν και η παραπάνω αναφορά του Κωνσταντίνου Σάθα δεν ερείδεται επί αξιοπίστων ιστορικών μαρτυριών και εγγράφων πηγών, εντούτοις φαίνεται πως οι Ρώσοι απεσταλμένοι θα πρέπει να ήλθαν τελικώς σε επαφή με τον Παπα-Θύμιο Βλαχάβα.

Οι μυστικές ζυμώσεις και συνεννοήσεις για την οργανωτική προετοιμασία του επαναστατικού κινήματος είχαν ως κεντρικό και αδιαμφισβήτητο πρόσωπο τον Αρχιαρματολό Παπα-Θύμιο Βλαχάβα, ο οποίος προέβη πιθανότατα σε μυστικές συνομιλίες με τους επαναστάτες Κλεφταρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά του Αιγαίου προκειμένου να υπάρξει ο αναγκαίος συντονισμός ενεργειών και κοινής ενόπλου δράσεως εναντίον των Τουρκαλβανών. Την ίδια περίοδο οι μπέηδες και οι αγάδες της Θεσσαλίας, επειδή τους χειραγωγεί στενά ο Αλή Πασάς με εγκαθέτους Αρβανίτες, δείχνουν διάθεση συνεργασίας με τους αρματολούς και κυρίως με τον Παπα-Θύμιο, ο οποίος είχε τις περισσότερες δυνάμεις και εξακολουθούσε να διαθέτει κύρος και επιβολή. Ορισμένες βιαιοπραγίες μάλιστα των Αλβανών εναντίον των Ελλήνων κλεφταρματολών στην περιοχή της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Παπα-Θύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει την «νομιμόφρονα» στάση του και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή Πασά.

Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει ότι κατά τα μέσα του μηνός Φεβρουαρίου του 1808 ο Παπα-Θύμιος Βλαχάβας «συγκάλεσε σύνοδο» των ενόπλων Κλεφταρματολών Καπεταναίων από τους οποίους αναγορεύθηκε αρχηγός του κινήματος και σταδιακά προσεταιρίστηκε τους αρματολούς της Στερεάς Ελλάδος και ακόμη περισσότερο τους Οθωμανούς Αγάδες των Τρικάλων και της Λαρίσης, που μισούσαν τον Αλή Πασά και επεδίωκαν την ανατροπή του.

Στο σημείο αυτό άξια μνείας είναι τα όσα αναφέρει ο Δημήτριος Ζ. Σοφιανός γράφοντας ότι: «αναφερομένοι σε πατριωτικές και εθνικές ενέργειες κληρικών της Επισκοπής Σταγών, θα πρέπει να σταθούμε εδώ στη δράση του φλογερού Ιερωμένου, του καρτερόψυχου Παπα-Θύμιου Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (+1809) και των μετεωρίτικων γενικότερα μοναστηριών. Ο Παπα-Θύμιος, ο θρυλικός «αετιδεύς των Χασίων», έχοντας ως καταφύγιο και ορμητήριο των πολεμικών ενεργειών του τη Μονή του Αγίου Δημητρίου των Μετεώρων, λόγω της στρατηγικής της κυρίως θέσεως, διεξήγε τον αγώνα κατά των Τούρκων και των Αλβανών του Αλή Πασά, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του ιθ΄ αιώνα».

Στον όλο σχεδιασμό του επαναστατικού κινήματος έλαβαν μέρος και οι Ζακαίοι των Γρεβενών, ο Δεληγιάννης Τσάπος του Μετσόβου, ο Ευθύμιος Στουρνάρης του Ασπροποτάμου κ.ά. Τελικώς η σύνοδος των καπεταναίων όρισε την 29η Μαΐου του 1808, επέτειο των 355 ετών από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ως ημέρα ενάρξεως της επαναστάσεως, αν και ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές του μηνός Απριλίου.

Ο Παπα-Θύμιος είχε προσχεδιάσει και ορίσει ώστε ο μεν Δεληγιάννης Τσάπος να αποκλείσει την Κατάρα και τον Ζυγό, ο δε Ευθύμιος Στουρνάρης να αποκόψει την δίοδο των Καλαρύτων, αλλά δυστυχώς αμφότεροι δεν εξετέλεσαν την συμφωνία. Παρά το γεγονός ότι οι φίλοι του Παπα-Θύμιου είχαν προειδοποιήσει για το άκρως παράτολμο και λίαν επικίνδυνο του όλου εγχειρήματος, εντούτοις εκείνος ο φλογερός Παπάς και Πατριώτης ύψωσε στα Χάσια την σημαία της επαναστάσεως και στις 5 Μαΐου του 1808 κατέλαβε με 600 παλικάρια το Καστράκι και την Καλαμπάκα. Καταγράφεται ότι ο Παπα-Θύμιος με τον αδελφό του Θοδωράκη και μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γίωτα Τζίμου θέριζαν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες και σουμπασάδες χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς, επειδή ο απώτερος στόχος του ήταν να επιτύχει την σύμπραξη των Τούρκων των Τρικάλων εναντίον του Αλή Πασά. Κάτι τέτοιο όμως δεν επετεύχθη διότι η τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει ο Αλής εναντίον όλων των κατοίκων, είχε ως συνέπεια να μη συγκεντρώσει πολλούς οπαδούς το επαναστατικό κίνημα του Παπα-Θύμιου, ο οποίος όμως δεν εκάμφθη και άφησε τον αδελφό του Θεοδωράκη στο Καστράκι και τον άλλο αδελφό του Δημήτριο στη γέφυρα «Μπαμπά», κοντά στην Κρύα Βρύση, προκειμένου να εδραιώσουν το κίνημα.

Ο Αλή Πασάς στέλνει τον υιό του Μουχτάρ Πασά στην Καλαμπάκα με 6.000 Τουρκαλβανούς για να καταπνίξει στο αίμα την εξέγερση του Θοδωράκη Βλαχάβα, ο οποίος μετά από σκληρή και ηρωϊκή μάχη έπεσε ως μάρτυρας. Το τραγικό είναι ότι οι αρματολοί Δεληγιάννης Τσάπος και Ευθύμιος Στουρνάρης όχι μόνο άφησαν ανοικτά τα στενά του Μετσόβου και των Καλαρυτών για να περάσει ανεμπόδιστος ο Μουχτάρ Πασάς προς την Καλαμπάκα, αλλά και δεν ειδοποίησαν τον Παπα-Θύμιο, ο οποίος, όταν το πληροφορήθηκε, έσπευσε στον Όλυμπο για να επιταχύνει την έλευση ενόπλων από τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς.

Ο αλύγιστος Παπα-Θύμιος έφθασε μεν στην Καλαμπάκα αλλά ήταν πλέον αργά, αφού ήδη ο αδελφός του Θεοδωράκης ήταν νεκρός. Επειδή όμως ο Μουχτάρ Πασάς διέταξε γενική σφαγή, αδιακρίτως, σε όλους τους αμέτοχους Ρωμηούς, ο Παπα-Θύμιος για να σώσει τους αθώους ανθρώπους προέτρεψε τους προκρίτους να προσκυνήσουν τον αιμοβόρο Μουχτάρ και παρήγγειλε στους Καπεταναίους να συναθροιστούν στον Όλυμπο με τις οικογένειες και τα παλικάρια τους.

Ο προσφυώς αποκληθείς «Αετιδεύς των Χασίων» Παπα-Θύμιος δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Αρχικώς μεν κατέφυγε στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής αλλά προκειμένου να μην δοθεί αφορμή στους Οθωμανούς να αποδεκατίσουν τους εντοπίους Ρωμηούς κατοίκους, μετέβη στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, καθώς και στο Άγιο Όρος, γενόμενος «ο φόβος και ο τρόμος» των τουρκικών καραβιών. Για την περίοδο αυτή ο ίδιος ο «Γέρος του Μοριά», ο μεγάλος Κολοκοτρώνης, «ιδία χειρί» γράφει: «Είμεθα ημείς οι Έλληνες στο Άγιο Όρος 1.400 όλοι οι Καπεταναίοι του Ολύμπου, ο Παπα-Μπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, του Τσάρα οι Καπεταναίοι».

Ο Αλή Πασάς όμως δεν έπαυσε να καταδιώκει τον Παπα-Θύμιο και να μετέρχεται κάθε δόλιο τρόπο για να τον συλλάβει. Ο δε Σάθας γράφει ότι η Υψηλή Πύλη μέχρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο «χρησιμοποίησε» για να συνετίσει τον αδούλωτο Παπά: «… όθεν σουλτανικόν φιρμάνιον χορηγούν αμνηστείαν τω τε παπα-Ευθυμίω και πάσι τοις μετ’ αυτόν επαναστατήσασιν εδημοδιεύθη μετά πάσης επισημότητος εν Θεσσαλία, σταλέν και εν Σκοπέλω προς γνώσιν των ενδιαφερομένων…».

Ύστερα από την τροπή που έλαβαν τα πράγματα ο Παπα-Θύμιος διέλυσε τον πειρατικό στολίσκο του και αμφιταλαντευόταν εάν θα έπρεπε να επιστρέψει στο Αρματολίκι των Χασίων, το οποίο ευελπιστούσε ότι ο Αλή Πασάς θα του το προσέφερε όπως συνέβη και με άλλους επαναστατήσαντες αρματολούς. Ο δόλιος Αλής όμως μισούσε τον επαναστάτη Παπα-Θύμιο και όταν έπεσε στα χέρια του η αλληλογραφία του Βλαχάβα με τους Λαζαίους, πλαστογράφησε την επιστολή των Λαζαίων και καλούσε τον Παπα-Θύμιο σε συνάντηση μαζί τους στην περιοχή της Κατερίνης όπου ο ίδιος ανυποψίαστος μετέβη και συνελήφθη από τους Αλβανούς του αιμοδιψή τυράννου των Ρωμηών.

Ο γενναιόφρων Παπα-Θύμιος οδηγείται στα Γιάννενα όπου υπομένει φρικτά και ανείπωτα βασανιστήρια,  όπως τα περιγράφει ο Ποιητής Χατζή Σεχρέτης στους στίχους της «Αληπασιάδας» του. Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας γράφει ότι «ο αλύγιστος ήρωας από τη Βλαχάβα των Χασίων περιφρόνησε μέχρι τέλους κάθε πρωτόγνωρο βασανισμό» και μέχρι σήμερα αντηχούν οι λόγοι του, όπως εμπνευσμένα συνέλαβε σε κατάσταση συγκινησιακού ποιητικού οίστρου η δημώδης ελληνική μούσα αποφθεγγομένη: -«Γίνεσαι Τούρκος, βρε Παπά, κι’ όλα στα συμπαθάω». -«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θενά πεθάνω».

Ως Νεομάρτυρας «υπέρ πίστεως και πατρίδος» υπέστη «χριστομίμητο μαρτύριο», στο οποίο αναφέρεται ο Κούμας γράφοντας: «… Έπαθε το σκληρότερο όλων των θανάτων. Του έκοψαν μεληδόν (κομμάτι-κομμάτι) το σώμα, ώσπου τον ενέκρωσαν». Ο δε Πουκεβίλ ως αυτόπτης μάρτυρας του φρικτού μαρτυρίου του γράφει: «Στα Γιάννενα ξαναείδα το Βλαχάβα δεμένο σ’ ένα πάσσαλο στην αυλή του σαραγιού. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω στο χαλκόχρωμο κεφάλι του, που περιφρονούσε το θάνατο, ενώ άφθονος ιδρώτας έβρεχε τη δασειά γενειάδα του. Ήξερε την τύχη του και πιο ήρεμος από τον τύραννο, που ήθελε να του πιεί το αίμα, γύρισε σε μένα το ξάστερο βλέμμα του, σα να με καλούσε μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του. Δέχτηκε το θάνατο χωρίς φόβο και χωρίς γογγυσμούς. Σε λίγο τα μέλη του σέρνονταν στους δρόμους της πόλης για παραδειγματισμό των περίτρομων Ελλήνων».

Ο ήρωας πατριώτης και πιστός στο Θεό Παπα-Θύμιος Βλαχάβας (+1809) δοξάστηκε περισσότερο διά του «χριστομίμητου μαρτυρίου» του παρά με το σπαθί στο χέρι γενόμενος «εθνικό σύμβολο» και «ιερός θρύλος» που ως κανδήλα έλαμψε στις πονεμένες καρδιές των υπόδουλων Ρωμηών έως ότου εκείνη η φλόγα άναψε και πυρπόλησε τις καρδίες τους για να πραγματοποιήσουν το θαύμα της εθνικής παλιγγενεσίας και αγωνιζόμενοι και μαρτυρικώς τελειωθέντες «υπέρ πίστεως και πατρίδος» να αναβοήσουν το «Ελευθερία ή Θάνατος», το οποίο αντήχησε μέχρι ουρανού δικαιώνοντας τον μαρτυρικό θάνατο του «Αετού των Μετεώρων» Παπα-Θύμιου Βλαχάβα.

Και ούτω εγένετο Ελλάς.

 Υ.Γ. Το παρόν ιστορικό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη του Εθνεγέρτου Ροδόπης και αγωνιστού Μακεδονίας κατά τον ιερό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου Α΄ (+1821).


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΔΥΟ ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΙ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ Ή ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

·  Ο βίος και η εθναρχική δράση τους κατά τον επαναστατικό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός

Ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός έσπειρε και αυτός μεταξύ άλλων στις καρδιές των υπόδουλων Ρωμηών την Μεγάλη Επανάσταση του Γένους. Με την οξύτητα του πνεύματός του ως ακατάβλητος ιεράρχης επολέμησε αρχικώς κρυφά τον Τούρκο δυνάστη. Όταν όμως ήλθε η ώρα τον επολέμησε και φανερά. Το αρχιερατικό του χέρι που μέχρι τότε ευλογούσε, με την επανάσταση έδειξε και την φοβερή πατριωτική του πυγμή.

Ο Γερμανός αγωνίσθηκε υπέροχα και με ενθουσιασμό για την επανάσταση του Γένους μας. Ανυψώθη κάποια στιγμή υπεράνω των υπολοίπων αγωνιστών διότι ως Ιεράρχης καθαγίασε την επανάσταση. Άλλοι την εγέννησαν, την ανέθρεψαν, αυτός όμως έδωκε σ' αυτήν το βάπτισμα, το χρίσμα και την ευλογία. Γι’ αυτό ο Γερμανός έγινε όχι μόνο ιστορία, αλλά και θρύλος. Ανήκει μεν στην ιστορία μας, αλλά πολύ περισσότερο ανήκει στην εθνική συλλογική μνήμη και στην παράδοση των αγωνιστών ηρώων Ιεραρχών του Γένους.

Οι ιστορικοί βιογράφοι του Γερμανού, αν και δεν το γράφουν ρητώς και σαφώς, μας κάνουν να τον σεβασθούμε και να υποκλιθούμε ενώπιον της αγέρωχης μορφής του. Και τούτο συντελείται διότι όντως ο Γερμανός υπήρξε ένας εκ των εκλεκτών της μυστηριώδους θείας πρόνοιας.

Ευθύς εξ αρχής πληροφορούμεθα εκ των βιογράφων του ότι ο Γερμανός εγεννήθη το έτος 1771 στην ιστορική Δημητσάνα κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού. Ενώ ήταν ακόμη παιδί και εκοιμάτο κάτω από ένα δένδρο, περιετυλίχθη ένα φίδι στον βραχίονά του. Τότε το παιδί ξύπνησε και αντί να φοβηθεί, έσφιξε με τα χέρια του την κεφαλή του φιδιού και το έπνιξε.

Είναι τούτο γεγονός; Είναι σύμβολο; Είναι θαύμα; Είναι θέμα για μελέτη των σοφών της συγκριτικής μυθολογίας; Ό,τι κι αν είναι, η αφήγηση αυτή του βιογράφου δεικνύει την φύση του βιογραφουμένου.

Ο Γερμανός σε νεαρά ηλικία περιεβλήθη το ράσο και έφυγε σε κάποιο μοναστήρι του Άργους. Από εκεί μεταβαίνει στους Μύλους της Αργολίδος, έπειτα στην Ύδρα, στην Σμύρνη και στο τέλος στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί το γεγονός που εσφράγισε τον νεαρό Γερμανό ήταν η συνάντησή του με τον μετέπειτα μεγαλομάρτυρα Οικουμενικό Πατριάρχη Άγιο Γρηγόριο τον Ε΄ (+1821), προς τον οποίο αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και τον υπηρέτησε με αυταπάρνηση και ζήλο.

Σε αναγνώριση του ήθους, της εργατικότητος και της αφοσιώσεως του Γερμανού, ο Πατριάρχης Γρηγόριος  εχειροτόνησε αυτόν εις Επίσκοπον και τον κατέστησε Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών. Το δε αξιοθαύμαστο είναι ότι η ημέρα της χειροτονίας του ήταν η 25η Μαρτίου. Ήταν άραγε κάποια τυχαία σύμπτωση;

Ο Μητροπολίτης Γερμανός, άνθρωπος συνέσεως και σοβαρότητος, ενέπνεε σεβασμό προς τους Οθωμανούς και ηργάζετο προς θεμελίωση ειλικρινών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των Χριστιανών, στους οποίους εκήρυττε την ομόνοια και την ενότητα, ενώ απεστρέφετο μετά βδελυγμίας την διχόνοια. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο φιλικός Πελοπίδας εμύησε τον Γερμανό προκειμένου να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Έκτοτε ο Ιεράρχης αγωνίσθηκε με κάθε τρόπο και αφιέρωση την ζωή του στην εξυπηρέτηση των υψηλών στόχων της Φιλικής Εταιρείας. Εφώτιζε τους Έλληνες και με πολλούς τρόπους έβλαπτε τους Οθωμανούς. Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι, ο Γερμανός ενέπαιξε ακόμη και τον φοβερό Αλή Πασά. Ο Γερμανός διέταξε τον Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος συνεκάλεσε στη Βοστίτσα, κατά τον Φεβρουάριο του 1821, μυστική σύνοδο προκρίτων, καπεταναίων, αρχιερέων, εμπόρων και άλλων, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα μέρη και εκτός της Πελοποννήσου. Και ενώ ο Αλή Πασάς, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τα γεγονότα, ετοίμαζε πέλεκεις και αγχόνες για τους παράτολμους Ραγιάδες, ο Παλαιών Πατρών αντέταξε κατά της οργής του Τυράννου τον πολυμήχανο νου του.

Αντί να μεταβεί στην Τρίπολη, όπου τον είχε προσκαλέσει η Κεντρική Διοίκηση, και προκειμένου να παραπλανήσει τον εχθρό, έφυγε στην Αγία Λαύρα μαζί με την συνοδεία του.

Όταν λοιπόν έφθασε η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Δεσπότης Γερμανός, αφού ελειτούργησε, ανέπεμψε ευχή προς ευόδωση του ιερού αγώνος, εκοινώνησε τους αγωνιστές και όπως αναφέρει ο βιογράφος του, κατέλυσε την τήρηση των νηστειών. Έτσι πέρασε στην ένδοξη ιστορία του Γένους μας και το όνομά του έγινε θρύλος.

Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας

Ο άλλος μεγάλος κληρικός της Εκκλησίας μας, ο οποίος αναδείχθηκε σε υπέρμαχο αγωνιστή του 1821, είναι ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας. Αυτός εγεννήθη το 1778 στην Καλαμάτα και κατήγετο από αρχαία και αρχοντική οικογένεια. Εξέμαθε τα πρώτα του γράμματα στο ονομαστό τότε σχολείο της Δημητσάνης. Ύστερα από την αποφοίτησή του, με την προτροπή και των γονέων του, ο νεαρός Δικαίος Φλέσσας εχειροτονήθη ιερεύς. Καίτοι ο Παπαφλέσσας ήταν ιερεύς, ωστόσο κάτω από το ράσο του είχε πάντα τα όπλα της ελευθερίας και του αγώνος. Ήταν δε τόσο παράτολμος, γενναίος και ακράτητος εναντίον των Οθωμανών, ώστε όποτε οι τύραννοι άκουγαν το όνομα Παπαφλέσσας, ξεφώνιζαν έντρομοι τη φράση «Σεϊτάν Παπάς».

Ο Παπαφλέσσας όντας διάκονος, ήλθε σε σύγκρουση με κάποιο Οθωμανό Αγά και αναγκάσθηκε να εκπατρισθεί στη Ζάκυνθο. Από εκεί εμφανίζεται στην Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης αμέσως αντελήφθη τα προσόντα και την ευφυΐα του και τον προχείρισε σε Αρχιμανδρίτη. Επειδή όμως ο Παπαφλέσσας έτρεφε μόνο ένα όνειρο, που δεν ήταν άλλο από την απελευθέρωση του Γένους, εύρε την ευκαιρία να πλησιάσει τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπου εμυήθηκε και μετονομάσθηκε, κατά τα ειθισμένα, λαβών το συνθηματικό όνομα «Αρμόδιος». Έκτοτε άρχισε να περιφέρεται από τόπο σε τόπο, Απόστολος της ιδέας για την ελευθερία του Γένους και μυστικός κατηχητής της επαναστάσεως, έχοντας πάντοτε υπό το ράσο του το ξίφος και το τουφέκι. Στην Βλαχία, όπου κατηχούσε νέα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, συνεδέθη και συνεργάσθηκε στενά με τον Ολύμπιο και τον Λεβέντη. Έπειτα κατέρχεται στην Πελοπόννησο όπου σπείρει τον λόγο της ελευθερίας και της επαναστάσεως κατά των βαρβάρων Οθωμανών. Από την Σμύρνη, όπου διαμένει για μικρό χρονικό διάστημα, εργάζεται πυρετωδώς για τον εξοπλισμό της Μάνης.

Στο Αίγιο ενώπιον των προκρίτων της Πελοποννήσου εκήρυξε την επανάσταση και ανέπτυξε τα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Τα σχέδια  του Παπαφλέσσα εθεωρήθηκαν τότε απίθανα και τελείως ουτοπικά. Οι δε εχθροί του τον απεκάλεσαν αγύρτη και ο Παλαιός  Πατρών Γερμανός τον επιτίμησε και διέταξε την φυλάκισή του. Εκείνος αν και φυλακισμένος στο Μέγα Σπήλαιο, κατηχούσε τους καλογέρους, όπως παλαιότερα οι Άγιοι Απόστολοι τους φύλακές τους, και οργάνωσε ένοπλα στρατιωτικά σώματα. Στη συνέχεια ο Παπαφλέσσας εδραπέτευσε και μεταμφιεσμένος συναντήθηκε με τον Πετρόμπεη στα πεδία των μαχών. Ο Πετρόμπεης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Ανδρούτσος τον ασπάζονται ως συμπολεμιστή τους, αναγνωρίζοντας ότι στις μάχες ο γενναίος αρχιμανδρίτης ήταν κάτι το φοβερό και αξιοθαύμαστο. Όντως ο φόβος και ο τρόμος των Οθωμανών.

Η πρώτη εθνική συνέλευση στο Άστρος κατέστησε τον τότε Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Υπουργό των Εσωτερικών, αλλά εκείνος επιθυμούσε ένα υψηλότερο υπούργημα, που ήταν μόνο η υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος θυσία του. Όταν λοιπόν ο Ιμπραήμ Πασάς απεβιβάσθη τον Φεβρουάριο του 1825 στην Μεθώνη, άρχισε να προελαύνει στο Κρομμύδι, στην Πύλο και γενικότερα προς τα εσώτερα όλης της Πελοποννήσου. Ο Παπαφλέσσας στο Ναύπλιο εγκατέλειψε την αργή υπουργία, ετέθη επικεφαλής τρισχιλίων ανδρών και οχυρώθηκε στο οροπέδιο Μανιάκη, κοντά στην πεδιάδα της Λακεδαίμονος.

Ο Παπαφλέσσας δεν ήλπιζε να ανακόψει την πορεία του Ιμπραήμ. Ήθελε μόνον να τον απασχολήσει προς στιγμήν για να δώσει καιρό στα πολυπληθή γυναικόπαιδα να αποφύγουν την λύσσα του Αιγύπτιου πασά. Επέλεξε να θυσιασθεί ο ίδιος μέχρις ότου τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες να περισωθούν στα ορεινά μέρη της Πελοποννήσου. Παρέμεινε αγέρωχος ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι με 800 εκλεκτούς και υπέστη την ορμή και την μανία των 6.000 πεζών στρατιωτών και ιππέων του Ιμπραήμ πασά. Μέχρι του θανάτου αυτού επολέμησε ως ήρωας και εθυσιάσθη ως μάρτυς Χριστού. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ιμπραήμ πασάς διέταξε μετά το πέρας της μάχης, να στήσουν ολόρθο ενώπιον του τον Παπαφλέσσα με την κομμένη κεφαλή του επάνω στους ώμους του. Και όταν τον αντίκρισε, αναστέναξε και τον κατεφίλησε στο μέτωπο. Αυτός ήταν ο μέγας θρίαμβος του Παπαφλέσσα. Έγινε σύμβολο και θρύλος στο διάβα του χρόνου.

Τα ονόματα των επικριτών και εχθρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των κληρικών αυτής λησμονήθηκαν και διεγράφησαν παντελώς. Τα ονόματα όμως των ηρώων κληρικών μας μένουν αθάνατα και ο βίος τους έγινε θρύλος που ζει από γενιά σε γενιά. Είναι όντως αθάνατοι. Αν δεν ήταν αυτοί οι μελανοφόροι ρασοφόροι παπάδες και δεσποτάδες, οι  υβριστές της Εκκλησίας και του κλήρου μας θα ήταν ακόμη ραγιάδες με τουρκικό φέσι και φερετζέ.

 Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 -2021

ΕΘΝΕΓΕΡΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ Α΄

·   Η υπ’ αυτού επευλόγηση των όπλων της Εθνεγερσίας στον χώρο της υπόδουλης Μακεδονίας είναι ισότιμη και ισόκυρη με εκείνη του Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού και η ηρωϊκή θυσία του κατά τον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 είναι εφάμιλλη εκείνης του Παπαφλέσσα και του Αθανασίου Διάκου.

Ο εθνεγέρτης Ροδόπης, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος ο Α΄, κατά μία μη αποδεικνυόμενη από άλλες ιστορικές μαρτυρίες άποψη, γεννήθηκε στα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής Χερσονήσου, πιθανότατα μεταξύ των ετών 1770-1780. Ο Κωνστάντιος λόγω της γεωγραφικής γειτνιάσεως της γενέτειράς του, της Χαλκιδικής, με το Άγιον Όρος πιθανώς μετέβη στην Αθωνική πολιτεία, όπου ίσως εφοίτησε στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και ολοκλήρωσε την εγκύκλια και εκκλησιαστική παιδεία και κατάρτισή του.

Ο αείμνηστος, μεγάλος ιστορικός, Καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος επισημαίνει ότι το όνομα του Κωνσταντίου αναφέρεται στις ιστορικές πηγές και κατά το έτος 1804, πιθανόν μετά την αναχώρησή του από το Άγιον Όρος. Αργότερα μεταβαίνει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπου διακρίνεται για το ήθος, τον δυναμικό και δραστήριο χαρακτήρα του καθώς και για την αφοσίωσή του στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Στο Φανάρι χειροτονείται πρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και λαμβάνει το Οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1810 «Νεοφύτου (του μέχρι την στιγμή εκείνη Μητροπολίτου Μαρωνείας) παραίτησιν οικειοθελή ποιησαμένου προς την Εκκλησίαν ενυπόγραφον και αβίαστον», νέος Μητροπολίτης Μαρώνειας εξελέγη υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 10 Οκτωβρίου του 1810, «Ο Οσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης του Αγιωτάτου Πατριαρχικού, Αποστολικού και Οικουμενικού Θρόνου κυρ Κωνστάντιος».

Ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος, όταν εξελέγη Επίσκοπος Μαρωνείας, θα πρέπει να ήταν περίπου σαράντα ετών, και εποίμανε την Μητρόπολη Μαρωνείας για μια δεκαετία, από το 1810 μέχρι το 1821. Γι’ αυτή την δεκαετή χρονική περίοδο μόνο έξι (6) είναι τα σωζόμενα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το όνομα του Μητροπολίτου Κωνσταντίου και σε τρία εξ αυτών σώζεται και η υπογραφή του. Τα έγγραφα αυτά αφορούν εκκλησιαστικές πράξεις εγκρίσεως δωρεών, υιοθεσιών, διαθηκών, καθώς και το πρακτικό υπόμνημα της εκλογής του Χίου Πλάτωνος, το οποίο υπογράφει ο Μαρωνείας Κωνστάντιος.

Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος κατά την δεκαετή αρχιερατική διακονία του στην επαρχία Ροδόπης, πέραν της Εκκλησιαστικής και Ποιμαντικής προσφοράς και δράσεώς του, δεν έπαψε ποτέ να εμψυχώνει τους υπόδουλους  ρωμιούς του τότε Καζά (διοικήσεως) Γκιουμουλτζίνας. Την ίδια περίοδο η «αόρατη αρχή» της Φιλικής Εταιρείας είχε θέσει σε εφαρμογή το εθνικοαπελευθερωτικό σχέδιό της να αφυπνίσει την εθνική συνείδηση των υπόδουλων λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αρχής γενομένης από τις παραδουνάβιες περιοχές. Μεταξύ των μελών της Φιλικής Εταιρείας μεγάλο ήταν το ποσοστό των Μητροπολιτών και γενικότερα των Ορθοδόξων κληρικών.

Ο Μαρωνείας Κωνστάντιος υπήρξε ένας απ’ αυτούς τους Θράκες Επισκόπους που μυήθηκαν στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας μικρό χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821. Την άνοιξη και πιθανότητα κατά τα τέλη του μηνός Απριλίου ή στις αρχές του μηνός Μαΐου του 1821 ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος εγκαταλείπει την έδρα της επαρχίας του για να λάβει ενεργό δράση στην ένοπλη επανάσταση κατά των Οθωμανών στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Χαλκιδικής.

Η εγκατάλειψη της εκκλησιαστικής επαρχίας του αναφέρεται σε Κώδικα του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου  ως εξής: «Κωνσταντίου εκ μέσου γενομένου και την Επαρχίαν καταλιπόντος δια κακοβουλίαν αυτού». Γίνεται φανερό ότι ο Κωνστάντιος είχε αποφασίσει να οργανώσει σε επαναστατικό ένοπλο σώμα όσους περισσοτέρους κατοίκους της επαρχίας Μαρωνείας στη Ροδόπη μπορούσε να συγκεντρώσει και κυρίως Μαρωνίτες, προκειμένου να μεταβεί στην Χαλκιδική για να ενισχύσει την επανάσταση και τις εκεί ένοπλες στρατιωτικές ομάδες που δρούσαν εναντίον των Οθωμανών.

Η ψυχή και κινητήρια δύναμη της εν Χαλκιδική επαναστάσεως υπήρξε ο Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας ύστερα από την εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη ξεκίνησε κρυφά από την Κωνσταντινούπολη ως επίσημος απεσταλμένος του προκειμένου να οργανώσει την επανάσταση σε ολόκληρη την Μακεδονία με βάση και ορμητήριο το Άγιο Όρος και την Χαλκιδική.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, αφού μετέβη «εις τας μονάς Λαύρας και Ιβήρων, ένθα ην ο φίλος αυτού Νικηφόρος, μεθ’ ου είχε συννενοηθή πρότερον εν μυστικότητι, απεφάσισε να παραμείνη εν τη μονή Εσφιγμένου, εν η θα συνήρχοντο όπως συσκεφθώσι περί των πρακτέων προς εξέγερσιν του Αγίου Όρους».

Μόλις έφθασε στον Ιερά Μονή Εσφιγμένου μαζί με τον Ιβηρίτη Αρχιμανδρίτη Νικηφόρο, «Φιλικό» και προσωπικό του φίλο, καθώς και με άλλους αγιορείτες συγκάλεσε εκεί γενική συγκέντρωση όλων των μυημένων στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας της περιοχής της Χαλκιδικής, όπου ομοφώνως απεφασίσθηκε η γενική στρατολογία όσων μπορούσαν να φέρουν οπλισμό στην Χαλκιδική και την Ανατολική Μακεδονία ως την Μαρώνεια και τα εσώτατα της γεωγραφικής Περιφέρειας της Δυτικής Θράκης προκειμένου να είναι έτοιμοι να κινηθούν επιθετικά κατά των Οθωμανών μόλις δοθεί το σύνθημα της εξεγέρσεως.

Ύστερα από την κίνηση αυτή  του Εμμανουήλ Παπά και ενώ είχε γίνει γνωστός ο απαγχονισμός του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+1821), ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος αφού ξεσήκωσε τους κατοίκους της επαρχίας Ροδόπης εγκατέλειψε την επαρχία του ως επικεφαλής μιας ενόπλου ομάδος που αποτελούνταν από Μαρωνίτες και κατοίκους εκ της κωμοπόλεως Μάκρης, η οποία ανήκε τότε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, και κατευθύνθηκε στη νήσο Θάσο, η οποία επίσης υπήγετο εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Μαρωνείας.

Στη νήσο Θάσο, όπως αναφέρει ο Αυστριακός διπλωμάτης και ιστορικός Prokesche von Osten, ο Μαρωνείας Κωνστάντιος δραστηριοποιήθηκε και συνέβαλε με τις ενέργειές του να επαναστατήσουν οι Θασίτες την άνοιξη του 1821. Η οργάνωση της Επαναστάσεως των Θασιτών συνετελέσθη με την συνεργασία του Μητροπολίτου Κωνσταντίου και του Προέδρου της νήσου Χατζή Γιώργη, ο οποίος είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από τον συμπατριώτη του αγωνιστή Αρχιμ. Καλλίνικο Σταματιάδη (1792-1877). Έτσι ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος ξεκίνησε από την Θάσο μαζί με Μαρωνίτες, κατοίκους της Μάκρης και μερικούς Θασίτες για το Άγιο Όρος προκειμένου να συναντηθεί με τον Εμμανουήλ  Παπά.

Τελικώς, στα μέσα Μαΐου του 1821 ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος καταφθάνει στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους και εκεί, πιθανότατα την 17η Μαΐου του 1821, «συνήλθον όλοι, υπό την προεδρίαν του Παπά, εις την μονήν των Καρυών, την πρωτεύουσαν των άλλων, και απεφάσισαν την καθαίρεσιν και τον περιορισμόν  του Ζαμπίτη του Άθωνος Χασεκή Χαλήμπεη. Τούτο ενηργήθη αμέσως. Διά την εσωτερικήν διοίκησιν και την οικονομικήν επιμελητείαν συνεστήθη εφορία από αντιπροσώπους όλων των μονών και εστρατεύθηκαν όλοι οι μοναχοί οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Μετά τούτο έγινεν εκκλησιαστική τελετή λειτουργούντος του Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου και εκηρύχθη η επανάστασις. Ο Εμμανουήλ  Παπάς ανηγορεύθη αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας».

Κατά δε τα γραφόμενα του Ιωάννου Φιλήμονος: «υπερμεσούντος του Μαΐου… υπέρ δε της εσωτερικής διοικήσεως και του οικονομικού μέρους του πολέμου συνεστήθη, εφορεία γενική παρ’ όλων των μοναστηρίων, και εις τα όπλα προσεκλήθησαν πάντες οι δυνάμενοι εκ των μοναχών του Όρους. Ούτω, τελετής εκκλησιαστικής γενομένης, και του Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου ευλογήσαντος, επανέστη ο Άθως υπό τον Εμμανουήλ Παπά».

Ο Μαρωνείας Κωνστάντιος είχε ενεργό ρόλο και καίριο λόγο στην όλη προετοιμασία, οργάνωση και δράση του ενόπλου επαναστατικού αγώνος πριν και μετά την ευλογία των όπλων της επαναστάσεως στο Πρωτάτο των Καρυών. Όπως αναφέρει ο Γεράσιμος Σμυρνάκης «αφού δε ταύτα εγένοντο γνωστά εν Αγίω Όρει, συνηλθον οι εκ των μονών Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων και Χιλανδαρίου προϊστάμενοι εν τη  του Εσφιγμένου Μονή και εψήφισαν τον Εμμανουήλ Αρχιστράτηγο της Μακεδονίας».

Ο Μαρωνείας Κωνστάντιος εξ αρχής υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Εμμανουήλ Παπά και συνέβαλε τα μέγιστα προκειμένου εκείνος να αναλάβει την αρχηγεία της επαναστάσεως. Τελικώς, ύστερα από πολλές συζητήσεις μεταξύ των ηγουμένων των μονών του Αγίου Όρους και των λοιπών οπλαρχηγών του επαναστατικού αγώνος «Ο Εμμανουήλ Παπάς εκηρύχθη αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας» και η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στην Γενική Εφορεία του Αγίου Όρους.

Κατά το μήνα Μάιο του 1821 με την υποκίνηση του Εμμανουήλ Παπά επαναστάτησε ο Πολύγυρος, πρωτεύουσα των Χασικοχωρίων προς τον Ισθμό του Αγίου Όρους όπου οι επαναστατημένοι Έλληνες της περιοχής έσφαξαν τον διοικητή των Οθωμανών Χασάν Αγά.

Ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος όμως δεν παρέμεινε μόνο ο απλός εμπνευστής του επαναστατικού αγώνος που εμψύχωνε το ηθικό φρόνημα των υποδούλων Ελλήνων και των αγιορειτών μοναχών. Ο ίδιος έλαβε ενεργό πολεμική δράση στο πεδίο της μάχης και μάλιστα στο πλευρό του Εμμανουήλ Παπά.

Την 1η Ιουνίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς με 5.900 πολεμιστές εκ των οποίων οι 1000, ίσως και περισσότεροι, ήταν αγιορείτες, μοναχοί, εκστράτευσε στην Χαλκιδική κατά των Οθωμανών της περιοχής της Ιερισσού.

Στην εκστρατεία αυτή ο Εμμανουήλ Παπάς φθάνει στα στενά του Άθωνος και εξεγείρει τους κατοίκους της Ιερισσού και μετά τα Μαδεμοχώρια. Σύμφωνα μάλιστα με την ιστορική διήγηση του μοναχού Δοσιθέου: «ήταν με την συνωδίαν αυτού τότε ζηλωτής υπέρμαχος πρώτος από τους άλλους, ο άγιος Μαρωνείας Κωνστάντιος λεγόμενος είτα ο εξοχώτατος άρχων ιατρός Ευάγγελος, με τους στρατιώτας αυτού, και με πατέρας ως Έθνος είναι εις τα στρατεύματα».

Ουσιαστικώς ο Μαρωνείας Κωνστάντιος και ο Μαρωνίτης Ιατρός Ευάγγελος είχαν τεθεί επικεφαλής σώματος πολεμιστών και είχαν ενταχθεί στο στρατιωτικό επιτελείο του Εμμανουήλ Παπά ως κορυφαίοι συνεργάτες του. Ο Εσφιγμενίτης Ιερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης αναφέρει σχετικώς ότι: «μιμηταί του Εμμανουήλ εγένοντο και ο Άγιος Μαρωνείας Κωνστάντιος και ο ιατρός Ευάγγελος εξελθόντες μετά στρατιωτών, ο αρχιμανδρίτης Βατοπεδινός Θεόφιλος, ο Χιλανδαρινός Αρχιμανδρίτης Ησαϊας, ο εκ Κουτλουμουσίου αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, ο Λαύρας Ναθαναήλ, ο καθηγούμενος Εσφιγμένου Ευθύμιος και φίλος επιστήθιος του Εμμανουήλ, ο Ξενοφώντος Γεδεών, όστις ην Σπαθάριος, και πλείστοι έτεροι μοναχοί και λαϊκοί συνεξεστράτευσαν μετά του Εμμανουήλ Παπά».

Στη μάχη αυτή ο Εμμανουήλ Παπάς πολέμησε με γενναιότητα και θάρρος τρέποντας σε άτακτη φυγή τους Οθωμανούς του Γιουσούφ Πασά. Τα γενόμενα σχετικώς με την μάχη αυτή αναφέρουν ο Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιγνάτιος και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος, οι οποίοι επιβεβαιώνουν με γράμμα  τους, της 1ης Ιουνίου 1821, την γενναιότητα του Εμμανουήλ Παπά εναντίον των Οθωμανών και την φιλάνθρωπη στάση του απέναντι στους κατοίκους της Χαλκιδικής και στους δύο αυτούς Μητροπολίτες οι οποίοι πολεμώντας με αυτοθυσιαστικό πνεύμα στο πεδίο της μάχης κινδύνευσαν να πέσουν στα χέρια του Οθωμανικού στρατού. Το γράμμα τούτο είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης των δύο Μητροπολιτών και συνάμα αποδεικνύει περιτράνως την ενεργό δράση και συμμετοχή του Μαρωνείας Κωνσταντίου στις πολεμικές μάχες στην Χαλκιδική κατά των Οθωμανών, αλλά και το ότι ήταν ο πρώτος μετά τον Εμμανουήλ Παπά που αγωνιζόταν σθεναρά και εμψύχωνε τους Έλληνες επαναστάτες στην Χαλκιδική.

Εν τω μεταξύ η νικηφόρα προέλαση των Ελλήνων υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική ενέβαλε σε ανησυχία έντονη τον πασά της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος καλεί σε βοήθεια και ενίσχυσή του τον Μπαϊράμ Πασά,  ο οποίος τελικώς αποστέλλεται από τον Σουλτάνο Μαχμούτ.

Ο Εμμανουήλ Παπάς ανήσυχος για την παρουσία του Μπαϊράμ Πασά στην Χαλκιδική καταφεύγει  στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής με 200 περίπου άνδρες, ενώ ο Μαρωνείας Κωνστάντιος με μικρό αριθμό πολεμιστών κατευθύνεται στα στενά της Ρεντίνας, όπου στις 15 Ιουνίου του 1821 γίνεται μάχη στην οποία ο Μπαϊράμ Πασάς με 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς κατατροπώνει τους Έλληνες πολεμιστές που είχαν καταφύγει στην Ρεντίνα και καταπνίγει στο αίμα την εξέγερση και καταστρέφοντας τις κωμοπόλεις του Πολυγύρου, των Βασιλικών και της Γαλάτιστας.

Στην μάχη της Ρεντίνας πιθανόν τραυματίζεται ο Μαρωνείας Κωνστάτντιος και αναχωρεί για το Άγιο Όρος προκειμένου να σωθεί, όπως και πολλοί από τους διασωθέντες αγιορείτες μοναχούς και τους άλλους Έλληνες πολεμιστές. Υποστηρίζεται από ορισμένους ερευνητές ότι στη μάχη εκείνη ο Κωνστάντιος άγνωστο πως, σκοτώθηκε. Η άποψη όμως αυτή δεν ευσταθεί διότι σώζονται  τρία έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι ο Μαρωνείας Κωνστάντιος κατάφερε μετά την μάχη της Ρεντίνας να διαφύγει της συλλήψεως από τους Οθωμανούς, να καταφύγει στο Άγιο Όρος και να σωθεί.

Το τελευταίο εκ των τριών αυτών εγγράφων με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1821 αναφέρει ότι την προηγουμένη ημέρα (11 Οκτωβρίου) είχε αφιχθεί ο Μαρωνείας Κωνστάντιος στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους και είχε διανυκτερεύσει εκεί. Με τη γραπτή αυτή μαρτυρία καταδεικνύεται ότι ο Μαρωνείας Κωνστάντιος ήταν στο επίκεντρο της επικοινωνίας του Αγίου Όρους με τον Εμμανουήλ Παπά και συνεχώς δίπλα του, καθώς και το ότι κατά μήνα Οκτώβριο του 1821 ήταν ζωντανός. Αυτή είναι και η  τελευταία γραπτή μαρτυρία που υπάρχει για τον Μαρωνείας Κωνστάντιο όσο ευρίσκετο εν ζωή.

Όταν όμως στις 15 Δεκεμβρίου του 1821 εισήλθε ο Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ Πασάς στο Άγιο Όρος, εζήτησε επιμόνως να συναντήσει τον Μαρωνείας Κωνστάντιο και όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, εζήτησε να ανοιχθεί ο τάφος του και όταν αυτό έγινε, επίστευσε ότι όντως είχε πεθάνει. Αυτή είναι η τελευταία  γραπτή μαρτυρία που έχουμε για τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο. Μπορούμε μάλιστα να συμπεράνουμε ότι εφόσον μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 1821 ήταν εν ζωή και αφού κατά τον μήνα Δεκέμβριο είναι βέβαιο ότι ήταν νεκρός, θα πρέπει να εκοιμήθη στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (τέλη Οκτωβρίου – μέσα Δεκεμβρίου) στο Άγιο Όρος χωρίς όμως μέχρι και σήμερα να έχει εντοπισθεί, εάν υπάρχει, ο τάφος ή το λείψανό του.

Η άποψή μας ότι ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος εκοιμήθη πιθανότατα κατά τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου φαίνεται ότι ενισχύεται και από το γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 1821 εξελέγη νέος Μητροπολίτης Μαρωνείας «ο Πανοσιώτατος Ιερομόναχος Κυρ Δανιήλ», στοιχείο που αποδεικνύει ότι η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν προέβαινε στην εκλογή νέου επισκόπου για την Μητρόπολη Μαρωνείας όσο χρονικό διάστημα ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος είχε εγκαταλείψει την επαρχία του και μετείχε τον ενόπλων συγκρούσεων στην Χαλκιδική και ήταν εν ζωή. Προφανώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη στην εκλογή του ιερομόναχου  Δανιήλ ως νέου Μητροπολίτου Μαρωνείας, αφότου εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος κατά τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου.

Ο βίος του ακατάβλητου Εθνεγέρτου Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου υπήρξε ένας συνεχής και ακατάβλητος αγώνας για την πίστη του Χριστού και την ελευθερία της πατρίδος του. Υπήρξε ο εθνεγέρτης της Ροδόπης και το δεξί χέρι του Εμμανουήλ Παπά, τόσο σε επίπεδο οργανώσεως της επαναστάσεως στην Χαλκιδική, αλλά και λόγω της προσωπικής του συμμετοχής στις ένοπλες συγκρούσεις εναντίον των Οθωμανών στο πεδίο της μάχης.

Για όλα αυτά η Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής ετίμησε τον εθνεγέρτη Μητροπολίτη Κωνστάντιο μετά από 160 έτη, όταν στις 29 Νοεμβρίου του 1981 έκανε τα αποκαλυπτήρια του αδριάντος αυτού, ο οποίος δεσπόζει στον προαύλιο χώρο του Ιερού Καθεδρικού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Κομοτηνής. Ήταν η ελαχίστη  τιμή και το αντίδωρο της ευγνωμοσύνης της τοπικής εκκλησίας για τους ακατάβλητους αγώνες και την θυσία του Μαρωνείας Κωνσταντίου υπέρ της ελευθερίας του ευσεβούς Γένους μας.

Και ούτω εγένετο Ελλάς.

Υ.Γ. Το παρόν επετειακό – ιστορικό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη και του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας Ιωαννικίου Αβραμάκη (1838 – 1839), ο οποίος ως Iεροδιάκονος στην Κομοτηνή μυήθηκε ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας στο Βουκουρέστι κατά το έτος 1819.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΑΙΜΑΤΟΒΡΕΧΤΑ ΡΑΣΑ
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΪΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

·  Η προσφορά, τα μαρτύρια και οι θυσίες του Ορθοδόξου Πατριαρχικού Ιερού Κλήρου  για την εθνική παλιγγενεσία και την απελευθέρωση της Ελλάδος.

·    Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τους παντός βαθμού κληρικούς του υπήρξε η «ζώσα και ένσαρκη κιβωτός σωτηρίας του Γένους» για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και ελληνορθοδόξου ιδιοπροσωπίας και αυτοσυνειδησίας του έως και την απελευθέρωσή του.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως εθναρχούσα Εκκλησία, η οποία υποστασιάζετο και ενσαρκώνετο στο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διεδραμάτισε ενεργό και καίριας σημασίας ρόλο όχι μόνον κατά την μεγάλη και Ιερή Επανάσταση του 1821, αλλά και στις διάφορες προεπαναστατικές εξεγέρσεις και απελευθερωτικά κινήματα. Οι θάνατοι και απαγχονισμοί, όπως και το άφθονο μαρτυρικό αίμα Πατριαρχών, Αρχιερέων και απλών Κληρικών της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είχαν ως αποτέλεσμα να ανέλθει το γόητρο και η αίγλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας ακόμη περισσότερο στη συλλογική εθνική συνείδηση του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.

Μόνον κατά τον 17ο αιώνα εμαρτύρησαν με φρικτό τρόπο επτά Οικουμενικοί Πατριάρχες (Κύριλλος Λούκαρις δια στραγγαλισμού, Κύριλλος Κονταρής δι’ απαγχονισμού, Παρθένιος Α΄ δια δηλητηριάσεως, Παρθένιος Β΄ δια στραγγαλισμού, Παρθένιος Γ΄ δι’ απαγχονισμού, Γαβριήλ Β΄ δι’ απαγχονισμού και Ραφαήλ Β΄ δι’ αγρίας θανατώσεως). Τους Οικουμενικούς Πατριάρχες ακολούθησαν στο μαρτύριο πολλοί ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί ως προσφορά θυσίας και αίματος στον υπέρτατο αγώνα του Γένους.

Θύματα δεν υπήρξαν μόνον οι κληρικοί της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πολλοί άλλοι σε διάφορα μέρη της υπόδουλης Ελλάδος προσέφεραν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδος. Στην Πελοπόννησο οι αδελφοί Μελισσηνοί ύψωσαν την σημαία της επαναστάσεως στη Μάνη, η οποία όμως εστοίχισε τη ζωή των Αρχιεπισκόπων Πατρών και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκάησαν ζωντανοί από τους Οθωμανούς. Όταν αργότερα οι Επίσκοποι Μάνης Νεόφυτος και Λακεδαίμονος Χρύσανθος απέτυχαν να οργανώσουν μαζί με άλλους Μητροπολίτες, την επανάσταση, ο Επίσκοπος Τρίκης Διονύσιος ο Β΄, ο οποίος εκαλείτο φιλόσοφος ή «Σκυλόσοφος», εξηγέρθη και επιτέθηκε στους Οθωμανούς, στα Ιωάννινα, αλλά ηττήθηκε λόγω κακής οργανώσεως του επαναστατικού κινήματός του και αφού συνελήφθη, εξεδάρη ζωντανός από τους Οθωμανούς.

Τριάντα περίπου ιεράρχες και πάλι στην Πελοπόννησο φυλακίστηκαν στην Τρίπολη και υπεβλήθησαν σε φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια. Ορισμένοι μάλιστα εξ’ αυτών εθανατώθησαν και αναδείχθηκαν Ιερομάρτυρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εθνομάρτυρες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Μεταξύ τούτων ήταν οι Ανδρούσης Ιωσήφ, Δημητσάνης Φιλόθεος, Κορίνθου Κύριλλος, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Ναυπλίου Γρηγόριος, Τριπόλεως Δανιήλ (ανεψιός του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄), Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ωλένης Φιλάρετος κ.ά. Ποιός, εξάλλου, μπορεί να λησμονήσει και τον Μέγα Διδάχο και Ιεραπόστολο του υπόδουλου Γένους Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό;

Ο Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος ηγήθηκε 150 κληρικών και μοναχών, ο Κορίνθου Ζαχαρίας εφονεύθη υπό των Οθωμανών, ο Θηβών Ιερόθεος, ο Λαρίσης Μακάριος, ο Ευβοίας Αμβρόσιος, ο Αθηνών Ιάκωβος και πολλοί άλλοι Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι και Κληρικοί επετέλεσαν επίσης αξιόλογα πολεμικά έργα υπέρ της ελευθερίας του μαρτυρικού Γένους και υπέστησαν βαρύτατες θυσίες.

Άλλες σημαντικές προσωπικότητες της προεπαναστατικής περιόδου του 1821 ήταν ο μοναχός Σαμουήλ, ο ήρωας του Σουλίου, ο Παπαευθύμιος Βλαχάβας, ο οποίος ως καπετάνιος των οπλιτών της Θεσσαλίας εξήγειρε τους αρματολούς των Τρικάλων και της Λαρίσης και αφού συνελήφθη με δόλο από τον Αλή Πασά, υπέστη φρικτό θάνατο επί του πασσάλου. Αυτά συνέβαιναν προεπαναστατικώς.

Μετά την έναρξη της ελληνικής επαναστάσεως του 1821 ο Ορθόδοξος Κλήρος και πάλι βρέθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου Ελληνικού Λαού και με τις θυσίες του συνέβαλε θετικά στην επιτυχή έκβαση του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα.

Επικεφαλής των ηρωικών μαρτύρων-κληρικών του 1821 ευρίσκεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ (+1821), ο οποίος με τον μαρτυρικό θάνατό του καθαγίασε τον απελευθερωτικό αγώνα της  εθνικής παλιγγενεσίας.

Τον μαρτυρικό θάνατο του Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου Ε΄ ακολούθησαν κατόπιν θανατώσεις και άλλων Πατριαρχικών Αρχιερέων, όπως του Εφέσου Διονυσίου, του Αγχιάλου Ευγενίου, του Νικομηδείας Αθανασίου, κ.ά. Στις 18 Απριλίου, μόλις δέκα ημέρες μετά τον απαγχονισμό του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, ακολούθησε στην Αδριανούπολη και ο απαγχονισμός του πρώην Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Κυρίλλου του Στ΄.

Το Φανάριο είχε μεταβληθεί σε σφαγείο και τόπο απαγχονίσεων. Φόνοι κληρικών και λαϊκών εσυνεχίζοντο χωρίς διακοπή και με μεγαλύτερη αγριότητα. Οι Οθωμανοί έκλεβαν την περιουσία των κληρικών, λεηλατούσαν και πυρπολούσαν ναούς και μοναστήρια και αφάνιζαν κάθε χριστιανικό στοιχείο.

Μόλις εκηρύχθη η επανάσταση οι πρώτοι που έλαβαν ενεργό ρόλο και δράση ήταν οι κατά τόπους αρχιερείς. Ο εθνεγέρτης Μαρωνείας Κωνστάντιος, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Καρύστου Νεόφυτος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Βάμβας διεκρίθησαν με τις διάφορες ενέργειές τους στην εξέγερση του λαού.

Πολλοί άλλοι έχυσαν αφειδώς το αίμα τους είτε κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων, είτε στο πεδίο της μάχης. Ορισμένοι εξ αυτών ήταν οι αρχιερείς Μαρωνείας, Μυριουπόλεως, Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνάβου, Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Σμύρνης, Ρόδου κ.ά.

Στην ηρωική μεγαλόνησο Κύπρο λαμπρά ονόματα Ιεραρχών, όπως του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, του Πάφου Χρυσάνθου, του Κιτίου Μελετίου, του Κυρηνείας Λαυρεντίου και πολλών άλλων κατώτερων κληρικών και πολυάριθμων λαϊκών, κοσμούν τις χρυσές σελίδες της Ιεράς Επαναστάσεως του 1821.

Στα Ιεροσόλυμα, στο Άγιον Όρος και σε άλλες Ιερές Μονές και πόλεις της Ελλάδος, οι αγώνες του Ορθοδόξου κλήρου και οι θυσίες του υπήρξαν συνεχείς. Ιδιαιτέρας μνείας αξίζουν τα γνωστά σε όλους ονόματα του Γρηγορίου Δικαίου ή Παπαφλέσσα και του Αθανασίου Διάκου, οι οποίοι με το μαρτύριό τους προκάλεσαν τεράστια θετική επίδραση στο ηθικό των αγωνιστών και επέφεραν πραγματική ανάσταση στους Έλληνες.

Την  αυτοθυσιαστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο υπόδουλο Γένος μας για 400 έτη σκληράς και φρικώδους σκλαβιάς περιγράφει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938) ως εξής: «Ο υπόδουλος Έλλην έβλεπεν ενώπιόν του διαρκώς την Εκκλησίαν, τον Αρχιερέα, τον ιερέα, τα δε ζητήματα της Εκκλησίας ήσαν ζητήματα του έθνους και τ’ ανάπαλιν. Εστηρίζετο το έθνος επί της Εκκλησίας, αλλ’ εστήριζε και αυτό την φιλόστοργον Μητέρα Εκκλησίαν… ο κλήρος συνεμερίζετο την δυστυχίαν του λαού και παρίστατο άγγελος παρήγορος, εν πάση στιγμή χειραγωγός και προστάτης».

Την ιδιαίτερη σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Έλληνες ο μεγάλος Ιστορικός και Καθηγητής αοίδιμος Απόστολος Βακαλόπολος περιγράφει χαρακτηριστικά ως εξής: «η τύχη του ελληνικού λαού εξαρτήθηκε πολύ από τη στάση των κληρικών πριν από την επανάσταση και κατά τη διάρκειάν της. Η ανάμειξη των λειτουργών της θρησκείας στην προπαρασκευή και κατόπιν στην διεξαγωγή του αγώνα έδωσε σ’ αυτόν τον θρησκευτικό φανατισμό και την πίστη στο μέλλον, δύο σπουδαία όπλα για την εξάπλωση και την επιτυχία του κινήματος.

Έτσι ο ορθόδοξος κλήρος στην κοινή μεγάλη προσπάθεια των Ελλήνων για την αποτίναξη του ζυγού κατέδειξε πια ολοφάνερα τον εθνικό του χαρακτήρα, που είχε αρχίσει να προσλαμβάνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο πλαίσιο τούτο συντελείται και μία άλλη μεταβολή σύμφωνα με την οποία κοντά στον εθνικό χαρακτήρα του απελευθερωτικού πολέμου προσετέθη και ο θρησκευτικός. Εξάλλου, η θρησκευτικότητα των Ελλήνων βοήθησε πολύ το έργο της Φιλικής Εταιρείας. Η αθόρυβη και μυστική της εξάπλωση, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, οφείλεται στην ιερότητα του κινήματος, στη βαρύτητα του όρκου που έδιναν οι κατηχούμενοι στους κατηχητές, ο οποίος είχε μεγάλη και δυνατή επίδραση στις συνειδήσεις των Ελλήνων».

Σε άλλο σημείο ο Καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος γράφει ότι: «Η Εκκλησία τόσον κατά την προεπαναστατικήν περίοδο όσον και κατά την επανάστασιν ανέλαβε και τον ρόλον του πολιτικού οδηγού παραλλήλως προς τον του θρησκευτικού τοιούτου. Οι δύο πόλοι, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, περίξ των οποίων περιστρέφεται η ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, έμειναν σταθεροί, ιδίως ο πρώτος, και κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας πολύ περισσότερον δε κατά την επανάστασιν. Διότι τότε κατεφάνη σαφέστερον ο πολιτικός χαρακτήρ του κλήρου και ο στενός δεσμός αυτού μετά του έθνους. Οι κληρικοί ήσαν δυνάμει μεν πολιτικοί όχι όμως και ενεργεία…».

Κι αν ακόμη θα μπορούσε κάποιος με κακόβουλη προαίρεση και εμμονική προκατάληψη να επικρίνει την ενίοτε «συνετή» και «φρόνιμη ιερά τακτική» της διοικούσας Εκκλησίας έναντι της Υψηλής Πύλης, δεν θα πρέπει απαιδεύτως να αγνοεί ή εσκεμμένα και δολίως να παραβλέπει ότι αυτή η ιερά τακτική απέβλεπε στην προστασία του Γένους από τον ολοσχερή αφανισμό του αλλοθρήσκου κατακτητή. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η άποψη του Μεγάλου Βρετανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν ότι: «Στο βάθος της σκέψεως κάθε Έλληνα, όσο πιστά κι αν συνεργαζόταν με τους νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε η πίστη ότι μια μέρα η εξουσία του Αντίχριστου θα κατέρρεε και ότι τότε ο ενωμένος ελληνικός λαός θα σηκωνόταν και πάλι για να ξαναδημιουργήσει την άγια αυτοκρατορία του». Ο δε Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εύστοχα παρατηρεί ότι: «Δέκα χρόνους αν εβασίλευεν ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δεν θα εύρισκες εκεί χριστιανούς», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αντιπαραβάλει τη μυστική δύναμη της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία θυσιάστηκε μαζί με τον λαό και απετέλεσε το διαχωριστικό τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αλλόθρησκο κατακτητή, με αποτέλεσμα «τα δύο στοιχεία, ελληνικόν και τουρκικόν, να παραμείνουν κατά την διάρκεια 4 αιώνων άμικτα, ώσπερ το ύδωρ και το έλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).

Αποδεικνύεται λοιπόν ιστορικά ότι στους δυσχείμερους και δίσεκτους χρόνους της υποδουλώσεως η Ορθόδοξη Εκκλησία «ενσαρκωμένη» και υποστασιοποιημένη στον θεσμό του μαρτυρικού και καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου και των «Ιερών Φυλάκων» της πίστεως και του Γένους κληρικών του, απέβη, κατά την επιτυχή διατύπωση του Εμμ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους μας». Τούτο δε συνέβη, όπως γράφει ο Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», επειδή «η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο σοφός και λόγιος Νομομαθής Νικόλαος Σαρίπολος δικαιολογημένα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα διεκήρυττε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του 1864, σχεδόν αποκαλυπτικά και εν είδει δημοσίας ομολογίας: «Εσώθημεν δια της Εκκλησίας».

Κατακλείουμε το παρόν επετειακό μας αφιέρωμα με ένα μικρό απόσπασμα από τα λεγόμενα του Αγίου Γρηγορίου Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (+1821) λίγο πριν από τον φρικτό απαγχονισμό του. Έλεγε ο Άγιος Γρηγόριος με θάρρος: «Με προτρέπετε εις φυγήν. Τότε μαχαίρι θα διέλθει τις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων στις χριστιανικές επαρχίες. Εσείς επιθυμείτε εγώ μεταμφιεσμένος να καταφύγω σε κάποιο πλοίο ή σε κάποια οικία οιουδήποτε ευεργετικού ξένου πρεσβευτού και ν’ ακούω από εκεί τις σφαγές του ποιμνίου μου; Ποτέ. Όχι. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης: Για να σώσω το Έθνος μου και όχι για να χαθεί αυτό από τα δολοφονικά χέρια των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Οι ξένοι χριστιανοί ηγεμόνες αφού εκπλαγούν από τον άδικο θάνατό μου, θα ενδιαφερθούν περισσότερο για το Γένος των Ρωμιών.

Να φύγω; Ποτέ. Δε θα γίνω το χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε στους δρόμους της Οδησσού ή της Κερκύρας διερχόμενος να με δακτυλοδείχνουν λέγοντας ότι είμαι ο δειλός και φονιάς Πατριάρχης του Γένους μας. Εάν το Έθνος μου σωθεί και θριαμβεύσει, τότε είμαι πεπεισμένος ότι θα μου αποδώσει θυμίαμα επαίνου και τιμής διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου.

Γνωρίζω την τύχην μου, η οποία με  αναμένει, αλλά εάν φύγω, σώζω μεν εγώ την ζωήν μου, θα ιδώ όμως να εξαγοράζεται αυτή με το αίμα απείρων αθώων. Η φυγή μου θα βεβαιώσει ακόμη περισσότερο τις περί ενοχές του Γένους μας υποψίες του Σουλτάνου, ο οποίος θα καταπνίξει το Γένος μας στο ίδιο του το αίμα με γενικές σφαγές».

Η μαρτυρική ομολογία του Αγίου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ ενώπιον των Οθωμανών δημίων του αντηχεί ως κήρυγμα αιώνιο για όλους εμάς τους επιγενομένους πνευματικούς βλαστούς και γόνους του μαρτυρικού Φαναρίου, ήτοι της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας: «Μάταια μοχθείτε, μάταιοι οι λόγοι σας. Ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός και είναι έτοιμος να υποστεί τας βασάνους σας και το μαρτύριον δια το όνομα του Χριστού». Και τούτο μεν ελέχθη τότε από ιερών χειλέων Αγίου και Μάρτυρος Πατριάρχου, επαναλαμβάνεται δε και ισχύει αμεταθέτως και ανενδότως μέχρι και σήμερα… «τοις έχουσιν ώτα ακούειν και νουν νοείν…».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός –Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ ΜΕ ΜΥΡΤΙΕΣ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑ ΣΤΟ ΕΘΕΛΟΘΥΤΟΝ ΘΥΜΑ

·     Το Χριστομίμητο Μαρτύριο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+ 10 Απριλίου 1821) και η αναίρεση των ψευδολογούντων αρνητών της υπερτάτου θυσίας του ως Γενάρχου  και Εθνάρχου του Ρωμαίϊκου Γένους κατά την επανάσταση της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Διαχρονικό ιερό Σύμβολο υψίστης αυτοθυσίας κατά τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 παραμένει το πρόσωπο του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+ 1821). Ταυτόχρονα για πολλούς, ιστορικούς και μη, αποτελεί και σήμερα ακόμη «σημείον αντιλεγόμενον» λόγω του υπ’ αυτού υπογραφέντος αφορισμού του Υψηλάντου για την επανάσταση στη Βλαχία καθώς και όσων θα συμμετείχαν σε ανάλογες ενέργειες.

Είναι γεγονός ότι για το πρόσωπο του απαγχονισθέντος Πατριάρχου πολύ μελάνι εχύθη και από πολλούς, ειδήμονες και ασχέτους με την μελέτη των αδιαψεύστων πηγών και των πραγματικών ιστορικών δεδομένων της συγκεκριμένης περιόδου κατά την οποία έλαβαν χώρα τα γενόμενα. Η εύκολη και άκριτη καταδίκη στο πρόσωπο του μεγαλομάρτυρος Αγίου Πατριάρχου είτε προέρχεται από πρόσωπα τα οποία εκ πεποιθήσεως διάκεινται εχθρικώς προς την Εκκλησία και τους κληρικούς της, είτε εμφορούμενα από ποικίλα συμπλέγματα τα οποία εκπηγάζουν από διάφορα φιλοσοφικά και πολιτικά ιδεολογήματα ή ιδεοληψίες, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν μέχρι και στις μέρες μας ορισμένοι αδαείς ή «κατευθυνόμενοι κονδυλοφόροι» να ρίπτουν τον «λίθον του αναθέματος» στο πρόσωπο του υπέρ του Γένους θυσιασθέντος στο φρικτό ικρίωμα της αγχόνης Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄.

  Το γεγονός μάλιστα ότι η απροσωπόληπτη και αδέκαστη ιστορία μέσα από τις συμπληγάδες της σοβαρής και αντικειμενικής έρευνας και μελέτης των πηγών και των δεδομένων της εποχής εκείνης, όπως έχουν δημόσια εκτεθεί στην κρίση κάθε νουνεχούς ανθρώπου, αποτελούν ηχηρό ράπισμα και αποστομωτική αναίρεση των γραφομένων όλων εκείνων που από προκατάληψη και εξυπηρέτηση ακραίων σκοπιμοτήτων συνεχίζουν να ομιλούν για «προδότη Πατριάρχη».

  Η αλήθεια, μεμαρτυρημένη μέσα από τις ιστορικές πηγές, είναι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ κατά τις παραμονές της εθνικής επαναστάσεως εγνώριζε την δράση της Φιλικής Εταιρείας και όταν το 1818 τον επισκέφθηκε μυστικά το μέλος της Εταιρείας και οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης ζητώντας του να ορκισθεί, εκείνος αρνήθηκε και του σύστησε να είναι προσεκτικοί οι «Φιλικοί» στις κινήσεις τους. Από δε την αλληλογραφία του «Φιλικού» Παναγιώτη Σέκερη γνωρίζουμε ότι ο Πατριάρχης συνεργαζόταν με την Φιλική Εταιρεία αν και επισήμως προσπαθούσε διπλωματικά να δείχνει ότι υποστήριζε την Υψηλή Πύλη.

Ο πρύτανης των νεότερων ιστορικών, αοίδιμος καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, στον Ε΄ τόμο του μνημειώδους έργου του «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αφού αναφέρει ότι η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου στην Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνει την συμμετοχή του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ στην επανάσταση, γράφει εμπεριστατωμένα: «Ο Πατριάρχης… ήταν οπωσδήποτε ενήμερος των επαναστατικών ζυμώσεων και κινήσεων των Ελλήνων και με ορισμένους από τους εκπροσώπους της Φιλικής, όπως με τον Σαλώνων Ησαΐα καθώς και με τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, με τους οποίους είχε συναντηθεί λίγο πριν από την εξέγερση των Ελλήνων… Ο Φαρμάκης έλεγε -και τα θεωρώ αξιόπιστα- ότι ο Πατριάρχης είχε δείξει ζωηρό ενδιαφέρον για την κίνηση της Εταιρείας αλλά δε δέχθηκε να μυηθεί γιατί φοβήθηκε μήπως φέρει σε μεγάλο κίνδυνο το έθνος. Έκαμε μάλιστα τότε την παρατήρηση ότι οι εταίροι πρέπει να προσέξουν πολύ, μήπως βλάψουν αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα. Ο Πατριάρχης λοιπόν είχε τις ίδιες ελπίδες αλλά και τους ίδιους φόβους που κυμάτιζαν σαν άμπωτη και παλίρροια στις ψυχές πολλών Ελλήνων, ιδίως εκείνων που είχαν πνευματική και κοινωνική θέση ή οικονομική δύναμη μέσα στη νεοελληνική κοινωνία… Ο προσανατολισμός του προς τις διάχυτες τότε εθνικές ιδέες τον έφερναν κοντά στο λαό και τον απάλλαξαν από προστριβές και διενέξεις, ίσως και περιπέτειες, που θα ήταν ενδεχόμενο να του δημιουργήσει η άκαμπτη αντίθεσή του προς τους κοινούς σκοπούς. Εμπρός όμως στους Τούρκους επισήμους δήλωνε ότι η αυτοκρατορία τους ήταν «άνωθεν τεταγμένη» και αργότερα ο φόβος των τρομερών αντιποίνων τους τον έκαμε να καταδικάσει την επανάσταση και ν’ αφορίσει τους αρχηγούς της».

Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι και τα όσα με έμφαση υπογραμμίζει ο Δ. Σ. Μπαλάνος σχετικά με την υπογραφή του αφορισμού της Επαναστάσεως από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄: «ηναγκάσθη να θέση την υπογραφήν του κάτωθι εγγράφου, καταδικάζοντος το κίνημα, υπέρ της επιτυχίας του οποίου ολοψύχως ηύχετο και ειργάζετο. Υπογράφων απεμάκρυνε τας υπονοίας της Πύλης περί συμμετοχής εις το κίνημα επισήμων κύκλων. Μη υπογράφων θα επεβεβαίου τας υπονοίας, ότε δεινή επιπίπτουσα η τιμωρία του τυράννου κατά των βυσσοδομούντων, θα ενέκρου το κίνημα πριν ή εκραγή. Άλλως ο αοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστής εγκαρτερήσεως υπέστη το μαρτύριον, όταν επέστη η ώρα, καίτοι ηδύνατο να σωθή διά της φυγής» [Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 14 (1939) 280].

  Το βαθύτερο ψυχικό μαρτύριο που βίωνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος εκείνες τις μεγάλες ώρες για το Γένος υπογραμμίζεται από τον Κ. Σκουτέρη: «θα έλεγε κανείς, και δεν θα ήτο υπερβολή, ότι το μέγα μαρτύριον του Πατριάρχου δεν υπήρξε η αγχόνη, αλλ’ η εγκύκλιος της 23ης Μαρτίου του 1821 διά της οποίας οι μεν επαναστάται προετρέποντο εις μετάνοιαν, αφωρίζετο δε ο αρχηγός της Επαναστάσεως Αλέξανδρος Υψηλάντης» (Κ. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Αθήναι 1971, σ. 10).

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ με την εξ αδηρίτου ανάγκης επώδυνη αυτή απόφασή του ήταν βαθύτατα πεπεισμένος, όπως και εκ των πραγμάτων απεδείχθη, ότι κατόρθωσε να αποτρέψει δύο φορές την σφαγή και τον αφανισμό του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως και πολλών άλλων επαρχιών από τους οθωμανούς, όπως με απόλυτα κατηγορηματικό τρόπο του είχε διαμηνύσει η Υψηλή Πύλη, ότι θα προέβαινε σε σκληρά αιματηρά αντίποινα εξολοθρεύσεως των Ρωμιών εάν ως Πατριάρχης και πνευματική κεφαλή του ρωμαίϊκου Γένους δεν νουθετούσε τους επαναστατημένους ραγιάδες. Αφού μάλιστα κατά την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 προέβη σε μυστική ιεροπραξία στην άρση του αφορισμού ενώπιον των συνοδικών αρχιερέων του Πατριαρχείου και κατέκαυσε το σχετικό πατριαρχικό έγγραφο «ιδίαις χερσίν» εντός του Ιερού Βήματος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, και ενώ πολλοί εκ των ημετέρων και ξένων επιφανών τον προέτρεπαν να διαφύγει και να σωθεί, εντούτοις εκείνος παρέμενε ατάραχος και απαθής πιστεύοντας ακράδαντα ότι διά του τρόπου αυτού θα βοηθούσε όσο ήταν δυνατόν να μην γενικευθεί ο διωγμός εναντίον των αθώων Ρωμιών.

  Είναι συγκλονιστικοί και αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο οι προ της καθαιρέσεως από την Υψηλή Πύλη και προ του μαρτυρίου της αγχόνης λόγοι του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου, ο οποίος στις επίμονες προτροπές των «Φιλικών» και των ξένων πρεσβευτών να παραιτηθεί της Πατριαρχίας, να φύγει και να σωθεί, απαντούσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Προς δε τους «Φιλικούς», οι οποίοι επέμεναν να τον φυγαδεύσουν μυστικώς, εκείνος ως Εθνάρχης και Γενάρχης: «Εγνώριζεν… την ύπαρξιν της Φιλικής Εταιρείας και μυστικώς προσηύχετο και ηυλόγει τας προσπάθειας αυτής υπέρ απελευθερώσεως του δούλου γένους… Χρεωστούμεν έλεγε να ποιμάνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας, και χρείας τυχούσης να κάμωμεν όπως ο Ιησούς δι’ ημάς, διά να μας σώση (εννοών και την θυσίαν της ζωής των ακόμη)».

Απευθυνόμενος πατρικώς προς τον Μουρούζη: «Σωθείτε σεις έλεγεν… διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσητε την πατρίδα. Μη προτρέπετε όμως εμέ εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν δύνανται παρά να εκπλαγώσιν επί τω αδίκω θανάτω μου και δεν θα παρέλθωσιν ίσως αδιάφοροι προ της ύβρεως, ην εν τω προσώπω μου θα υποστή η πίστις του Χριστού. Και οι Έλληνες, οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται μετά μεγαλειτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Θα εκδικήσωσι τον θάνατόν μου. Αναμένετε μεθ’ υπομονής, ό,τι και αν συμβή. Δεν θα θελήσω όμως ποτέ να γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θ’ ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος διερχόμενον να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης». Αν δε το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, είμαι πεπεισμένος ότι θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμήν, διότι εξεπλήρωσα το καθήκον μου. Τετάρτην φοράν δεν θα υπάγω εις τον Άθωνα. Δεν θέλω».

Ανάλογη υπήρξε η απάντησή του και προς τον Παπαρρηγόπουλο: «Πηγαίνετε εις την ευχήν μου και μη σκέπτεσθε εμένα. Το τέλος μου απεφασίσθη από τον Θεόν και θα γίνη το θέλημά του». Το μεγαλείο της ψυχής του αγίου ανδρός αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τους κατ’ ιδίαν λόγους του και προς τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους, και υμείς η Σύνοδος, οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του Τυράννου. Αλλ’ αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».

  Την αξιολογική κρίση της αδεκάστου ιστορίας για το πρόσωπο και τα πεπραγμένα του μεγαλομάρτυρος Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου Ε΄, καθώς και για τους ρηχούς στην βαθύτερη ερμηνεία των ιστορικών πραγματικών δεδομένων εκείνης της χρονικής περιόδου παλαιούς και νεοφανείς επικριτές του, διαβάζουμε στην πληρότητά της, στον δωδέκατο τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», όπου μεταξύ άλλων επισημαίνονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και η Ιερά Σύνοδος βρέθηκαν σε εξαιρετικά δεινή θέση, αφ’ ότου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση για την κήρυξη της Επαναστάσεως από τον Υψηλάντη. Τεράστια ήταν η ευθύνη τους για την τύχη του Γένους…

Χαρακτηριστικά για τη στάση του Πατριάρχη… και για τον πατριωτισμό, το πνεύμα αυτοθυσίας και την πολιτική ευθυκρισία του είναι τα όσα γράφουν ο Μιχαήλ Οικονόμου και ο Νικόλαος Σπηλιάδης… «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν».

Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς τη σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδων Ορθοδόξων Χριστιανών.

Πραγματικά, ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι του Πατριάρχη δεν είχαν επίδραση στην Ελλάδα. Η επανάσταση εξαπλώθηκε τον Απρίλιο, τον Μάιο και αργότερα, σε περιοχές, όπου είχαν ανακοινωθεί ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι. Η μη επέκτασή της και σε άλλες περιοχές, όπως και η μη επικράτησή της σε ορισμένες, όπου είχε αρχίσει αλλά δεν μπόρεσε να σταθεροποιηθεί, οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες και ιδίως στη γεωγραφική θέση τους». Αποδεικνύεται συνεπώς, όπως εύστοχα γράφει ο Ν.Κ. Τωμαδάκης, ότι: «Το μέλλον του Ελληνισμού το εσχοχάζοντο Πατριάρχαι όπως ο Κύριλλος ο Λούκαρις ή ο Γρηγόριος ο Ε΄, διπλωμάται, οι οποίοι επλήρωσαν τους αγώνας των (και την έναντι των Τούρκων διπλοπροσωπίαν των) με το σχοινί της αγχόνης των».

Στο ολισθηρό κατάντημα ορισμένων «τεταγμένων πολεμίων» της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αφρόνων επικριτών του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, οι οποίοι ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να κάνουν απερίσκεπτα λόγο περί «προδότου Πατριάρχου» και «εχθρού της επαναστάσεως», η αποστομωτική απάντηση δίδεται από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα και τους οπλαρχηγούς του αγώνος, οι οποίοι ουδόλως επίστευσαν ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος προέβη εκουσίως στον αφορισμό του Υψηλάντου και των αρχηγών της Επαναστάσεως, αλλά γνώριζαν κάλλιστα ότι η ενέργεια αυτή ήταν προϊόν ωμής βίας και απροκάλυπτης απειλής από την Υψηλή Πύλη προς τον Πατριάρχη, ο οποίος με την πράξη του αφορισμού επεδίωκε να αποφευχθεί η από μέρους του Σουλτάνου βεβαία σφαγή και ο παντελής όλεθρος των χιλιάδων αθώων Χριστιανών.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε οδηγίες που έστειλε από το Κινσόβιο της Βεσσαραβίας προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως, ανέφερε για τον αφορισμό αυτό: «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου». Ο ίδιος ως αρχηγέτης της εθνεγερσίας στην τελευταία του προκήρυξη (8 Ιουνίου 1821) καταφέρεται κατά των στρατιωτών του εκείνων, οι οποίοι επέδειξαν δειλία και απειθαρχία και δεν επέμειναν στον αγώνα για να εκδικηθούν, όπως χαρακτηριστικά έγραφε: «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».

Ακόμη όμως και αν δεν πείθονται από τις παραπάνω αψευδείς ιστορικές πηγές οι «τεταγμένοι επικριτές» και «εμπαθείς αρνητές» της αυτοθυσίας του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Γρηγορίου Ε΄, η πλέον αποστομωτική και ηχηρή απάντηση δίδεται σ’ όλους αυτούς από το ίδιο το περιεχόμενο του σουλτανικού φιρμανίου με το οποίο καθαιρείτο του πατριαρχικού θρόνου ο Γρηγόριος ως «…αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως…».

Στο φιρμάνιο αυτό, όπου καταγράφονται οι λόγοι της καθαιρέσεως και καταδίκης εις θάνατον του Πατριάρχου, ο Σουλτάνος ευθέως κατηγορούσε τον Γρηγόριο ως αρχηγέτη της επαναστάσεως των Ελλήνων και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο οποίος έδωκεν άλλοτε δείγματα της προς την Υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του Έθνους του, τας οποίας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων διήγειραν, και χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελέσφορον. Διότι τα κακά διαβούλια δεν είνε δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσωσιν εναντίον της Μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας…αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν, ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός, ως Αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μην αφανισθή και να μη πέση εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το Έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ, είνε και πολλοί αθώοι.

Καθ’ ον καιρόν εγνώσθη η αποστασία, η Υψηλή Πύλη συμπάθειαν λαβούσα προς τους αθλίους ραγιάδες της, ενησχολήθη να επαναφέρη τους πλανηθέντας διά της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας των, και επ’ αυτώ τω σκοπώ εξέδωκε και πρόσταγμα, διατάσσουσα και συμβουλεύουσα τον Πατριάρχην τα προς τον σκοπόν τούτον, και προσκαλούσα αυτόν ν’ αφορίση όλους τους αποστατήσαντας ραγιάδες όπου και αν ήσαν. Αλλ’ αντί να δαμάση τους αποστάτας και να δώση πρώτος το παράδειγμα της επιστροφής εις τα καθήκοντά των, άπιστος ούτος έγινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη ο ίδιος εν τη Πελοποννήσω, και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν Καλαβρύτων… Επειδή δε παντοχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του, όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον αυτού του ιδίου Έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από προσώπου της Γης, και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».

Ο απαγχονισμός λοιπόν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ενίσχυσε την αγωνιστική θέληση των οπλαρχηγών του Αγώνα του 1821 και των παλικαριών τους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για να εκδικηθούν και να ελευθερώσουν την υπόδουλη πατρίδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικοί οι κατά την περίοδο της επαναστάσεως στίχοι: «Κτυπάτε πολέμαρχοι, μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχου», στους οποίους, όπως τονίζει ο Δ. Φωτιάδης, επιβεβαιώνεται ότι: «η αγχόνη που πήρε τη ζωή του (Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄) αντί να απελπίση το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωνε την απόφασή του να ζήση ελεύθερο ή να πεθάνη».

Το φρικτό ικρίωμα της αγχόνης και το «σχοινί» του Πατριάρχου, ο οποίος θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος, γενόμενος μέσα στους αιώνες το ακατάλυτο «σύμβολο» της αδούλωτης Ρωμιοσύνης, ο μέγας εθνοϊερομάρτυρας του Γένους, όπως ήταν φυσικό, συνεκλόνισε τον Ελληνισμό και αναστάτωσε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, και ιδίως την Ρωσία, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σχέση τους με την Υψηλή Πύλη. Τα αισθήματα των χριστιανικών λαών απέναντι στο μαρτύριο του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου μπορούμε να τα καταλάβουμε και μέσα από τους στίχους του κορυφαίου «Ύμνου εις την Ελευθερίαν:

«Κειές τες δάφνες, που εσκορπίστε / τώρα πλέον δεν τες πατεί, / και το χέρι, όπου εφιλήστε, / πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί. // Όλοι κλαύστε, αποθαμένος / ο αρχηγός της Εκκλησιάς / κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος / ωσάν να τανε φονιάς. // Έχει ολάνοιχτο το στόμα / π’ ώρες πρώτα είχε γευθή / τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα / λες πως θε να ξαναβγή // η κατάρα που είχε αφίση / λίγο πριν να αδικηθή / εις οποίον δεν πολεμήση, / και ημπορεί να πολεμή. // Την ακούω, βροντάει, δεν παύει / εις το πέλαγος, εις την γη, / και μουγκρίζοντας ανάβει / την αιώνιαν αστραπή.».

Ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην τιμή που απέδωσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον εθνοϊερομάρτυρα Άγιο Γρηγόριο Ε΄ αναγνωρίζοντας την «υπέρ όλου του έθνους αφοσίωσί» του, η οποία έφθασε στην υπέρτατη θυσία και αυτής ακόμη της ζωής του, γράφει χαρακτηριστικά: «πώς να μη ανακαλέσω εις την μνήμην της παρούσης γενεάς την τελευταίαν εκατόμβην (δηλ. του 1821), ην ο κλήρος ημών έθυσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πρώτον εν αυτή έπεσεν ο Οικουμενικός εκείνος Πατριάρχης, του οποίου την εικόνα έστησεν η ευλαβής ευγνωμοσύνη της παρούσης γενεάς παρά τα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως οικονόμον και φρουρόν πάσης πνευματικής του έθνους επιδόσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄ είχε άμα μεν την καρτερίαν του μάρτυρος, άμα δε την του κυβερνήτου δεξιότητα και όσον περί τα έσχατα της ζωής εμαραίνετο εν αυτώ η της διανοίας δύναμις και η του σώματος ρώμη, επί τοσούτον εκρατύνετο η υπέρ του όλου έθνους αφοσίωσις».

Το ανεξάλειπτον της αξίας της υπέρτατης του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου αγίου Γρηγορίου Ε΄ υπέρ της ελευθερίας και σωτηρίας του Γένους υπογραμμίζει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ομιλών ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1864, έλεγε: «Απατώνται, κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσιν ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω πού εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γράφη, κύριοι, αδύνατον ποτέ να εξαλειφθεί».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΛΟΓΟΙ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΓΧΟΝΗΣ
ΜΕ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΘΥΜΙΑΜΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΗΣ ΠΥΛΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ

·    Tὸ χριστομίμητον μαρτύριον τοῦ ἐθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´ (†10 Απριλίου 1821) κατὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας.

Ἡ μεγάλη ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ παρακαταθήκη τοῦ ἐθνοϊερομάρτυρος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φρικτὸ καὶ χριστομίμητο μαρτύριό του, εἶναι καὶ οἱ διασωθέντες ἀνεπανάληπτοι καταγεγραμμένοι λόγοι του πρὸ τῆς ἀγχόνης τοῦ μαρτυρίου, κατὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 1821.

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1820 εἶχαν ἤδη ἀρχίσει οἱ φῆμες ὅτι ἐκινδύνευε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´, ἐπειδὴ οἱ Ὀθωμανοὶ θεωροῦσαν αὐτὸν ὡς δρῶντα μυστικῶς ἐναντίον τῆς Ὑψηλῆς Πύλης.

 Ἐκεῖνος δὲ στὶς προτροπὲς τῶν φίλων του, οἱ ὁποῖοι τὸν συμβούλευαν νὰ φύγει ἐγκαταλείποντας τὸν θρόνο καὶ τὸ ποίμνιό του, ἀπαντοῦσε: «Μόνον ὁ μισθωτός, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ποιμένας, φεύγει ὡς δειλός. Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου».

Στὸν δὲ Παπαρρηγόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεπε εὐθέως καὶ ἐπιμόνως νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ νὰ σωθεῖ, εἶχε ἀπαντήσει δακρυσμένος:

«Πηγαίνετε στὴν εὐχή μου καὶ μὴ σκέπτεσθε ἐμένα. Τὸ τέλος μου ἀπεφασίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει τὸ θέλημά Του».

Ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1821 ἐπιφανεῖς Ἕλληνες καὶ ξένοι πίεζαν τὸν Πατριάρχη νὰ φύγει, γιὰ νὰ σωθεῖ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μὲ σθεναρὴ φωνὴ ἀνταπαντοῦσε πρὸς πάντας: «χρεωστοῦμε νὰ ποιμάνουμε καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ ἐὰν τύχει νὰ συμβεῖ ἀνάγκη, νὰ κάνουμε ὅπως ἔπραξε ὁ Ἰησοῦς γιὰ ἐμᾶς προκειμένου νὰ μᾶς σώσει, δηλαδὴ νὰ θυσιαστοῦμε. Σωθεῖτε ἐσεῖς, διότι ἔχετε καὶ ἡλικία καὶ ἱκανότητα καὶ κοινωνικὴ θέση, γιὰ νὰ ὑπηρετήσετε τὴν Πατρίδα. Μὴ προτρέπετε ὅμως, ἐμὲ σὲ φυγή. Τότε μάχαιρα θὰ διέλθει τὶς ρύμες καὶ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Μοῦ ζητεῖτε μεταμφιεζόμενος νὰ καταφύγω σὲ πλοῖο ἢ νὰ σωθῶ μέσα στὴν οἰκία οἱουδήποτε φίλου πρέσβεως γιὰ ν᾽ ἀκούσω πὼς στὶς ὁδοὺς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦν τὸν χηρεύοντα λαό;

Ὄχι, εἶμαι Πατριάρχης, γιὰ νὰ σώσω τὸ ἔθνος καὶ ὄχι γιὰ νὰ ὠθήσω τὸ γένος μου σὲ ἄγρια καταστροφή.

Ὁ θάνατός μου ἴσως ἐπιφέρει μεγαλυτέρα ὠφέλεια παρ᾽ ὅση ἡ ζωή μου. Οἱ ξένοι χριστιανοὶ ἡγεμόνες δὲν δύνανται παρὰ νὰ ἐκπλαγοῦν μὲ τὸν ἄδικο θάνατό μου καὶ δὲν θὰ παρέλθουν ἴσως ἀδιάφοροι πρὸ τῆς ὕβρεως ταύτης, τὴν ὁποία στὸ πρόσωπό μου θὰ ὑποστεῖ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῶν ὅπλων, θὰ μάχονται μὲ μεγαλύτερη μανία, ἡ ὁποία συχνὰ δωρίζει τὴν νίκη τῆς ἐλευθερίας.

Ἀναμένετε μὲ ὑπομονὴ ὅ,τι καὶ ἂν μοῦ συμβεῖ. Δὲν θὰ θελήσω ὅμως ποτὲ νὰ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θ᾽ ἀνεχθῶ, ὥστε διερχόμενος στὶς ὁδοὺς τῆς Ὁδησσοῦ, τῆς Κέρκυρας ἢ τῆς Ἀγκῶνος νὰ μὲ δακτυλοδείχνουν, λέγοντας: «Ἰδοὺ ὁ φονεὺς Πατριάρχης».

Ἂν δὲ τὸ ἔθνος μας σωθεῖ καὶ θριαμβεύσει, εἶμαι πεπεισμένος ὅτι θὰ μοῦ ἀποδώσει θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῆς, διότι ἐξεπλήρωσα μέχρι τέλους τὸ καθῆκον μου. Τετάρτη φορὰ δὲν θὰ ὑπάγω στὸν Ἄθωνα (Ἅγιο Ὄρος). Δὲν θέλω».

Ὅταν ἄκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ ἄφωνοι.

Μόνον ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος ἐπέμεινε ὅτι ὁ Πατριάρχης καὶ Ἐθνάρχης τοῦ Γένους ἔπρεπε νὰ σωθεῖ πάσῃ θυσίᾳ. Τότε ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος εἶπε κατ᾽ ἰδίαν στὸν Μητροπολίτη Δέκρων:

«Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ἐσεῖς οἱ Συνοδικοὶ Ἀρχιερεῖς, ἅπαντες ὀφείλουμε ν᾽ ἀποθάνουμε γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία. Ὁ θάνατός μας θὰ δώσει δικαίωμα στὴν χριστιανοσύνη νὰ ὑπερασπίσει τὸ Ἔθνος μας ἐναντίον τοῦ τυράννου.

Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάγουμε ἐμεῖς νὰ ἐνθαρρύνουμε τὴν ἐπανάσταση, τότε θὰ δικαιώσουμε τὸν Σουλτάνο, ὁ ὁποῖος ἤδη ἔχει ἀποφασίσει νὰ ἐξολοθρεύσει τὸ Ἔθνος».

Ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ἀρχίσει τὴν 25ην Μαρτίου 1821 καὶ ἔφθασε καὶ τὸ Ἅγιο Πάσχα. Κατὰ τὴν ἑσπέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, 9 Ἀπριλίου 1821, περίπου 5.000 βάρβαροι στρατιῶτες ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολίας εἶχαν περικυκλώσει τὰ Πατριαρχεῖα, ἀλλὰ δὲν ἐνοχλοῦσαν κανέναν.

Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ὁ Πατριάρχης κατῆλθε στὸν Πατριαρχικό Ἱερὸ Ναό.

Ἀπαθής, ἀτάραχος καὶ γαλήνιος ὡσὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ἐτέλεσε τὴν Πανηγυρικὴ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, εὐλόγησε τοὺς παρόντες, εὐχήθηκε ὑπὲρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἐν θλίψει καὶ κινδύνοις πιστῶν δούλων τοῦ Ὑψίστου καὶ ἐδάκρυσε μόνον κατὰ τὴν στιγμήν, ποὺ ἀσπαζόταν τοὺς ἀδελφοὺς συλλειτουργοὺς αὐτοῦ Ἀρχιερεῖς.

Τὴν 10η Ἀπριλίου τοῦ 1821, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ὁ μαρτυρικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος, ἀφοῦ εὐλόγησε τοὺς βασανιστές του, ἀπαγχονίστηκε ὡς ὁ ἔσχατος τῶν κακούργων στὴν κεντρικὴ πύλη τῶν Πατριαρχείων, ἡ ὁποία ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἐσφραγισμένη.

Τὰ τελευταῖα πρὸ τῆς ἀγχόνης λόγια τοῦ Πατριάρχου ἀπεδείχθησαν προφητικά, διότι ὁ βάρβαρος καὶ ἀπάνθρωπος ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε´ ἐνίσχυσε τὴν ἀγωνιστικὴ θέληση τῶν ὁπλαρχηγῶν τοῦ ἀγῶνος καὶ ἐν γένει τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν σθεναρὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος.

Τέλος, εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Πατριάρχου, προέτρεπε πάντοτε τὰ παλληκάρια του:

«Χτυπᾶτε πολέμαρχοι, μὴ λησμονεῖτε παιδιά, τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχου».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικό Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε΄
(+10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821)

·       Το χρονικό ενός φρικτού και μαρτυρικού θανάτου, τον οποίο ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν έσβησε από την συλλογική εθνική μνήμη των Ελλήνων όπου γης.

Όταν την 25η Μαρτίου 1821 εξερράγη η επανάσταση στην Πελοπόννησο για την απελευθέρωση και αναγέννησή μας από τον επί τετρακόσια έτη οθωμανικό ζυγό, στην κεφαλή της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας  Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821).

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος πληροφορηθείς την ελληνική επανάσταση προσπάθησε αρχικά να καθησυχάσει τον Σουλτάνο, προκειμένου να μη σφαγεί όλος ο χριστιανικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως και κυρίως της Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο Πατριάρχης ως Εθνάρχης και κεφαλή του Ρωμαίϊκου Γένους αρνήθηκε να παραιτηθεί ή να φύγει για να σωθεί, όπως μυστικά τον προέτρεπαν πολλοί, ακόμη και ορισμένοι αξιωματούχοι Οθωμανοί που τον συμπαθούσαν και τον εσέβοντο. Επειδή όμως η Επανάσταση των Ελλήνων δεν έπαυε στην Πελοπόννησο, ο Σουλτάνος εστράφη κατά των ηγετών του έθνους, αλλά και εναντίον του απλού λαού. Τότε εφυλακίσθησαν οι Μητροπολίτες Νικομηδείας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος και Αγχιάλου Ευγένιος. Εκρατήθησαν ως όμηροι οι Αρχιερείς Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος. Την ίδια περίοδο εφονεύθησαν ο Μιχαήλ Χαντζερής, ο Αλέξανδρος Ράλλης και ο Γεώργιος Μαυροκορδάτος. Το ταπεινό και πολυμαρτυρικό Φανάριο τότε είχε μεταβληθεί σε σφαγείο και τόπο απαγχονισμών.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος έβλεπε ότι έφθανε η ημέρα και της δικής του θανατώσεως. Όταν λοιπόν έφθασε στο Πατριαρχείο, λίγο μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας των Βαΐων, η διαταγή να αποστείλει στην Πύλη κατάλογο των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου με πλήρη τα προσωπικά στοιχεία τους, ο Πατριάρχης ηρνήθη να υπακούσει στην Σουλτανική διαταγή επειδή είχε καταλάβει τον σκοπό των Οθωμανών. Τότε και πάλι ορισμένοι Έλληνες αξιωματούχοι και Οθωμανοί προέτρεψαν τον Γρηγόριο να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο και να φύγει μυστικά για να σωθεί. Και πάλι όμως η αθάνατη ελληνική ψυχή του Πατριάρχου είπε «ΟΧΙ». Η απάντηση επί λέξει του Γρηγορίου ήταν η εξής: «με προτρέπει εις φυγήν… Ουχί! Εγώ διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως απωλεσθή τούτο διά της χειρός των γενιτσάρων… Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Ναι ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης. Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα θα μου αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου… Υπάγω όπου με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους, και ο Πατήρ ο ουράνιος ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».

Κατά την 3η Απριλίου του 1821, όταν ο Πατριάρχης έμαθε ότι οι Τούρκοι άδικα ενοχοποιούσαν τον Έλληνα Κ. Μουρούζη, τον επισκέφθηκε και τον παρεκάλεσε να φύγει. Εκείνος όμως προέτρεψε να φύγει ο Πατριάρχης για να σωθεί. Τότε για τρίτη φορά ο Γρηγόριος αρνήθηκε και είπε∙ «γνωρίζω την τύχη που με περιμένει, αλλά εάν φύγω, θα σώσω μόνο την δική μου ζωή. Θα δω όμως ότι την ζωή μου θα εξαγοράσει το αθώο αίμα απείρων αθώων ανθρώπων». Μετά την απάντηση αυτή του Γρηγορίου, οι δύο άνδρες αγκαλιάσθηκαν και με λυγμούς και δάκρυα έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό τους. Τελικώς ο Κ. Μουρούζης συνελήφθη και απαγχονίστηκε.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου κατήλθε στον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γρηγορίου μαζί με άλλους 8 αρχιερείς και ετέλεσε την ακολουθία της Αναστάσεως και την Θεία Λειτουργία. Έπειτα ανήλθε στην πατριαρχική αίθουσα του Θρόνου με τους Αρχιερείς και στη συνέχεια απεσύρθη για να αναπαυθεί. Την 10η πρωϊνή ώρα της Κυριακή του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) έφθασε στο Πατριαρχείο ο Τούρκος γενικός γραμματέας του υπουργείου των εξωτερικών και ανεκοίνωσε στην Ιερά Σύνοδο και στον Πατριάρχη το σουλτανικό φιρμάνιο με το οποίο ο Γρηγόριος επαύετο του αξιώματός του «ως ανάξιος του Πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς τον Σουλτάνο και άπιστος». Στη συνέχεια, απήχθη από τους Τούρκους, συνοδευόμενος από τον Αρχιδιάκονό του Νικηφόρο, τον διάκονο Αγάπιο και τον ανεψιό του Δημήτριο, και εκλείσθη σε φυλακή, όπου τον εχλεύασαν, τον μαστίγωσαν και τον έσυραν στο έδαφος. Έφθασαν μέχρι του σημείου να τον προτρέψουν να ασπασθεί το Ισλάμ για να σωθεί. Τότε ο γενναίος Πατριάρχης Γρηγόριος απάντησε με τόλμη: «Κάμετε το έργον σας… Ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός». Παράλληλα ο Σουλτάνος με νέο φιρμάνιο διέταξε τους αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου να εκλέξουν αντικανονικά νέο Πατριάρχη, ενώ οι Τούρκοι ετοίμαζαν τον τόπο της αγχόνης για την θανάτωση του Αγίου Γρηγορίου.

Από την φυλακή οι Τούρκοι μετέφεραν τον Γρηγόριο στην αποβάθρα του Φαναρίου και αφού έλαβαν σχοινί από κάποιο κοντινό καφενείο, τον οδήγησαν στην κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου, όπου είχαν συγκεντρωθεί Τούρκοι και Εβραίοι. Η μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου, μια εκ των τριών, ορίσθηκε ως τόπος απαγχονισμού του. Όσο χρόνο ετοιμαζόταν η αγχόνη, ο Πατριάρχης Γρηγόριος προσευχόταν σιωπηλά, έχοντας την κεφαλή του κεκλιμένη στον ώμο του. Στη συνέχεια ο δήμιος αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο και ό,τι άλλο είχε επάνω του ο Πατριάρχης και τον εκρέμασε. Οι Τούρκοι και οι Εβραίοι όσο ψυχορραγούσε ο Πατριάρχης τον λιθοβολούσαν, ενώ οι Χριστιανοί κρυμμένοι έβλεπαν και με πολυδάκρυτους λυγμούς και θρήνους δεν μπορούσαν να πιστεύσουν στα μάτια τους. Με τον τρόπο αυτό απαγχονίσθηκε την 10η Απριλίου 1821 (Κυριακή του Πάσχα) ο 70χρονος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄. Τοιουτοτρόπως κατέστη σύμβολο αθάνατο της Εκκλησίας και του Γένους.

Το λείψανό του παρέμεινε στην αγχόνη κρεμασμένο επί τρεις ημέρες, αλλά δεν εδόθη στους Χριστιανούς για να το ενταφιάσουν. Αντιθέτως, έναντι χρηματικού ποσού «πουλήθηκε» στους Εβραίους οι οποίοι μαζί με τους Τούρκους, με χλευασμούς, ύβρεις, κατάρες και χυδαιότητες έσερναν γυμνό το σώμα του Πατριάρχου στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως. Τελικώς, μαζί με τους Τούρκους το έρριψαν στη θάλασσα, αφού προσέδεσαν σ' αυτό ογκώδη λίθο για να καταβυθισθεί, αφού προηγουμένως κατετρύπησαν με λόγχες το σώμα για να απορροφήσει νερό και να χαθεί στα έγκατα του βυθού. Παρά ταύτα το λείψανο επέπλευσε και περισυνελέγη από τον Έλληνα πλοίαρχο του υπό Ρωσική σημαία πλοίου «Ο Άγιος Νικόλαος» που κατευθύνετο στην Οδησσό. Την 16η Απριλίου έγινε η ανάσυρση του λειψάνου από τη θάλασσα και η αναγνώρισή του. Την 16η Ιουνίου 1821 ετάφη με πρωτοφανείς και πρωτόγνωρες τιμές στην Οδησσό και το έτος 1871 μετεφέρθη  στην Ελλάδα, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα εντός λάρνακος στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος διά πράξεώς της κατά το έτος 1921 και με τη συμμετοχή του τότε ευρισκομένου στην Αθήνα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου, ανεκήρυξε τον Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ως Άγιο της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας.

Μέχρι και σήμερα η κεντρική πύλη των Πατριαρχείων της Κωνσταντινουπόλεως, όπου απαγχονίσθηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος, παραμένει κλειστή. Ο δε μαρμάρινος ανδριάντας αυτού ανηγέρθη και μέχρι σήμερα ευρίσκεται στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, εις μνημόσυνον αιώνιον.

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ












Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΘΥΜΙΑΜΑ ΑΙΩΝΙΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΗ ΠΥΛΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ

Ο ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄ (1745-1821)+ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821

Ο Εθνοϊερομάρτυς Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ εγεννήθη το έτος 1745 στην ιστορική κωμόπολη της Δημητσάνας Αρκαδίας. Ο πατέρας του ονομάζετο Ιωάννης Αγγελόπουλος και η μητέρα του Ασημίνα, το γένος Παναγιωτοπούλου. Το δε κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Τα πρώτα γράμματα εξέμαθε στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, πλησίον του θείου και αναδόχου του, Ιερομονάχου Μελετίου. Το έτος 1765, ήδη εικοσαετής, ανεχώρησε από την Δημητσάνα μαζί με τον διδάσκαλό του, Ιερομόναχο Αθανάσιο Ρουσόπουλο. Στην Αθήνα επί δύο έτη υπήρξε μαθητής του πολυμαθούς διδασκάλου Δημητρίου Βόδα. Κατά το έτος 1767 ανεχώρησε από την Αθήνα και μετέβη στην Σμύρνη όπου συνάντησε τον θείο του Ιερομόναχο Μελέτιο, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως Εκκλησιάρχης στον Μητροπολιτικό Ναό. Στην Σμύρνη παρέμεινε αρκετά και παρηκολούθησε μαθήματα στην περίφημη Ορθόδοξη Ευαγγελική Σχολή της πόλεως.

Στη συνέχεια μετέβη σε κάποιο μονύδριο των Στροφάδων, όπου μετά από μικρά παραμονή ενεδύθη το μοναχικό σχήμα και μετονομάσθηκε σε Γρηγόριο. Από εκεί απήλθε στην νήσο Πάτμο και μαθήτευσε πλησίον του Δανιήλ Κεραμέως. Ο τότε μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, ο οποίος είχε γνωρίσει τον νεαρό Γρηγόριο κατά την προηγούμενη παραμονή του στην Σμύρνη, όταν πληροφορήθηκε την άρτια μόρφωση και παιδεία του, εκάλεσε εκ νέου τον Γρηγόριο στην Σμύρνη για να τον κρατήσει πλησίον του και του έδωκε το οφφίκιον  του Αρχιμανδρίτου. Έτσι, ο μέλλων Πατριάρχης Γρηγόριος εγκατεστάθη στην Σμύρνη, όπου το 1770 προσεκάλεσε κοντά του και τους γηραιούς γονείς του, τον αδελφό του Παναγιώτη και τις δύο αδελφές του Άννα και Εξακουστή.

Το έτος 1784 ο Σμύρνης Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και το πρώτο έργο του ήταν να προτείνει στην Πατριαρχική Σύνοδο την εκλογή του Γρηγορίου ως διαδόχου του στον Μητροπολιτικό Θρόνο της Σμύρνης. Η πρόταση αυτή ενεκρίθη διά κοινής και ομοφώνου ψήφου από την Ιερά Σύνοδο και ο Γρηγόριος αφού εκλήθη στην Κωνσταντινούπολη, εχειροτονήθη Μητροπολίτης Σμύρνης. Επί δεκατρία συναπτά έτη ο Γρηγόριος εμητροπολίτευσε στην πρωτεύουσα της Ιωνίας. Το έτος 1793 επί Πατριάρχου Γερασίμου του Γ΄, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε μέρος στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου. Ύστερα από λίγο παραιτήθηκε ο Πατριάρχης Γεράσιμος και με κανονικούς ψήφους και ομοφώνω συνοδική αποφάσει εκλήθη στον Οικουμενικό Θρόνο υπό το όνομα Γρηγόριος ο Ε΄.

Ως Γενάρχης, Εθνάρχης και Ηγούμενος της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ο Γρηγόριος επεδίωξε την κανονική διοίκηση των εκκλησιών, απηγόρευσε να χειροτονούνται ανάξιοι αρχιερείς ή ιερείς, περιόρισε την ανάμιξη των κληρικών σε κοσμικές υποθέσεις, εξέδωσε περιοριστικές εγκυκλίους για τους γάμους και τα διαζύγια, εισήγαγε αυστηρή τάξη στα υπό την δικαιοδοσία του μοναστήρια, ανήγειρε και ανεκαίνισε πολλές εκκλησίες και γενικώς έθεσε τα θεμέλια για την αρτιότερη οργάνωση και διοίκηση των υποθέσεων της Μητρός Εκκλησίας.

Η ευθύτητα και η αυστηρότητα όμως του Γρηγορίου δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέσει αντιδράσεις. Τότε στην Κωνσταντινούπολη είχαν εγκατασταθεί άνευ λόγου και κυρίως αντικανονικά πολλοί αρχιερείς οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει το ποίμνιο των Μητροπόλεών τους. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος διέταξε την άμεση επάνοδό τους στις μητροπολιτικές τους έδρες, αλλά ευρέθη αντιμέτωπος με την πρωτοφανή και ανοίκεια αντίδρασή τους. Τότε ο Γρηγόριος εσυκοφαντήθη στην Υψηλή Πύλη ως δήθεν άνθρωπος βίαιος και ανίκανος να διατηρήσει υποτεταγμένους τους λαούς τους Σουλτάνου. Έτσι απεμακρύνθη από τον Πατριαρχικό Θρόνο και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος φιλοξενήθηκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων επί έξι έτη. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1806, όταν παραιτήθηκε ο Πατριάρχης Καλλίνικος, ο Γρηγόριος ανεκλήθη από την εξορία του και ανήλθε για δεύτερη φορά στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πάλι οι άτιμοι εχθροί του τον εσυκοφάντησαν στην Υψηλή Πύλη, οπότε το έτος 1808 επαύθη για δεύτερη φορά από τον Πατριαρχικό Θρόνο με απόφαση του Μεγάλου Βεζύρη, χωρίς καν να το γνωρίζει η Ιερά Σύνοδος. Ο εκ δευτέρου έκπτωτος Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος κατέφυγε αρχικά στη νήσο Πρίγκηπο για ολίγους μήνες και στη συνέχεια στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου παρέμεινε για δέκα συναπτά έτη.

Την 13η Δεκεμβρίου του 1818, όταν παραιτήθηκε ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς Πατριάρχης Άγιος Κύριλλος ο Στ', ο Γρηγόριος εκλήθη και πάλι από το Άγιον Όρος και εξελέγη για τρίτη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά είχε ήδη αρχίσει να έρχεται η τρομερά καταιγίδα. Τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας προέτρεπαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο να παραιτηθεί για να διαφύγει τον κίνδυνο. Εκείνος όμως απαντούσε: «Εκείνος που είναι μισθωτός, δεν είναι αληθής ποιμήν και φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου».

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος εγνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και προσευχόταν μυστικά να καρποφορήσουν οι προσπάθειες αυτής υπέρ της απελευθερώσεως του μαρτυρικού υπόδουλου Γένους. Πολλές υπήρξαν οι προσπάθειες των επιφανών μελών της Φιλικής Εταιρείας να σώσουν τον Πατριάρχη, αλλά εκείνος αρνούνταν να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και όπως έλεγε, «οφείλομεν να πράξωμεν όπως ο Ιησούς, να θυσιασθώμεν».

Τότε εζήτησαν να σώσουν τον Πατριάρχη με άλλο τρόπο. Ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος επειδή θεωρούσε τον θάνατο του Πατριάρχου ως μέγα κακό, επρότεινε να φύγει ο Πατριάρχης στην Πελοπόννησο για να τεθεί επικεφαλής της επαναστάσεως. Ο Πατριάρχης ηρνήθη και πάλι την πρόταση και απάντησε:  «Εγώ ως κεφαλή του Έθνους και εσείς οι συνοδικοί αρχιερείς οφείλομεν ν' αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν».

Καθόλον τον μήνα Μάρτιο του 1821 αρχιερείς, αρχιμανδρίτες, μοναχοί, πρόκριτοι συνελαμβάνοντο, εφυλακίζοντο, εβασανίζοντο και εθανατώνοντο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης όμως παρέμενε ατάραχος και πανέτοιμος για την μεγάλη θυσία. Την εσπέρα του Μεγάλου Σαββάτου, 9 Απριλίου 1821, πέντε χιλιάδες περίπου άγριοι Ασιανοί στρατιώτες διεσκορπίστηκαν σε όλους τους δρόμους του Φαναρίου, αλλά δεν ενοχλούσαν κανένα. Ο Πατριάρχης ατάραχος κατήλθε κατά το μεσονύκτιο στον Πατριαρχικό Ναό. Εμνημόνευσε όλους τους κεκοιμημένους φίλους και εχθρούς του, εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, ευλόγησε το ποίμνιο της αναστάσιμης λειτουργίας και εδάκρυσε μόνον κατά την στιγμή που ασπάσθηκε τους συλλειτουργούς αυτού αρχιερείς του Πατριαρχείου. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας εδείπνησε με την Ιερά Σύνοδο.

Την επομένη το πρωΐ, 10 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα, έφθασε στο Πατριαρχείο εκπρόσωπος του Σουλτάνου, ο οποίος ανέγνωσε το διάταγμα της παύσεως του Γρηγορίου από τον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Το διάταγμα όριζε ως τόπο εξορίας του Πατριάρχου την Χαλκηδόνα, αλλά η σπείρα των αγρίων φανατικών περικύκλωσαν τον Πατριάρχη και  τον οδήγησαν σε φρικτή φυλακή. Από εκεί με μικρό πλοιάριο οδηγήθηκε στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου πλήθος Οθωμανών ενόπλων ανέμενε το αθώο θύμα του. Ο εθνάρχης του Γένους μας βάδιζε με τα χέρια του δεμένα προς τον τόπο του μαρτυρίου. Ως πρόβατον επί σφαγή επορεύετο αγογγύστως στο μαρτύριο.

Η αγχόνη στήθηκε στην κεντρική, μία εκ των τριών, Πύλη των Πατριαρχείων. Ο βάρβαρος αρχηγός της Σουλτανικής φρουράς πλησίασε τον εθνομάρτυρα και εκραύγασε: «Κακούργε, δεν είσαι εσύ, ο οποίος διέφθειρες τους υπόδουλους λαούς του Σουλτάνου; Δεν είσαι εσύ, ο οποίος ώθησες τους απίστους υπηκόους στην αποστασία; Δεν είσαι εσύ, σκύλε ακάθαρτε, ο οποίος διέπραξες όλες αυτές τις προδοσίες; Τώρα η αμοιβή σου είναι η κρεμάλα».

Σε λίγο ο ύπατος Γενάρχης και Εθνάρχης των Ρωμιών εκρέμετο ως ο έσχατος των κακούργων. Το σώμα του νεκρού Πατριάρχου παρέμεινε επί τρεις ημέρες προς εμπαιγμόν της τριημέρου εκ νεκρών Αναστάσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Από εκεί πέρασαν να δουν τον κρεμάμενο Πατριάρχη πολλοί επιφανείς Οθωμανοί, όπως ο Μέγας Βεζύρης, αλλά και ο Σουλτάνος μεταμφιεσμένος. Ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος κατέβαλε πολλές προσπάθειες να εξαγοράσει το λείψανο του Πατριάρχου, αλλά τούτο κατέστη αδύνατο επειδή ο Σουλτάνος είχε αποφασίσει το σώμα να ριφθεί στη θάλασσα.

Την Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος οι δήμιοι απεκρέμασαν τον Πατριάρχη και παρέδωσαν το σώμα στους Εβραίους, οι οποίοι έδεσαν τους πόδες του νεκρού Πατριάρχου και έσυραν αυτόν με ύβρεις και βλασφημίες στις οδούς του Φαναρίου, από το Πατριαρχείο μέχρι την ακτή. Το σώμα του Πατριαρχείου ερρίφθη τελικώς στα ύδατα του Κερατίου Κόλπου. Τέσσερις ημέρες παρήλθαν και τα ξημερώματα της Πέμπτης το σώμα ανεφάνη και πάλι στην επιφάνεια της θαλάσσης, προς τον Γαλατά, όπου ο πλοίαρχος του κεφαλληνιακού πλοίου «Άγιος Νικόλαος», Νικόλαος Σκλάβος, ανέσυρε το σώμα και εκάλεσε για την αναγνώριση τον Πρωτοσύγκελλο των Πατριαρχείων. Όταν ο Πρωτοσύγκελλος αντίκρυσε το σώμα του Πατριάρχου ανέκραξε με λυγμούς «ο Πατριάρχης, ο Πατριάρχης μου».

Την 11η Μαΐου του 1821 το πλοίο έφθασε στην Οδησσό, όπου το σώμα του Πατριάρχου ετάφη με αυτοκρατορικές τιμές εντός του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος, που ανήκε στην ελληνική κοινότητα. Τον επικήδειο εκφώνησε ο υπέρμαχος των δικαίων του μαρτυρικού Οικουμενικού Θρόνου, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Το σκήνωμα του Εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ μετεφέρθη το έτος 1871 στην Αθήνα και εναπετέθη με τιμές στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, μέσα σε μεγαλοπρεπή λάρνακα, όπου ευρίσκεται μέχρι και σήμερα. Η δε Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απαρτιζομένη από 25 Ορθοδόξους αρχιερείς στην Αθήνα, κατά την 10η Απριλίου του 1921, ανεγνώρισε τον Γρηγόριο Ε΄ ως άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του κατά την 10η Απριλίου.

Η θυσία του Εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ είναι η πλέον σαφής και ηχηρά απάντηση σε όλους εκείνους που τολμούν έστω και να σκεφθούν ότι το Πατριαρχείο μας δεν προσέφερε τίποτα στο Γένος μας. Αν δεν ήταν το Φανάρι ορισμένοι θα φορούσαν ακόμη οθωμανικό φέσι. Γι' αυτό με παρρησία γράφουμε και διακηρύττουμε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν, είναι και θα παραμένει η Μήτηρ ημών Εκκλησία.

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

·          Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και Ευαγγελισμός του μαρτυρικού Γένους μας.

·          Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός σωτηρίας του Γένους μας.

Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, Πανακήρατε Κόρη, το μαρτυρικό έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος; Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.

Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε διά το «Χαίρε» εκείνο, που μας επροξένησε την χαρά, διά τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του Ελληνικού Γένους».

Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την 10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα. Το Φανάριο είχε μεταβληθεί σε σφαγείο και τόπο απαγχονίσεων. Φόνοι κληρικών και λαϊκών εσυνεχίζοντο χωρίς διακοπή και με μεγαλύτερη αγριότητα. Οι Οθωμανοί έκλεβαν την περιουσία των κληρικών, λεηλατούσαν και πυρπολούσαν ναούς και μοναστήρια και αφάνιζαν κάθε χριστιανικό στοιχείο.

Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.

Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».

Την  αυτοθυσιαστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο υπόδουλο Γένος μας για 400 έτη σκληράς και φρικώδους σκλαβιάς περιγράφει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938) ως εξής: «Ο υπόδουλος Έλλην έβλεπεν ενώπιόν του διαρκώς την Εκκλησίαν, τον Αρχιερέα, τον ιερέα, τα δε ζητήματα της Εκκλησίας ήσαν ζητήματα του έθνους και τ’ ανάπαλιν. Εστηρίζετο το έθνος επί της Εκκλησίας, αλλ’ εστήριζε και αυτό την φιλόστοργον Μητέρα Εκκλησίαν… ο κλήρος συνεμερίζετο την δυστυχίαν του λαού και παρίστατο άγγελος παρήγορος, εν πάση στιγμή χειραγωγός και προστάτης».

Την ιδιαίτερη σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Έλληνες ο μεγάλος Ιστορικός και Καθηγητής αοίδιμος Απόστολος Βακαλόπολος περιγράφει χαρακτηριστικά ως εξής: «η τύχη του ελληνικού λαού εξαρτήθηκε πολύ από τη στάση των κληρικών πριν από την επανάσταση και κατά τη διάρκειάν της. Η ανάμειξη των λειτουργών της θρησκείας στην προπαρασκευή και κατόπιν στην διεξαγωγή του αγώνα έδωσε σ’ αυτόν τον θρησκευτικό φανατισμό και την πίστη στο μέλλον, δύο σπουδαία όπλα για την εξάπλωση και την επιτυχία του κινήματος.

Έτσι ο ορθόδοξος κλήρος στην κοινή μεγάλη προσπάθεια των Ελλήνων για την αποτίναξη του ζυγού κατέδειξε πια ολοφάνερα τον εθνικό του χαρακτήρα, που είχε αρχίσει να προσλαμβάνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο πλαίσιο τούτο συντελείται και μία άλλη μεταβολή σύμφωνα με την οποία κοντά στον εθνικό χαρακτήρα του απελευθερωτικού πολέμου προσετέθη και ο θρησκευτικός. Εξάλλου, η θρησκευτικότητα των Ελλήνων βοήθησε πολύ το έργο της Φιλικής Εταιρείας. Η αθόρυβη και μυστική της εξάπλωση, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, οφείλεται στην ιερότητα του κινήματος, στη βαρύτητα του όρκου που έδιναν οι κατηχούμενοι στους κατηχητές, ο οποίος είχε μεγάλη και δυνατή επίδραση στις συνειδήσεις των Ελλήνων».

Σε άλλο σημείο ο Καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος γράφει ότι: «Η Εκκλησία τόσον κατά την προεπαναστατικήν περίοδο όσον και κατά την επανάστασιν ανέλαβε και τον ρόλον του πολιτικού οδηγού παραλλήλως προς τον του θρησκευτικού τοιούτου. Οι δύο πόλοι, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, περίξ των οποίων περιστρέφεται η ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, έμειναν σταθεροί, ιδίως ο πρώτος, και κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας πολύ περισσότερον δε κατά την επανάστασιν. Διότι τότε κατεφάνη σαφέστερον ο πολιτικός χαρακτήρ του κλήρου και ο στενός δεσμός αυτού μετά του έθνους. Οι κληρικοί ήσαν δυνάμει μεν πολιτικοί όχι όμως και ενεργεία…».

Κι αν ακόμη θα μπορούσε κάποιος με κακόβουλη προαίρεση και εμμονική προκατάληψη να επικρίνει την ενίοτε «συνετή» και «φρόνιμη ιερά τακτική» της διοικούσας Εκκλησίας έναντι της Υψηλής Πύλης, δεν θα πρέπει απαιδεύτως να αγνοεί ή εσκεμμένα και δολίως να παραβλέπει ότι αυτή η ιερά τακτική απέβλεπε στην προστασία του Γένους από τον ολοσχερή αφανισμό του αλλοθρήσκου κατακτητή. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η άποψη του Μεγάλου Βρετανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν ότι: «Στο βάθος της σκέψεως κάθε Έλληνα, όσο πιστά κι αν συνεργαζόταν με τους νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε η πίστη ότι μια μέρα η εξουσία του Αντίχριστου θα κατέρρεε και ότι τότε ο ενωμένος ελληνικός λαός θα σηκωνόταν και πάλι για να ξαναδημιουργήσει την άγια αυτοκρατορία του».

Ο δε Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εύστοχα παρατηρεί ότι: «Δέκα χρόνους αν εβασίλευεν ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δεν θα εύρισκες εκεί χριστιανούς», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αντιπαραβάλει τη μυστική δύναμη της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία θυσιάστηκε μαζί με τον λαό και απετέλεσε το διαχωριστικό τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αλλόθρησκο κατακτητή, με αποτέλεσμα «τα δύο στοιχεία, ελληνικόν και τουρκικόν, να παραμείνουν κατά την διάρκεια 4 αιώνων άμικτα, ώσπερ το ύδωρ και το έλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).

Αποδεικνύεται λοιπόν ιστορικά ότι στους δυσχείμερους και δίσεκτους χρόνους της υποδουλώσεως η Ορθόδοξη Εκκλησία «ενσαρκωμένη» και υποστασιοποιημένη στον θεσμό του μαρτυρικού και καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου και των «Ιερών Φυλάκων» της πίστεως και του Γένους κληρικών του, απέβη, κατά την επιτυχή διατύπωση του Εμμ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους μας». Τούτο δε συνέβη, όπως γράφει ο Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», επειδή «η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο σοφός και λόγιος Νομομαθής Νικόλαος Σαρίπολος δικαιολογημένα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα διεκήρυττε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του 1864, σχεδόν αποκαλυπτικά και εν είδει δημοσίας ομολογίας: «Εσώθημεν διά της Εκκλησίας».

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών οι οποίοι  μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί, προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».

Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου σου».

Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, διά των λειτουργών της θρησκείας του».

Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά διά την εθνική ελευθερία».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ










Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΤΟ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΟΥΛΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

·       Τα προνόμια των Ορθοδόξων Μητροπολιτών κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

·       Τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ (Σχολάριο) τα λεγόμενα «άγραφα προνόμια», καθώς και βεράτια (ανώτατα σουλτανικά διατάγματα) με τα οποία περιγράφονταν λεπτομερέστατα και κατοχυρώνονταν τα εθναρχικά, εκκλησιαστικά και ποιμαντικά δικαιώματα των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα βεράτια αυτά απέβλεπαν στην προστασία των προνομίων της Εκκλησίας και των μητροπολιτικών δικαιωμάτων από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις των Οθωμανών διοικητών στις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, που δεν ελέγχονταν άμεσα από την κεντρική διοίκηση.

Σε γενικές γραμμές τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών όριζαν ότι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες ήσαν ανεξάρτητοι και ελεύθεροι στην εκτέλεση όλων των αφορώντων στη χριστιανική θρησκεία και στη γενική διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων των χριστιανών. Είχαν δικαίωμα να υπερασπίζονται τους χριστιανούς κατοίκους της μητροπολιτικής τους περιφέρειας σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις τους, χωρίς καμμία παρεμπόδιση από τις οθωμανικές αρχές. Μόνο οι Μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τα των γάμων, διαζυγίων και κληρονομικών ζητημάτων των χριστιανών.

Οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αφορολόγητοι σε όλα τα έσοδά τους και το «κονάκι του μητροπολίτου» δεν μπορούσε ποτέ να ερευνηθεί ή παραβιασθεί από τους Οθωμανούς υπαλλήλους. Μπορούσαν να δικάζουν και να επιβάλλουν ποινές σε όποιους έκαναν κάποιο παράπτωμα και ακόμα να φυλακίζουν στο οίκημα της Μητροπόλεώς τους εκείνους οι οποίοι καταδικάζονταν ακόμη και από την οθωμανική κυβέρνηση.

Οι Μητροπολίτες δεν μπορούσαν να δικαστούν από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, αλλά από το Διβάνι και μόνο αν είχε δώσει τη σχετική υψηλή άδεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Είχαν επίσης το δικαίωμα να εμφανίζονται δημόσια με κάθε μεγαλοπρέπεια και με αυλική συνοδεία. Κατά τις μετακινήσεις τους είχαν δικαίωμα να έχουν ακολουθία, να οπλοφορούν οι φύλακές τους και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλειά τους, χωρίς να μπορεί κανένας Οθωμανός αξιωματούχος να τους εμποδίσει.

Οι αρχιερείς του Πατριαρχείου σε όλες τις επαρχίες είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις περισσότερες υποθέσεις των χριστιανών, ακόμη και τις ποινικές. Οι χριστιανοί κατέφευγαν στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους για όλες τις καταστάσεις της ζωής τους, είτε ήταν ιδιωτικές, είτε αφορούσαν στη δημόσια ζωή τους. Ο Μητροπολίτης συνυπέγραφε και επικύρωνε όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και γι’ αυτό σε κάθε Μητρόπολη υπήρχε και ο συμβολαιογράφος (νοτάριος). Όλες τις διαθήκες των χριστιανών που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, καθώς και τα περί κηδεμονίας έγγραφα και τις δωρεές προς τις εκκλησίες, τη Μητρόπολη και τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, έπρεπε να τις συνυπογράψει και να τις επικυρώσει ο εκάστοτε Μητροπολίτης.

Η Υψηλή Πύλη ανεγνώριζε και εξασφάλιζε, όχι βέβαια πάντοτε, τα προνόμια της Εκκλησίας, καθώς και όλων των κληρικών, των μοναχών και κυρίως των Μητροπολιτών. Οι οθωμανικές αρχές δεν είχαν δικαίωμα να καταλάβουν ή να καταστρέψουν εκκλησία ή μοναστήρι και ο,τιδήποτε ανήκε σ’ αυτές, είτε ήταν ακίνητη είτε κινητή περιουσία.

Ο Μητροπολίτης είχε δικαίωμα να εισπράττει από τους κληρικούς και λαϊκούς χριστιανούς κάθε χρόνο κάποιο χρηματικό ποσό (πεσκέσι), οπότε οι κρατικοί Οθωμανοί υπάλληλοι όφειλαν να γίνονται βοηθητικοί των επιτροπών του Μητροπολίτου για την ευκολότερη είσπραξη αυτών των ποσών.

Εάν κάποιος πασάς ή καδής κατεφέρετο εναντίον κάποιου Μητροπολίτου ή κατά των υπαγομένων σε αυτόν Επισκόπων, και ζητούσε τη μετάθεση ή εξορία του, η καταγγελία δεν γινόταν ακουστή ή παραδεκτή εάν δεν αποδεικνυόταν με πληρότητα η βάση αυτής. Εάν πάλι κάποιοι Οθωμανοί αξιωματούχοι κατάφερναν να εκδώσουν σουλτανικό φιρμάνι εναντίον κάποιου Μητροπολίτου, δεν μπορούσε να εκτελεστεί πριν από τη διαλεύκανση της κατ’ αυτού κατηγορίας.

Το δικαίωμα της «Διαιτησίας»

Στους Μητροπολίτες ανεγνωρίζετο το δικαίωμα της «Διαιτησίας» κατά την εκδίκαση υποθέσεων μεταξύ χριστιανών ή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και ασφαλώς όχι μόνο σε ζητήματα του οικογενειακού δικαίου. Η αναγνώριση του δικαιώματος της «Διαιτησίας» στον Μητροπολίτη αποτελούσε ουσιαστική ενίσχυση της δικαστικής του δικαιοδοσίας και οι διαιτητικές αποφάσεις του εστηρίζοντο στα τοπικά έθιμα και αρχές. Ενίσχυση επίσης της δικαιοδοσίας και της πνευματικής δυνάμεως του Μητροπολίτου επάνω στο πλήρωμα των πιστών αποτελούσε και η αναγνώριση διά του σουλτανικού βερατίου, του δικαιώματος του αφορισμού που επιβαλλόταν εναντίον εκείνου, ο οποίος δεν πειθαρχούσε στη δικαστική του απόφαση ή στη διαιτησία του για τη ρύθμιση κάποιας διαφοράς ή και εναντίον ενός απειθάρχητου κληρικού ή λαϊκού.

Όλος ο ορθόδοξος κλήρος και φυσικά ο Μητροπολίτης είχαν το δικαίωμα να έχουν στις οικίες τους εικόνες, κανδήλες και να αναγιγνώσκουν το ευαγγέλιο. Τελούσαν ελευθέρως κάθε ιεροπραξία χωρίς να ενοχλούνται από τις οθωμανικές αρχές. Τα σουλτανικά βεράτια όριζαν ότι ο Μητροπολίτης ήταν συνήγορος και υπερασπιστής των χριστιανών ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Ήταν επίσης σύμβουλος και συμπαραστάτης σε όλες τις υποθέσεις των υπόδουλων Ρωμιών που αφορούσαν τη ζωή, την περιουσία, την πίστη και την τιμή τους. Στα χαρτιά βέβαια μόνο τα βεράτια όριζαν ότι απηγορεύετο αυστηρά ο εξισλαμισμός των χριστιανών, αλλά όπως είναι γνωστό οι Οθωμανοί πολλές φορές στο διάβα των αιώνων παραβίασαν τα σουλτανικά βεράτια και εξισλάμησαν βίαια κατά χιλιάδες τους υπόδουλους Ρωμιούς.

Με την ορθή και συνετή χρήση των παραπάνω προνομίων οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατάφεραν και διετήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, και κυρίως την πίστη και το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων ρωμιών καθόλη τη διάρκεια της σκληρής οθωμανικής τυραννίας. Έτσι το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο εν τοις πράγμασι κατέστη όντως η «κιβωτός» της υπόδουλης Ρωμιοσύνης.

Και ούτω εγένετο Ελλάς.



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός, κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΦΑΝΑΡΙΟΝ-ΓΕΝΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) υπό των αλλοθρήσκων οθωμανών υπήρξε το μέγιστο κοσμοιστορικό γεγονός που άλλαξε τον ρού της ανθρωπότητος και την ιστορική περπατησιά του ευσεβούς ελληνορθοδόξου Γένους μας. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, όπως υποστασιοποιούνταν και ενσαρκωνόταν στον παλαίφατο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι της μαρτυρικής και καθαγιασμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, υπήρξε η «κιβωτός της σωτηρίας» και η ιαματική και σωστική «Κολυμβήθρα» εντός της οποίας το ευσεβές Γένος μας ανεβαπτίζετο στα ανόθευτα νάματα της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως διατηρώντας, παρά τους δίσεκτους και δυσχείμερους καιρούς και χρόνους που βίωνε κάτω από τον αλλόθρησκο δυνάστη και τύραννο, την ελληνορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ιδιοπροσωπία του, ήτοι την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητά του.

Από της πρώτης στιγμής μετά την άλωση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο πρόσωπο του πρώτου Πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου αξιοποίησε στο έπακρον τα εκ του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού δοθέντα «Σουλτανικά Προνόμια» και συνέβαλε καταλυτικά στην πολυεπίπεδη οργάνωση του ιδιωτικού και δημοσίου βίου του υπόδουλου Γένους, το οποίο ευρισκόμενο υπό τις προστατευτικές πτέρυγες της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως μπόρεσε παρά τις αντιξοότητες να επιβιώσει και να μεγαλουργήσει.

Το Millet των Ρούμ (Ρωμιών) έχοντας ως υψίστη κεφαλή τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος ήταν ο Rum Millet Basi, δηλαδή ο «Γενάρχης» και «Εθνάρχης», ο απόλυτος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός της Πατριάς, του υπόδουλου ελληνορθοδόξου Γένους και γενικά όλων των υπό την οθωμανική ημισέληνο ορθοδόξων, είχε κραταιά φωνή ενώπιον της Υψηλής Πύλης και του ιδίου του Σουλτάνου για τα εν γένει δίκαιά του και το κυριότερο για την ίδια τη ζωή και την επιβίωσή του.

Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι και το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως η μόνη από την Υψηλή Πύλη αναγνωρισμένη πνευματική αρχή, ασκούσε τον συγκεκριμένο εθναρχικό και σωστικό ρόλο του, και υπέρ όλων των υπολοίπων μη μουσουλμανικών Ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσμών που διαβιούσαν εντός των ορίων της οθωμανικής επικράτειας, οι οποίοι δεν ήταν φυσικά μόνον Έλληνες, αφού ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης ως κεφαλή και κατεξοχήν πνευματικός ηγέτης εκπροσωπούσε όλους τους Χριστιανούς ενώπιον της Υψηλής Πύλης και ομιλούσε εξ ονόματος αυτών σε κάθε περίπτωση.

Έχει διατυπωθεί ότι η πνευματική και διοικητική υπαγωγή όλων των ορθοδόξων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν σύμφωνη με το Κοράνι που επέτρεπε στους λαούς της Βίβλου, τους Χριστιανούς και τους Εβραίους, εφ’ όσον πλήρωναν το οθωμανικό «χαράτσι» (κεφαλικός φόρος) να μπορούν να διαβιούν στο πλαίσιο της οθωμανικής μουσουλμανικής πολιτείας και να διατηρούν την πίστη τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής επικύρωσε αυτό το δικαίωμα, που το Κοράνι ευνοϊκώς έδιδε στους λαούς της Βίβλου, με τα λεγόμενα «προνόμια» που παραχώρησε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο και στους μετέπειτα διαδόχους του: «έδωκε δε και προστάγματα εγγράφως τω Πατριάρχη μετ’ εξουσίας βασιλικής απογεγραμμένης κατωθεν, ίνα μηδείς αυτόν ενοχλήση η αντιτείνη αλλά είναι αυτόν αναίτιον και αφορολόγητον και αδιάσειστον τε από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως ελεύθερος έσηται αυτός και οι μετ’ αυτόν Πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ αρχιερείς».

Η Ορθόδοξη κατ’ Ανατολάς Εκκλησία του Χριστού υπάρχουσα και υποστασιοποιημένη στο θεσμό του μαρτυρικώς καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον μόνο ελληνορθόδοξο πνεύμονα, που ως «θαυμαστή παρεμβολή Θεού» συνέχιζε να επιβιώνει από την πάλαι ποτέ Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τον οποίο ανέπνεε την ζωογόνο πνοή το υπόδουλο Γένος, ήταν και ενεργούσε ως «Εθναρχούσα Εκκλησία», η οποία με βαρύτατο κόστος και ατίμητο φόρο αίματος Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων και Μοναχών έφερε και διεφύλαττε σωστικά στους μητρικούς και φιλόστοργους κόλπους της όλο το μαρτυρικό και εμπερίστατο Γένος μας. Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με την ευφυή και αριστοτεχνική αξιοποίηση και εκμετάλλευση των εκ του Πορθητού παραχωρηθέντων «Προνομίων» επέτυχε αφενός μεν την εσωτερική και εξωτερική λειτουργική, πνευματική και διοικητική ελευθερία της η οποία συνεπαγόταν πρωτίστως την διαφύλαξη της ανοθεύτου πατρώας ορθοδόξου πίστεως και την κατά το δυνατόν ελευθέρα άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων των υπόδουλων Ρωμηών, αφετέρου δε την οργάνωση της κοινοτικής-διοικητικής, εκπαιδευτικής, οικονομικής και εν γένει κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής του ανελεύθερου Γένους και μάλιστα εντός του εχθρικού περιβάλλοντος του αλλοθρήσκου οθωμανού δυνάστου κατακτητού. Έτσι το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο με βαθεία συναίσθηση της ιερής εθναρχικής ευθύνης και αποστολής του, όταν δεν υφίστατο κανείς άλλος επίσημος κρατικός φορέας σωτηρίας για τους υπόδουλους Ρωμηούς και όλα γύρω «τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», διεφύλαξε μέσα στην ζοφερή ανελευθερία των τεσσάρων και πλέον αιώνων την ανόθευτη ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία, αυτοσυνειδησία και ταυτότητα του ευσεβούς Γένους μας.

Εξάλλου είναι ιστορικά καταγεγραμμένος και αδιαμφισβήτητος ο ακατάβλητος διμέτωπος αγώνας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των κάθε βαθμίδος κληρικών του υπέρ της διαφυλάξεως και διασώσεως της θρησκευτικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας των υπόδουλων Ρωμηών απέναντι στους βίαιους εξισλαμισμούς, που κατά περιόδους επέβαλε η Υψηλή Πύλη, καθώς και στον ύπουλο και δόλιο κίνδυνο που εκπήγαζε από την ποικιλόμορφη δράση των «προβατόσχημων» ρωμαιοκαθολικών μισιοναρίων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την δεινή θέση των υπόδουλων ορθοδόξων, προσπαθούσαν παντί σθένει, με δελεαστικές υποσχέσεις και ποικίλες διευκολύνσεις να τους προσηλυτίσουν. Η μεγαλόπνοη φαναριώτικη τακτική, που η Μεγάλη Εκκλησία ακολούθησε καθ’ όλους τους χρόνους της πικράς δουλείας, προκειμένου να εξουδετερώνει τις ποικιλόμορφες κατά του Γένους μεθοδεύσεις του εχθρού, έφτασε μέχρι του σημείου της αυτοθυσίας, ήτοι της «κενώσεως» αυτής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο βωμό αυτού του ανηλεούς διμέτωπου αγώνος εχύθησαν θυσιαστικώς ποταμοί αιμάτων πλειάδος Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων και Μοναχών, ενώ σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι ορθόδοξοι κληρικοί υπέμειναν και τον διά της αγχόνης μαρτυρικό θάνατο. Έτσι ανεδείχθησαν οι περίλαμπροι, πολύτιμοι, ατίμητοι και αδαπάνητοι λίθοι της δόξας της Ορθοδόξου Εκκλησίας που είναι οι Νεομάρτυρες.

Η σφυρηλάτηση και διατήρηση άσβεστης της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και ταυτότητος των υπόδουλων Ρωμιών μέσω της μόνης ακενώτου πνευματικής δυνάμεως της παιδείας και «νουθεσίας Κυρίου» συντελούνταν από τους πεπαιδευμένους ανθρώπους της Εκκλησίας και τους στυλοβάτες του Γένους ορθοδόξους κληρικούς, με άμεσο κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους και υπό άκρως δυσχερείς και αντίξοες συνθήκες, όταν μάλιστα δάσκαλοι και οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπήρχαν, ενώ και τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια ήταν παντελώς ανύπαρκτα. Η κανδήλα όμως της εθνικής συνειδήσεως του Γένους παρέμενε άσβεστη χάρη στο τόσο καταπολεμημένο και κατασυκοφαντημένο, τόσο από τους παλαιούς όσο και από τους νεοφανείς «αποδομητές της ιστορίας», λεγόμενο «κρυφό σχολειό», που δεν ήταν άλλο από το αναλόγιο, το ψαλτήρι, όπως λέγει όμορφα ο λαός μας, των εκκλησιών και των μοναστηριών μας όπου υπό το ισχνό φως των κεριών και των κανδηλιών ο παπάς και ο καλόγερος δίδασκαν «κολλυβογράμματα» στα σκλαβωμένα Ρωμηόπουλα, τα οποία κατά τους συγκινητικούς και γλαφυρούς λαϊκούς στίχους μάθαιναν «γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα» που εκπήγαζαν μέσα από τον αδαπάνητο και ατίμητο πλούτο των ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών, από την οκτώηχο και τους ψαλμούς. Παράλληλα δεν έλειπαν βέβαια και οι μεμονωμένες φωτεινές και χαρισματικές εκείνες εκκλησιαστικές μορφές, οι οποίες με την διδαχή και τον αφυπνιστικό λόγο τους διετήρησαν άσβεστη την κανδήλα της θρησκευτικής και εθνικής συνειδήσεως του ρωμαίικου Γένους. Έτσι ως εν κιβωτώ διετηρήθησαν αλώβητα, η γλώσσα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της Ρωμηοσύνης.

Του λόγου το αληθές για τον καταλυτικό ρόλο και την μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην εκπαίδευση των υπόδουλων Ρωμηόπουλων επιβεβαιώνει και πιστοποιεί ο Ζ' Κανόνας της Συνόδου που συνεκάλεσε το έτος 1593 ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄, σύμφωνα με τον οποίο: «Επιτάσσεται εις έκαστον επίσκοπον τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την εαυτού ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα διδάσκεσθαι βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις εάν των επιτηδείων χρείαν έχουσιν». Έτσι στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και στα μετόχια ο εκάστοτε οικείος επίσκοπος της κάθε επαρχίας είχε την ευθύνη, την μέριμνα και την εν γένει εποπτεία της λειτουργίας των σχολείων. Αυτή δε την ιστορική αναντίρρητη πραγματικότητα καθομολογεί με χαρακτηριστικό τρόπο και ο Νίκος Σβορώνος, ο οποίος αναφέρει: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της, με μοναδικούς δασκάλους τους μοναχούς και τον κατώτερο κλήρο, στα σχολεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, οι αγώνες της για τη διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων».

Με το πέρασμα των δύο πρώτων αιώνων κατά τους οποίους επικρατούσαν το απόλυτο σκότος της αμάθειας, η τυραννική δουλεία και οι απηνείς διωγμοί, αλλά κυρίως κατά τα τέλη του 17ου αιώνος, όταν πια η οθωμανική αυτοκρατορία παρουσιάζει τα πρώτα σημεία κάμψης και παρακμής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κινούμενο εντός του πλαισίου της αξιοποιήσεως «των σουλτανικών προνομίων» συνεργάζεται με τους Φαναριώτες και σταδιακά επιτυγχάνει να διαμορφώσει ευνοϊκότερες συνθήκες για το Γένος. Το κορυφαίο παράδειγμα του εθνοϊεραποστόλου και μεγάλου Διδάχου του Γένους Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των λοιπών διδαχών που ακολούθησαν το παράδειγμά του, συνέβαλαν στην διατήρηση αλώβητης της Ελληνορθοδόξου ταυτότητος των υπόδουλων Ρωμηών και στην εθνική αφύπνιση σύσσωμου του Γένους. Εύστοχα συνεπώς έχει γραφτεί ότι: «οι μεγάλοι Διδάχοι του Γένους και οι στυλοβάτες της παιδείας υπήρξαν είτε κληρικοί, είτε άνδρες εξαρτώμενοι από την Εκκλησίαν, δεδομένου ότι τελικά τα προνόμια με τα οποία ηθέλησεν ο Πορθητής να προικίσει την Εκκλησίαν, ελειτούργησαν ουσιαστικά ως Δούρειος Ίππος της Ρωμηοσύνης, που εκράτησαν αδούλωτο το φρόνημα των Ραγιάδων και εξέθρεψε το όραμα της εθνικής αποκατάστασης».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συν τω χρόνω, με αργά αλλά σταθερά και προσεκτικά βήματα, μέσω του άριστα δομημένου και ιεραρχημένου διοικητικού εκκλησιαστικού συστήματος των κατά τόπους Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών του επέτυχε σε όλα τα επίπεδα την σταδιακή βελτίωση των συνθηκών ζωής και επιβιώσεως των υποδούλων απανταχού της οθωμανικής επικρατείας τέκνων του. Παράλληλα, το άριστα αυτό οργανωμένο διοικητικό κοινοτικό σύστημα ως γνήσια έκφραση της «ευχαριστιακής-εκκλησιαστικής κοινότητος», με τις λειτουργούσες εφοροδημογεροντίες υπό την άμεση εποπτεία των εκασταχού πατριαρχικών Μητροπολιτών και σε άρρηκτη συνεργασία με τους λοιπούς φιλοτίμους ορθοδόξους κληρικούς των ενοριών, καθώς επίσης και με την από κοινού ομόψυχη και συνάλληλη δράση των σχολικών εφοροεπιτροπών, συνέβαλε στην οργάνωση, απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος στις ελληνορθόδοξες κοινότητες. Συνέπεια όλου αυτού του εγχειρήματος υπήρξε η άνοδος του πνευματικού, μορφωτικού και εν γένει οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου του υπόδουλου Γένους, το οποίο ουδέποτε απώλεσε την πολιτιστική και εθνική του ταυτότητα διατηρώντας αλώβητα και ανόθευτα στο διάβα των αιώνων, θρησκεία, γλώσσα, παράδοση, ήθη και έθιμα.

Κι αν ακόμη θα μπορούσε κάποιος να επικρίνει την ενίοτε «συνετή» και «φρόνιμη ιερά τακτική» της διοικούσας Εκκλησίας έναντι της Υψηλής Πύλης, δεν θα πρέπει να αγνοεί η εσκεμμένα να παραβλέπει ότι αυτή η ιερή τακτική απέβλεπε στην προστασία του Γένους από τον αφανισμό του αλλοθρήσκου κατακτητή. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η άποψη του Στήβεν Ράνσιμαν: «Στο βάθος της σκέψεως κάθε Έλληνα, όσο πιστά κι αν συνεργαζόταν με τους νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε η πίστη ότι μία μέρα η εξουσία του Αντίχριστου θα κατέρρεε και ότι τότε ο ενωμένος ελληνικός λαός θα σηκωνόταν και πάλι για να ξαναδημιουργήσει την άγια αυτοκρατορία του». Ο δε Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εύστοχα παρατηρεί ότι: «Δέκα χρόνους αν εβασίλευεν ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δεν θα εύρισκες εκεί Χριστιανούς», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αντιπαραβάλει τη μυστική δύναμη της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία θυσιάστηκε μαζί με το λαό και αποτέλεσε το διαχωριστικό τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αλλόθρησκο κατακτητή, με αποτέλεσμα «τα δύο στοιχεία, ελληνικόν και τουρκικόν να παραμείνουν κατά την διάρκειαν 4 αιώνων άμικτα, ώσπερ το ύδωρ και το έλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).

Αποδεικνύεται λοιπόν ιστορικά ότι στους δυσχείμερους και δίσεκτους χρόνους της υποδουλώσεως η Ορθόδοξη Εκκλησία «ενσαρκωμένη» και υποστασιοποιημένη στο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέβη, κατά την επιτυχή διατύπωση του Εμμ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους μας». Τούτο δε συνέβη, όπως γράφει ο Βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», επειδή «η Εκκλησία κατώρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ο σοφός νομομαθής Νικόλαος Σαρίπολος δικαιολογουμένως από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα διεκήρυττε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του 1864, σχεδόν αποκαλυπτικά και εν είδει δημοσίας ομολογίας: «Εσώθημεν διά της Εκκλησίας».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ












Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΙΧΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΧΙΑΣ

·       Ιστορικά κείμενα-μαρτυρίες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και του Αδαμαντίου Κοραή για την δίδυμη εθνική κατάρα των Ελλήνων, την διχόνοια και την φιλαρχία.

Στην διαχρονική ιστορική περπατησιά του Γένους των Ρωμηών, ο ιστορικός μελετητής και ερευνητής δύναται ακόπως να διαπιστώνει τις πολλές και μεγάλες αρετές, οι οποίες περικοσμούν τους Έλληνες, αλλά και τα δύο μεγάλα και φρικτά πάθη, τις προσφυώς και ευγλώττως χαρακτηρισθείσες ως εθνικές κατάρες της ελληνικής φυλής, ήτοι της εμπαθεστάτης διχόνοιας και της ακορέστως απλήστου φιλαρχίας.

Το φιλελεύθερο και αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων εγέννησε τον ασύγκριτο σε παγκόσμιο επίπεδο αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας για την αποτίναξη του δισβάστακτου και φρικτού οθωμανικού τυραννικού ζυγού, αλλά και σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι εθνικές κατάρες του Γένους, η καταστροφική διχόνοια και το ανικανοποίητο πάθος της φιλαρχίας, οδήγησαν τους επαναστατημένους Έλληνες και την δόλια πατρίδα σε εμφύλιο σπαραγμό και σχεδόν σε ολοσχερή αφανισμό.

Ήδη από τους πρώτους μήνες του 1822 και ακόμη εντονότερα κατά τα έτη 1823 και 1824, η οξύτητα των πολιτικών παθών, ο άκρατος διχασμός μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών, οι οποίοι αλληλοσπαράσσονταν στο βωμό της πάση θυσία κατακτήσεως της εξουσίας, όντες οι ίδιοι καταβεβλημένοι από το αδηφάγο πάθος της φιλαρχίας, έθεσαν δυστυχώς τους όρους της εμφύλιας διαμάχης ανάμεσα σε μία χούφτα ρακένδυτους Έλληνες, οι οποίοι αν και εσαγήνευσαν με του άθλους τους όλη την Ευρώπη και την Αμερική αναδειχθέντες ως παγκόσμια πρότυπα- σύμβολα αγώνος υπέρ της ελευθερίας, εντούτοις τυφλωμένοι από την δίδυμη εθνική κατάρα της διχόνοιας και της φιλαρχίας εκινδύνευαν να γίνουν και πάλι ραγιάδες υπό τον μαρτυρικό οθωμανικό ζυγό.

Ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος κατά τις παραμονές του αγώνος της εθνικής παλιγγενεσίας διεκήρυττε: «είδα τότε ότι, ό,τι κάμωμε , θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχωμε ελπίδα καμμία από τους ξένους…», φαίνεται ότι ενίοτε τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί καπετανέοι και λοιποί προύχοντες αγωνιστές παρασυρμένοι από τα «ίδια πάθη» της φυλής και του Γένους ελησμόνησαν προς στιγμήν την σωτηρία της πολυμαρτυρικής πατρίδος και ενεπλάκησαν σε έναν αδυσώπητο εμφυλιοπολεμικό αγώνα, ο οποίος ουδεμία σχέση είχε με τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας , επειδή ακριβώς είχε επικρατήσει ολοσχερώς ο «αγώνας παλιγγενεσίας της εθνικής διχόνοιας» ως απότοκο την τυφλής και ακορέστου φιλαρχίας.

Υπό τις επικρατούσες συνθήκες, οι φατρίες και ο κομματισμός ανεύρον πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο. Οι συγκρατημένοι και φρόνιμοι πατριώτες, καθώς και οι φιλέλληνες μέσα και έξω από την Ελλάδα εθλίβοντο βαθύτατα για το άθλιο αυτό κατάντημα της φαγωμάρας και του αδελφικού αλληλοσπαραγμού των Ελλήνων.

Ο εθνικός μας ποιητής , Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος ώρες ολόκληρες περνούσε στ’ ακρογιάλια της Ζακύνθου με στηλωμένα τα μάτια του στον Μοριά, προβλέπει τις ερχόμενες συμφορές και φωνάζει:

«Η διχόνοια, που βαστάει /

ένα σκήπτρο η δολερή /

καθενός χαμογελάει ,/

παρ’ το, λέγοντας και σύ/»

Στην δε μακρυνή Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών οι πολίτες της, οι οποίοι εθαύμαζαν την μέχρι θανάτου θυσία υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων , συμβούλευαν τους ανισταμένους και αναστημένους μέχρι πρότινος ραγιάδες: «Ημείς εσώθημεν διά της συμφωνίας των συμπολιτών μας, και διά της θυσίας της ιδιοτελείας και των προσωπικών ωφελειών εις την μεγάλην υπόθεσιν της Ελευθερίας. Ημείς ελπίζομεν με βάσιν, ότι ο μέλλων ιστορικός της νέας Ελλάδος θέλει έχει δίκαιον να μνημονεύση , ότι αυτή τελευταίον εχρεώστει την σωτηρίαν της εις την ιδίαν αιτίαν».

Σε μία στιγμαία έξαρση ψυχικού πόνου και απεγνωσμένης ύστατης αφυπνιστικής προσπάθειας της εθνικής ομοψυχίας των Ελλήνων, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης βλέποντας να καταστρέφεται και κυριολεκτικώς να θάπτεται η ενότητα της Πελοποννήσου και των αγωνιζομένων Ελλήνων, έγραψε στους προκρίτους της Ύδρας ότι: «όλη η Πελοπόννησος είναι εσχισμένη εις σχίματα και τούτο έφερε και φέρει όλα τας δυσκολίας και όλα τα κακά…, οι άρχοντες μας… δεν άργησαν να το μεταχειρισθούν και τούτο (την ονομασία του σε αρχιστράτηγο) ως μέσον διά να ανάψουν την ζυλοτυπίαν, να εμβάλουν την έριδα μεταξύ εις τον στρατιωτικόν και να καταξεσχίσουν την πατρίδα».

Άξια ιδιαιτέρας μνείας είναι η όντως συνετή, εθνικά και ενοποιητικά σωτηρία απάντηση του Γέρου του Μοριά προς τον λαό, όταν κατά το έτος 1821 οι απλοί αγωνιστές Έλληνες είχαν ξεσηκωθεί και απαιτούσαν την κεφαλή επί πίνακι των κοτζαμπάσηδων επειδή ήταν προσδεδεμένοι με το «σκήπτρο της εξουσίας» και αντιδρούσαν στην ιδέα να παραχωρήσουν την νόμιμη εξουσία στον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος απογοητευμένος προς στιγμήν είχε αποχωρήσει. Ενώπιον της εκρύθμου αυτής καταστάσεως επεμβαίνει ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος λέγει στους οπλαρχηγούς στη Ζαράκοβα: «Αν φονεύσωμεν του άρχοντας, η Ευρώπη θα θεωρήση την επανάστασίν μας ως ληστρικόν κίνημα, και ουχί ως επανάστασιν ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Και δεν θα μας δώση την παραμικράν συνδρομήν·αλλά και θα μας κατατρέξη και τότε θα υποδουλώσωμεν το έθνος εις αιώνα τον άπαντα. Άλλωστε οι άρχοντες είναι χρησιμώτατοι· διότι αυτοί έχουν κατάστασιν και ημείς δεν έχομεν. Αυτοί θα μας προμηθεύσωσι τροφάς, πολεμοφόδια και τσαρούχια».

Σε ανάλογη έκρυθμη περίσταση η παρέμβαση του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη υπήρξε σωτήρια υπέρ της εθνικής ομοψυχίας και ενότητας των Ελλήνων, όταν μάλιστα η διχόνοια και η άνευ ορίων σύγκρουση πολιτικών(κοτζαμπάσηδων) και στρατιωτικών (οπλαρχηγών) είχαν οδηγηθεί σε επικίνδυνες ακρότητες. Επικαλούμενοι τα «Απομνημονεύματα» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη παραθέτουμε το παρακάτω σχετικό απόσπασμα: «εις τα Βέρβενα ήσαν συναγμένοι εώς 5.000 στρατιώτες, αυτοί επήραν όλοι τα άρματα διά να σκοτώσουν όλους τους άρχοντας ήλθον και μας πολιόρκισαν εις το κονάκι του Πετρόμπεη, όπου είμεθα όλοι συναγμένοι.

Ήκουσα τον θόρυβο και ηθέλησα να έβγω έξω, ο Κανέλος Δελιγιάννης μ ’εμπόδιζε, τους είπα: αφήσετε να εβγώ μήπως γένη αρχή και πέσει κανένα τουφέκι και τότε μας σκοτώσουν όλους εγώ στρατιώτας δεν είχα τότες, εβγήκα έξω και ωμίλησα: Έλληνες, τί θέλετε; ελάτε εδώ και ευθύς έτρεξαν και με σήκωσαν εις τον αέρα, μου λέγουν: ότι θέλουμε να σκοτώσουμε τους άρχοντας, διότι μας εδίωξαν τον Υψηλάντη εγώ τους είπα: ελάτε να σας ειπώ πρώτον και εγώ, έπειτα είμαι συμβοηθός σας να τους σκοτώσετε·τους ετράβιξα τίρο τουφέκι, εις μία βρύσι όλους, και ανέβηκα επάνω εις μία πέτρα για να ακούν όλοι, και τους είπα: διατί θέλομε τον χαϋμό μας μονάχοι μας; Ημείς εσηκώσαμε τα άρματα διά τους Τούρκους και έτζι ακουσθήκαμεν εις την Ευρώπη ότι σηκωθήκαμεν οι Έλληνες διά τους τυράννους, και στέκεται όλη η Ευρώπη να ιδή τι πράγμα είναι τούτο.

Οι Τούρκοι όλοι είναι ακόμη απείραγοι εις τα κάστρα και εις ταις χώραις, και ημείς εις τα βουνά, και αν σκοτώσωμεν τους προεστούς θα ειπούν οι Βασιλείς ότι τούτοι δεν εσηκώθησαν διά την ελευθερίαν, αλλά διά να σκοτωθούν συναυτοί τους ,και είναι κακοί άνθρωποι, Καρβονάροι, και τότε ειμπορούν οι Βασιλείς να βοηθήσουν τον Τούρκο και να λάβωμε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον οπού είχαμε γράφομε και έρχεται οπίσω ο Υψηλάντης και μην επήρε ο νους σας αέρα. Τότε τους ησύχασα. Οι άρχοντες και ο Μαυρομιχάλης έστειλαν τον Αναγνωσταρά και εγύρισαν οπίσω τον Υψηλάντη, και επήγε πάσα ένας εις την θέσι του».

Ο μακράν της υπόδουλης και έπειτα επαναστατημένης Ελλάδος ευρισκόμενος στην Εσπερία λόγιος Έλληνας και εκπρόσωπος του λεγομένου Νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής(1748-1833) υπήρξε πάντοτε ο υμνητής της εθνικής ομοψυχίας και ενότητος των Ελλήνων, επειδή επίστευε ακράδαντα ότι μόνο υπό συνθήκες απόλυτου εθνικής ομοψυχίας και ενότητος είναι δυνατή η απόκτηση της πολυπόθητου και περιποθήτου ελευθερίας καθώς και η διατήρησή της. Τούτο φαίνεται σε ένα μικρό απόσπασμα μιάς επιστολής του, υπό τον τίτλο «Σάλπισμα Πολεμιστήριον. Η Ελλάς προς τα τέκνα της», την οποία έγραψε προεπαναστατικά και συγκεκριμένα κατά το έτος 1801, όπου κάνοντας μία ιστορική αναγωγή στους αρχαίους Έλληνες, αναφέρει μεταξύ άλλων: «…Αλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι, έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Μη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα εκατώρθωσαν , ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Ελλήνων ομονοίας, ήρχισαν να ζηλοτυπώσι και να φθονώσι αλλήλους, να κατατατρέχωσιν ο εις τον άλλον, να σπειρώσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Και τί συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, αφήσετέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυα μου, διά να σας διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.

Η διχόνοια ολίγον κατ ’ολίγον έκαμε μικροψύχους τους μεγαλοψύχους ‘Ελληνας, κατέστησε τους σοφούς, άφρονας, εδίωξεν από τας καρδίας των την αγάπην της πατρίδος, και έβαλεν εις τόπον αυτής την δίψαν των ηδονών και πλούτου, εφυγάδευσε τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και έφερεν αντ’ αυτού την μικροπρέπειαν, την κολλακείαν, το ψεύδος, την απάτην και της απάτης όλα τα βδελυρά παρακολουθήματα. Και με τοιαύτα αγενή και δυστυχέστατα φρονήματα, πώς ήτο δυνατόν να μείνωσιν οι πρόγονοί σας ελεύθεροι; H ελευθερία, τέκνα μου, δεν αγαπά να κατοική εις τόπους, όπου δεν βασιλεύει η αρετή και η χρηστοήθεια …».

Όταν μάλιστα κατά τον Ιανουάριο του 1822 ο Αδαμάντιος Κοραής πληροφορείται ότι μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων κυριαρχούν η δολερή διχόνοια και η ακόρεστη φιλαρχία γράφει στις 10 Ιανουαρίου του 1822 μία θεσπέσια επιστολή, υπό τον τίτλο: «Προς τους Προεστώτας της Ελλάδος. Ελευθέρωσις και από τα Τυραννικά Πάθη», στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει και τα κάτωθι: «…Με απαρηγόρητον θλίψιν της ψυχής μου, φίλοι ομογενείς, ακούω ότι, αφού κατεπολεμήσατε γενναίως τους αγρίους τυρράνους της Ελλάδος, πολεμείσθε τώρα από ασυγκρίτως αγριωτέραν τυραννίαν, την τυραννίαν των παθών. Κακόν μέγα, δυστυχία αξιοθρήνητος, κοινή όμως εις όλας τας μεγάλας μεταβολάς των εθνών… Διά τι τούτο; Διότι όσοι μεν εκέρδαιναν από τα παράνομα προνόμια της προτέρας καταστάσεως, και εφαντάζοντο ότι ήσαν παρά τους άλλους ευδαιμονέστεροι, διότι ήσαν αδικώτεροι, τα αυτά άνομα προνόμια επιθυμούν να φυλάξωσι και εις την παρούσαν, και αν δυνατόν, να τα αυξήσωσιν, ουδέ καταδέχονται να συμμερισθώσιν ισονόμως και αδελφικώς την ευδαιμονίαν με τους αδελφούς των όσοι δε πάλιν υπέφεραν όλα τα κακά της παλαιάς καταστάσεως, ούδ’ αυτοί ευχαριστούνται εις την νέαν, αν δεν τους κάμη πάραυτα αντί πτωχών πλούσιους, αντί αδυνάτων δυνατούς, ως να ήτο πράγμα ζηλωτόν να αποκτάται ή δύναμις ή πλούτος, χωρίς δικαιοσύνην… Ημείς όμως, ελευθερωθέντες από τοιούτον άγριον τύραννον, οποίαν απολογίαν έχομεν της διχονοίας μας; Τας απολαύσεις πλούτου και δυνάμεως, τας οποίας απέλαυσάν τινες εξ ημών; Αλλ’ ο άνομος ζυγός του τυράννου μάς εβάρυνεν όλους εστίσης… ουδέ διάκρισιν άλλην μεταξύ δυνατού και αδυνάτου, πτωχού και πλουσίου έκαμνε, πλήν ότι η μιαιοφόνος του μάχαιρα εθέριζε μάλιστα των δυνατών και πλουσίων τας κεφαλάς. Δύναμις και πλούτος χωρίς ελευθερίαν είναι κατάρα πλέον παρά ευλογία του Θεού εις μόνα τα ελεύθερα έθνη εμπορεί να ευδαιμονήση ο πλούσιος και δυνατός, εάν μεταχειρισθή την δύναμιν και τον πλούτον εις την κοινήν των συμπολιτών ευδαιμονίαν, εάν ομονοή με τους συμπολίτας ως μ’ αδελφούς, εάν υποτάσσεται μ’ αυτούς εις τον ιερόν των νόμων ζυγόν, ζυγόν ελαφρόν ως τον ζυγόν του Χριστού επειδή οι δίκαιοι νόμοι άλλο βάρος δεν επιβάλλουν παρά την ισονομίαν, ήγουν την προς αλλήλους αδελφικήν αγάπην, την οποίαν επιβάλλει και του Ευαγγελίου ο ζυγός…».

Με ιδιαζόντως διδακτικό νουθετήριο λόγο ο Αδαμάντιος Κοραής επισημαίνει στους επαναστατημένους και μέχρι πρότινος υπόδουλους ραγιάδες Έλληνες ότι το αγαθό της ελευθερίας απαιτεί θυσίες και κυρίως την εκκοπή των τυραννικών και μισαδέλφων παθών, γράφοντας τα εξής: «…Μην ελπίζωμεν καμμίαν ωφέλειαν από την πολιτικήν ελευθερίαν, εάν δεν ελευθερώσωμεν και τας ψυχάς μας από τα τυραννικά και μισάδελφα πάθη. Δεν αρκεί ότι ερρήξαμεν τας αλύσεις μας, αν δεν φροντίσωμεν να εξαλείψωμεν και τους οποίους αι αλύσεις μας αφήκασι μώλωπας. Δεν αρκεί ότι απετινάξαμεν τον ζυγόν του μιαρού τυράννου, αν δεν πλύνωμεν και τους ρύπους με τους οποίους εμίανε τας ψυχάς μας η τυραννία. Διά ποίαν αιτίαν, ερωτώ σας, φίλοι ομογενείς, επαναστάθητε κατά του τυράννου; Διά τι τον πολεμείτε; Διά τους αδικίας του·διότι είχε δύο ζύγια, δύο μέτρα άνισα, δύο νόμους ο άνομος, ένα διά τους ομοθρήσκους του, και άλλον δι’ ημάς τους ασεβείς, ως ετόλμα να μας ονομάζει ο ασεβέστατος.

Αν αυτή είναι η αιτία διά την οποίαν εχύσατε και χύνετε καθ’ ημέραν το αίμα σας·αν σκοπόν άλλον δεν έχετε παρά να αρπάξετε μόνον τα άνισα και άδικα μέτρα από τας χείρας του τυράννου, διά να τα μεταχειρίζεσθε εσείς με την αυτήν ανισότητα προς αλλήλους, διά να υψώνεσθε ο ένας υπέρ τον άλλον, διά να καταδυναστεύη ο πλούσιος τον πτωχόν, ο δυνατός τον αδύνατον, και ο πανούργος τον απλούν και άκακον πολίτην…

Εάν λέγω τοιούτον έχετε σκοπόν, πιστεύσατέ με, αγαπητοί αδελφοί, ότι αδίκως εταράξατε και την ησυχίαν όλου του γένους μας… Αλλά τί λέγω ησυχίαν! Την ζωήν αυτήν εγίνετε αυτοί να στερηθώσι τόσαι μυριάδες αθώων ομογενών, όσους έσφαξαν και σφάζουν καθημέραν οι αιμοβόροι Τούρκοι. Των αμέτρων τούτων μυριάδων το αίμα δεν θέλει παύσειν να ζητή με κραυγάς οδυνηράς εκδίκησιν από τον Θεόν ενάντιόν σας, εάν εζώσθητε την ρομφαίαν, όχι διά να ελευθερώσετε την πατρίδα από την τυραννίαν, αλλά διά να γένητε σεις τύρρανοι, ή να γεννήσετε με τας διχονοίας σας κανένα τύραννον της πατρίδος…».

Ο Αδαμάντιος Κοραής αντιλαμβανόμενος  την κρισιμότητα της καταστάσεως λόγω της διχόνοιας και της φιλαρχίας των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι ευρισκόμενοι σε εμφύλιο πόλεμο υποθήκευαν το μέλλον της πατρίδος, γράφει: «…Βλέπετε πόσην δυσκολίαν δοκιμάζετε εις την ξερίζωσιν του παλαιού μας τυράννου. Αν αι διχόνοιαι φυτεύσωσι κανέν’ άλλον τύραννον μεταξύ σας, έχετε να δώσετε απολογίαν εις τον Θεόν, όχι μόνον δι’ όσα αίματα αθώων ομογενών μας εχύθησαν (ως έλεγα), άλλ’ ότι αφήνετε και εις τους απογόνους σας κληρονομίαν πλέον αιματώδη, τον εμφύλιον πόλεμον διότι αν οι απόγονοί σας βαρυμένοι από τον οποίον ετοιμάζετε εις αυτούς τύραννον, επιχειρήσωσι τον αφανισμόν του, τότε πλέον δεν έχουν να πολεμώσι Τούρκους, αλλά μέλλουν να σφάξωσι Γραικοί Γραικούς. Σπλαχνισθήτε, φίλοι αδελφοί, τους απογόνους σας μην αφήσετ’ εις αυτούς τόσον ολέθριον κληρονομιάν αλλά παραδώσετέ των την αποκτημένην με τα αίματά σας ελευθρίαν καθαράν από πάσαν πλεονεξίαν και ανισότητα…».

Η βαρύτιμος επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή περατούται με την συνετή και λελογισμένη προτροπή του προς τους επαναστατημένους Έλληνες να επιδείξουν την δέουσα ομόνοια και ομοφροσύνη ως Γένος ενωμένο και ομόψυχο ενώπιον της Ευρώπης προκειμένου να μην ανατρέψουν τις ευνοϊκές συνθήκες για την δικαίωση του εθνικοαπελευθρωτικού αγώνος τους υπέρ της πατρίδος. Γράφει δε χαρακτηριστικά τα εξής: «Ενδέχεται να φοβούμαι χωρίς αιτίαν, και εύχομαι να είναι μάταιος ο φόβος μου αλλά τοιαύτη φήμη διεδόθη εδώ περί της διχονοίας σας. Αν είναι αληθής, δείξατε εις τους Ευρωπαίους, με την εξής ομόνοιαν, ότι δεν εφάνητε μόνον ήρωες κατά των τυράννων, αλλά γνωρίζετε και τον ηρωϊσμόν της μετανοίας αν είναι ψευδής, δείξατε και πάλιν, ότι συκοφαντείσθε από τους εχθρούς σας.

Όπως αν είναι, συμφέρει και να στερεωθή και να κηρυχθή εις όλην την Ευρώπην, όσο δυνατόν εγρήγορα, η μεταξύ σας ομόνοια συμφέρει διότι, χωρίς αυτήν, δεν θέλετε ποτέ δυνηθήναι να καταστήσετε πολιτείαν ισόνομον, και ακολούθως ελευθέραν, συμφέρει, ότι η ομόνοια θέλει σας προξενήσειν φίλους και προστάτες όλους τους Ηγεμόνας της Ευρώπης. Αυτοί εώς τώρα δεν εσυμφώνησαν ακόμη εις την περί της μελλούσης ημών καταστάσεως κρίσιν, φοβούμενοι μη μας αναγκάση η διχόνοια να προσφύγωμεν εις ένα μόνον εξ αυτών, το οποίον κρίνουν ασύμφορον εις την παρούσαν της Ευρώπης κατάστασιν εάν όμως πληροφορηθώσιν, ότι όχι μόνον ομονοούμεν, αλλά και αποφασίσαμεν να κυβερνώμεθα αυτόνομοι, μην αμφιβάλλετε ότι, όντες δίκαιοι και φιλάνθρωποι, θέλουν μετά χαράς μάς βοηθήσειν να αποδιώξωμεν ολότελα από την Ελλάδα τον τύραννον… ταύτα, φίλοι ομογενείς, ετόλμησα να σας γράψω αποβλέπων εις όχι κανέν’ άλλο τέλος παρά της κοινής ημών πατρίδος την ευδαιμνίαν, την οποίαν εύχομαι από ψυχής εις όλον το ελληνικόν γένος».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821 - 2021

ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΙΧΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΧΙΑΣ

·   Ιστορικά κείμενα-μαρτυρίες του Στρατηγού Μακρυγιάννη για την δίδυμη εθνική κατάρα των Ελλήνων, την διχόνοια και την φιλαρχία.

Στην διαχρονική ιστορική περπατησιά του Γένους των Ρωμηών, ο ιστορικός μελετητής και ερευνητής δύναται ακόπως να διαπιστώνει τις πολλές και μεγάλες αρετές, οι οποίες περικοσμούν τους Έλληνες, αλλά και τα δύο μεγάλα και φρικτά πάθη, τις προσφυώς και ευγλώττως χαρακτηρισθείσες ως εθνικές κατάρες της ελληνικής φυλής, ήτοι της εμπαθεστάτης διχόνοιας και της ακορέστως απλήστου φιλαρχίας.

Το φιλελεύθερο και αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων εγέννησε τον ασύγκριτο σε παγκόσμιο επίπεδο αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας για την αποτίναξη του δυσβάστακτου  και φρικτού οθωμανικού τυραννικού ζυγού, αλλά και σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι εθνικές κατάρες του Γένους, η καταστροφική διχόνοια και το ανικανοποίητο πάθος της φιλαρχίας, οδήγησαν τους επαναστατημένους Έλληνες και την δόλια πατρίδα σε εμφύλιο σπαραγμό και σχεδόν σε ολοσχερή αφανισμό.

Ιδιαίτερα καυστικός είναι ο λόγος του μεγάλου εθνικού ήρωα του αγώνος της εθνικής παλιγγενεσίας Στρατηγού Μακρυγιάννη (1829-1864), ο οποίος στα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία εγράφησαν μεταξύ των ετών 1829- 1850, χωρίς υπεκφυγές και «λεκτικές διπλωματίες» θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων όταν αναφέρεται στην βαρύτατη ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της πολυμαρτυρικής Ελλάδος, η οποία με τον ακόρεστο φιλοπλουτισμό και την άνευ ορίων φιλαρχία της αλλά κυρίως με την διχόνοια και τον άκρατο κομματισμό της, τόσο κατά την διάρκεια της επαναστατικής όσο και της μεταεπαναστατικής περιόδου οδήγησε πολλές φορές την πατρίδα στο χείλος της αβύσσου και της εθνικής καταστροφής.

Ο λόγος του Στρατηγού Μακρυγιάννη ως άλας επί της πληγής προκαλεί πόνο για το κατάντημα των ηγητόρων την φυλής και του έθνους κατ’ εκείνη την κρίσιμη χρονική περίοδο και διαχρονικά μέχρι και σήμερα, αλλά συνάμα αφυπνίζει και συνειδήσεις ευρισκόμενες εν υπνώσει. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης με γραφή, η οποία τέμνει ως δίστομος μάχαιρα και αποκαλύπτει τα δεινά που διαχρονικά προκαλούν στην Ελλάδα τα δύο «Εθνικά Πάθη» μας, ήτοι η διχόνοια και η φιλαρχία, γράφει τα εξής συγκλονιστικά: «Ήρθετε εσείς οι μεγάλοι μας πολιτικοί να μας λευτερώσετε, όταν σηκώσαμεν την επανάστασιν μόνοι μας κι’ αγωνιζόμαστε τις πρώτες χρονιές με τους σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικούς – φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι’ ο πατριωτισμός και η αδελφοσύνη οπούχαμεν αναμεταξύ μας. Όταν κοπιάσατε εσείς, μας γυμνάσετε την διχόνοια, μας φέρατε τις φατρίες και τ’ άλλα τ ’αγαθά· και κακοβάλετε το δυστυχισμένο αθώον έθνος…

Όταν ήρθε ο Βασιλέας ποιός τους ‘ρέθιζε τους αγωνιστάς; Η αφεντειά σας, οι μεγάλοι πολιτικοί. Και πήγαν εις την Τουρκία και χάθηκαν οι περισσότεροι. Και τόσοι άλλοι χάθηκαν εις την Πελοπόννησο, όπου σκοτώθη ο Κρίτζαλης κι’ άλλοι, και στην Σπάρτη κι’ αλλού. Και τόσοι εις τα τριάντα έξι, οπού χάθη το άνθος του Έθνους. Και τόσους οπού έκοψε η Τζελατίνα και τόσοι οπού πέθαναν εις τις φυλακές. Και τόσοι εις τις διάφορες εκλογές εσάς των Εκλαμπροτάτων πολιτικών μας.

Σας ερωτώ, εσάς τους Εκλαμπροτάτους και μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ελλάδος αρχή και τέλος· αν ήρθετε από καλοσύνη σας να φωτίσετε, να μας λευτερώσετε, διατί να χυθούν αυτά τα αίματα οπού χύθηκαν και η πατρίδα να είναι εις την κατάστασιν οπού είναι ως την σήμερον, και να γένη αυτείνη η δυστυχία γενικώς εις του τίμιους ανθρώπους; Και να θέλουν οι Αγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρούσσοι, οι Αυστριακοί ή άλλο κράτος να μας κυβερνήσουν με το μέσον το δικόν σας;    

Η αφεντειά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, ήστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι’ ακόμα εις όλα τα πράματα της πατρίδας· αν είχετε αρετή κι’ ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιέταν το δυστυχισμένο, το αθώον Έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού; Πότε συβουλέψετε το στρατιωτικόν πατριωτικώς, κι΄ αυτό εβήκε από τα καθήκοντά του και δεν σας άκουσε;

Είπα τα πατρικά σας αιστήματα και τον πατριωτισμόν οπού δείξετε όλοι σας, οπού κοπιάσετε να μας λευτερώσετε. Αυτείνοι είναι οι αγώνες σας. Είχαμεν τόσα σπίτια σημαντικά και εις την Ρούμελη και εις την Πελοπόννησο και νησιά, όπου πραματικώς θυσίασαν διά την πατρίδα. Πού είναι τώρα; Χάθηκαν τα περισσότερα. Τα παιδιά μας και πολλοί οπού ζούνε από αυτούς στραβώνουν μυίγες μέσα εις του δρόμους της ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν απόξω Ορθόδοξοι Χριστιανοί και σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοί αρχηγοί, τόσοι νοικοκυραίοι- τα παιδιά τους κι’ όσοι ζούνε λένε «ψωμάκι» οι περισσότεροι και πούν’ το;

Eσάς, σας τιμήσαμεν, σας δοξάσαμεν, σας κάμαμεν Εκλαμπροτάτους, αντιπροσώπους εις τα δυνατά έθνη. Και πληρώνεστε χοντρούς μιστούς. Ότι σας κάμαμεν σημαντικούς και βέβαια θέλετε και καλούς μιστούς να ζήσετε. Ενώ εμείς και πρώτα και τώρα ζούμεν όπως μπορέσωμεν - όμως οι Εκλαμπρότητές σας δεν θέλομεν να κακοπορέψετε· κι’ αν σας ιδούμεν δυστυχείς λυπώμαστε κ’ ευτύς θαν’ αναπάψομεν τα δεινά σας. Κι’ ως τίμιοι άνθρωποι αυτό πρέπει να κάμωμεν διά ν’ αναστήσωμεν στύλους εις την πατρίδα μας από ανθρώπους άξιους να την βοηθούν, καθώς κάνουν όλα τα έθνη. Εμείς αυτό αρχή και τέλος το ακολουθούμεν εις την Εκλαμπρότη σας· η Εκλαμπρότη σας τί κάμετε σ’ εμάς;

 Κι’ ό,τι λάφυρα έκανε τόνα το κόμμα και σκοτωμούς, του αλλουνού του αδυνάτου τάκανε κ’ εκεινού του κόμματος γύμνωνε τους κατοίκους. Κι’ όποιος δεν ήθελε ν’ ακούση την συμβουλή σας και την διαταγή σας, Εκλαμπρότατοι, και ήταν τίμιος άνθρωπος και λυπάταν του ομογενείς του, τους συναγωνιστές του τους κατοίκους και δεν είχε αυτείνη την ψυχή να τους γυμνώση και να τους πάρη την χαψιά από το στόμα τους, να πεθάνουν αυτείνοι και η φαμελιά τους, αυτόν δεν τον λέγετε τίμιον τον τοιούτον, αλλά τον λέγετε ανάξιον και άναντρον…

Οι Εκλαμπρότητές σας ήσασταν άγιοι εις τον Αγώνα και λευτερώσετε την πατρίδα, και το στρατιωτικόν όλοι λησταί και θερία ανήμερα! Και πώς υποφέρετε μ΄αυτούς; Ήταν τα πατριωτικά σας αιστήματα και οι γενναίες σας θυσίες προς όφελον αυτής της πατριδας! Αυτό εφάνη κ΄ από τον διορισμόν εις τα τάματα των συνρόφωνέ σας… Τότε φυλακώσετε όλους του οπλαρχηγούς εις τ΄ Ανάπλι. Κ’ έπαθαν τόσοι αγωνισταί. Και χάθηκαν από την Τζελατίνα κι’ από το ντουφέκι. Από αυτόν σας τον πατριωτισμόν και θυσίες μπήκετε σε σημαντικές θέσες, γίνετε πρέσβες με χοντρούς μιστούς και με πλήθος σταυρούς. Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής· κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον - είτε τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει».

Περί της ηθικής καταπτώσεως της πολιτικής ηγεσίας της άρτι απελευθερωθείσης Ελλάδος μνείαν ποιεί ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπογραμμίζοντας την ασυνέπεια μεταξύ λόγων και έργων, η οποία φανερώνει ότι οι κατακυριεύμενοι από το ακόρεστο πάθος της φιλαρχίας Έλληνες πολιτικοί αυτοεξευτελίζονταν προκειμένου να κατακτήσουν την «καρέκλα της εξουσίας». Γράφει εν προκειμένω ο Μακρυγιάννης τα εξής: «Δείξατε τί πατριωτισμόν και τί εθνικά φρονήματα είχετε κ’ εσείς και οι σύντροφοί σας, οι ρήτορές σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσίαζαν γενικώς τους Έλληνες - με λόγια παχιά και μ’ ασκιά μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της Αυλής και των υπουργών. Τί κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ό,τι κάμετε κ’ εσείς οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι;… προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σαν να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάζαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή κι΄ οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι’ ό,τι νομοσκέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοι Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τί αξίζετε και τί κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος…

Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί τόχουν σε δόξα, τόχουν σε τιμή, τόχουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι την κοινωνίας και της πολιτείας…».

Στην κατακλείδα του επιλόγου των «Απομνημονευμάτων» αυτού ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπογραμμίζει ή μάλλον νουθετεί και παραινεί τους νεοέλληνες μετά πόνου ψυχής και φιλοκαρδίου αγωνίας να απέχουν πάσης φιλαρχίας, φιλοπλουτισμού, διχόνοιας και αλαζονικών εγωιστικών συμπεριφορών. Επειδή, όπως αναφέρει, το μέγιστο πρόσταγμα και πρόταγμα είναι το καλό της πατρίδος, το οποίο επιτυγχάνεται μόνο μέσω της εθνικής ομοψυχίας, ομόνοιας και ενότητος. Η δε γραφή του είναι λίαν επίκαιρη και διδακτική σε σχέση και με την σύγχρονη πολιτική, κοινωνική και πνευματική κατάσταση της Ελλάδος όπου τα επάρατα εθνικά πάθη της διχόνοιας και της φιλαρχίας, δυστυχώς, καλά κρατούν. Γράφει λοιπόν ο πολύς Μακρυγιάννης ότι: «Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα - ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ» ; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λέμε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.

Έγραψα γυμνή την αλήθειαν, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε · «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και νάχουν την επιρροή για ικανότη».

 Σε μια στιγμή ψυχικής εξάρσεως και αυτοκριτικής για τα δεινά, τα οποία προκάλεσαν οι ηγήτορες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, στην πολυμαρτυρική πατρίδα Ελλάδα, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει και καταθέτει την παρακαταθήκη του για τους επιγενομένους αναφέροντας: «Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα ανάντιον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ‘διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από μας τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμεν την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως σήμερον, οπού δε θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν …

Το έθνος αφανίστη όλως διόλου και η θρησκεία εκκλησία εις την πρωτεύουσα δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος… Ό,τι του λες η θρησκεία δεν είναι τίποτας! Αλλοίμονο σ’ εκείνους όπου χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου και να καταφρονιώνται τ’ αθώα αίματα οπού χύθηκαν! Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ‘νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ











Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΩΣ ΑΜΝΟΣ ΑΜΩΜΟΣ ΕΠΙ ΣΦΑΓΗΝ ΗΧΘΗ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄ (+10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821)

Με τις ακόμη νωπές δάφνες και μυρτιές και με αμάραντα ρόδα και βάγια της Μεγαλοβδομάδος εκείνου του Απριλίου του σωτηρίου έτους 1821, με την εντός του πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου ευωδία από τα μύρα και το αναστάσιμο θυμίαμα να πιστοποιεί την εκ του μνημείου έγερση του Πρωτοτόκου των νεκρών Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, και με το αίμα και το σώμα του Αναστάντος Χριστού ακόμη στα χείλη και στο στόμα, ίσταται αγέρωχος και απτόητος καίτοι νεκρός επί του ικριώματος της αγχόνης στην κεντρική Πύλη των Πατριαρχείων, ο Μέγας νεκρός των Πανορθοδόξων Ηγούμενος, Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος διά του μαρτυρικού αυτού θανάτου κατέστη αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και κενωτικής αγάπης υπέρ του Γένους και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε μετά από διακόσια έτη από το Χριστομίμητο μαρτύριό του η παραμένουσα εισέτι εσφραγισμένη Πύλη των Πατριαρχείων να αποτελεί της αθανάτου Ρωμιοσύνης το καύχημα και της Εθνικής Παλιγγενεσίας το προπύργιο.

Είναι συγκλονιστικοί και αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο οι προ της καθαιρέσεως από την Υψηλή Πύλη και προ του μαρτυρίου της αγχόνης λόγοι του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου, ο οποίος στις επίμονες προτροπές των «Φιλικών» και των ξένων πρεσβευτών να παραιτηθεί της Πατριαρχίας, να φύγει και να σωθεί, απαντούσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Προς δε τους «Φιλικούς», οι οποίοι επέμεναν να τον φυγαδεύσουν μυστικώς, εκείνος ως Εθνάρχης και Γενάρχης: «Εγνώριζεν… την ύπαρξιν της Φιλικής Εταιρείας και μυστικώς προσηύχετο και ηυλόγει τας προσπάθειας αυτής υπέρ απελευθερώσεως του δούλου γένους… Χρεωστούμεν έλεγε να ποιμάνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας, και χρείας τυχούσης να κάμωμεν όπως ο Ιησούς δι’ ημάς, διά να μας σώση (εννοών και την θυσίαν της ζωής των ακόμη)».

Απευθυνόμενος πατρικώς προς τον Μουρούζη: «Σωθείτε σεις έλεγεν… διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσητε την πατρίδα. Μη προτρέπετε όμως εμέ εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν δύνανται παρά να εκπλαγώσιν επί τω αδίκω θανάτω μου και δεν θα παρέλθωσιν ίσως αδιάφοροι προ της ύβρεως, ην εν τω προσώπω μου θα υποστή η πίστις του Χριστού. Και οι Έλληνες, οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται μετά μεγαλειτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Θα εκδικήσωσι τον θάνατόν μου. Αναμένετε μεθ’ υπομονής, ό,τι και αν συμβή. Δεν θα θελήσω όμως ποτέ να γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θ’ ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος διερχόμενον να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης». Αν δε το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, είμαι πεπεισμένος ότι θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμήν, διότι εξεπλήρωσα το καθήκον μου. Τετάρτην φοράν δεν θα υπάγω εις τον Άθωνα. Δεν θέλω».

Ανάλογη υπήρξε η απάντησή του και προς τον Παπαρρηγόπουλο: «Πηγαίνετε εις την ευχήν μου και μη σκέπτεσθε εμένα. Το τέλος μου απεφασίσθη από τον Θεόν και θα γίνη το θέλημά του». Το μεγαλείο της ψυχής του αγίου ανδρός αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τους κατ’ ιδίαν λόγους του και προς τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους, και υμείς η Σύνοδος, οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του Τυράννου. Αλλ’ αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».

Οι Μεγάλες ώρες του επί του εν Φαναρίω Γολγοθά μαρτυρίου αυτού εγράφησαν ανεξίτηλα στις αψευδείς δέλτους της απροσωπολήπτου ιστορίας αλλά κυρίως και διαχρονικώς στις καρδίες τόσο των Πανελλήνων όσο και των Πανορθοδόξων, οι οποίοι μέχρι και σήμερα και έως συντελείας των αιώνων εν απολύτω βεβαιότητι γόνυ κλίνοντες στην εσφραγισμένη Πύλη των Πατριαρχείων, νοερώς βιώνουν ότι προσκυνούν αυτόν τούτον τον εν Πατριάρχαις άμωμο και άδολο αμνό, ο οποίος ουδέ προς στιγμήν εσκέφθη να εγκαταλείψει το ποίμνιο αυτού προκειμένου να σωθεί, αλλά ως αληθής Ποιμήν και Πατήρ επί σφαγήν ήχθη και κατέστη Μεγαλόμαρτυς και Ιερομάρτυς της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας πρεσβεύων ες αεί υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους.

Τα γενόμενα κατ’ εκείνες τις Μεγάλες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος και της Κυριακής του Πάσχα του σωτηρίου έτους 1821, ενός Πάσχα που μας αναγάγει νοερώς στο σταυρικό Πάσχα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όταν άπασα η Κωνσταντινούπολη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο σφαγείο σε βάρος των Ορθοδόξων Ρωμιών κατ’ εντολήν του αιμοβόρου και αιμοσταγούς μισέλληνος Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, και κυρίως τα τραγικά και φρικτά συμβάντα κατά το Μέγα Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα, ήτοι την 9η και 10η Απριλίου του 1821, κατέγραψε και διέσωσε στις ιστορικές σελίδες του εν έτει 1860 εκδοθέντος πονήματός του και ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος αναφερόμενος στον μαρτυρικό θάνατο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, γράφει εκτενώς τα κάτωθι: «Την δε 9, ήτοι το μέγα Σάββατον, απεκεφάλισε (εννοεί την Υψηλή Πύλη) δύο εφημερίους της Μεγάλης Εκκλησίας (εννοεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο) φύλακας της δομνίτσης Ευφροσύνης Μουρούζη φυγούσης. Την δε εσπέραν της αυτής ημέρας διεσκορπίσθησαν καθ’ όλην την ενορίαν του Πατριαρχείου, εντός και εκτός του Φαναρίου, πεντακισχίλιοι ωπλισμένοι γενίτσαροι μηδενός ειδότος την αιτίαν. Οι γενίτσαροι περιεφέροντο όλην την νύκτα εις τα οδούς του Φαναρίου μέχρι της ενορίας του Αγίου Δημητρίου της Ξυλόπορτας και του Μπαλατά μηδένα ενοχλούντες. Προς δε το μεσονύκτιον έκραξεν ο κράκτης της Εκκλησίας, και οι Χριστιανοί, αν και έμφοβοι, συνήλθαν ακωλύτως και ανενοχλήτως διά μέσου του πλήθους των γενιτσάρων εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου. Ελειτούργησεν ο Πατριάρχης μετά των δώδεκα αρχιερέων κατά την συνήθειαν, και, απολύσεως γενομένης, ανεχώρησαν όλοι εις τα ίδια ως και άλλοτε ανενόχλητοι.

Ανέβη και ο Πατριάρχης εις τα Πατριαρχεία εν ω ήρχιζε να φωτίζη. Αλλά, μόλις ανέβη, και ειδοποιήθη ότι ο Σταυράκης Αριστάρχης, ο διαδεχθείς την προτεραίαν τον αποκεφαλισθέντα μέγαν διερμηνέα Μουρούζην, ήρχετο εις το Πατριαρχείον.

Ο Πατριάρχης διέταξε να τον εισάξωσιν εις το ιδιαίτερον δωμάτιόν του, αλλ’ ο Αριστάρχης απεκρίθη, ότι επροτίμα να εισαχθή κατ’ ευθείαν εις το συνοδικόν, όπου και εισήχθη. Εισήχθη μετ’ ολίγην ώραν εις το συνοδικόν και τις Οθωμανός γραμματεύς του Ρεήζ-Εφέντη, και μετ’ αυτόν εισήλθε και ο Πατριάρχης εις έντευξίν των. Αφ’ ου δε εχαιρετήθησαν και εκάθησαν και οι τρεις, ο μέγας διερμηνεύς είπεν, ότι ο γραμματεύς έφερε φιρμάνι και είχε διαταγήν να το αναγνώση αυθωρεί επί παρουσία των αρχιερέων, των προυχόντων και των αρχηγών των συντεχνιών.

Ο Πατριάρχης διέταξε να συνέλθωσιν οι ρηθέντες, και εις επήκοον των συνελθόντων ενεγνώσθη το φιρμάνι λέγον, «Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του, και τω προσδιορίζεται διαμονή το Καδδίκιοϊ μέχρι δευτέρας διαταγής». Μετά δε την ανάγνωσιν συνοδευόμενος ο Πατριάρχης υπό του Νικηφόρου του πιστού του Αρχιδιακόνου, απήχθη, παρά την φράσιν του φιρμανίου και κατά διαταγήν ως φαίνεται μυστικήν, εις το δεσμωτήριον του Μποσταντσήμπαση….

Διήρκει η περί ης ο λόγος τελετή, ότε εξήχθη της φυλακής ο Γρηγόριος, όστις νοήσας εκ τινων σημείων ότι ήγγιζεν η ώρα του θανάτου του, προητοιμάζετο αδιαλείπτως προσευχόμενος. Εμβάς δε εις πλοιάριον απεβιβάσθη εις το παράλιον του Φαναρίου. Εκεί ατενίσας εις τον ουρανόν, όπου έμελλε ν’ αναβή μετ’ ολίγον, έκαμε τον σταυρόν του, εγονάτισε, και έκλινε την… κεφαλήν του υπό την μάχαιραν του δημίου, αλλ’ ο δήμιος τον ανήγειρεν ειπών αυτώ να τον ακολουθήση, διότι δεν ήτον εκείνος ο τόπος της ποινής του. Οδεύοντες εκείθεν έφθασαν εις τα Πατριαρχεία. Εκεί ο δήμιος τον εκρέμασε προσευχόμενον από του ανωφλίου της μεγάλης πύλης μετά την μεσημβρίαν της Κυριακής του Πάσχα, ώστε καθ’ ην ώραν εφήμιζαν άνωθεν του Πατριαρχείου και επολυχρόνουν τον νέον Πατριάρχην οι… ψάλλοντες το εις πολλά έτη δέσποτα, εκρέματο κάτωθεν ως ληστής και κακούργος ο προκάτοχος αυτού, όστις προ ολίγων ωρών προσφέρων την αναίμακτον θυσίαν υπέρ των του λαού αγνοημάτων, ευλόγει τους πιστούς ασπαζομένους εν ευλαβεία και κατανύξει την εν τοις αγίοις των αγίων αγιασθείσαν και αγιάζουσαν δεξιάν του.

Αι τελευταίαι στιγμαί του Γρηγορίου εφάνησαν στιγμαί ακραιφνούς πίστεως και ανεξικακίας, οποίας προετοιμάζει ακηλίδωτος συνείδησις, αγαθοποιός καρδία, παράβλεψις της προσκαίρου ζωής και προσδοκία της μελλούσης. Το δε επί του λειψάνου έγγραφον της καταδίκης έλεγε τας αιτίας δι’ ας εκρίθη άξιος θανάτου... ».

Ο Σπυρίδων Τρικούπης διασώζει το πλήρες κείμενο του άκρως υβριστικού και θρασύτατου κατά το ύφος και τους λόγους οθωμανικού «Γιαφτά», όπου η Υψηλή Πύλη αναφέρει ότι η κυρία αιτία για την βάρβαρη απόφασή της, η οποία αφορούσε  τον απαγχονισμό του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, ήταν το γεγονός ότι ο Αρχηγός του millet των Ρωμιών ήταν γνώστης και μέτοχος του όλου εγχειρήματος της Εθνικοθρησκευτικής απελευθερωτικής Επαναστάσεως των υπόδουλων Ελλήνων τους οποίους δεν απέτρεψε να επιχειρήσουν τον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας κατά της κυριάρχου οθωμανικής εξουσίας. Το δε κείμενο του «Γιαφτά» αυτολεξεί έχει ως εξής: «Ιδού το έγγραφον, το τουρκιστί λεγόμενον «Γιαφτάς» ...Χρέος των αρχηγών των υπό την εξουσίαν μου διαφόρων λαών είναι να επαγρυπνώσι νύκτα και ημέραν τους υπό την οδηγίαν των, να παρατηρώσι την διαγωγήν των και ν’ αποκαλύπτωσι και αναφέρωσιν εις την κυβέρνησιν μου τας αθεμίτους πράξεις των. Οι δε Πατριάρχαι, ως αρχηγοί των ραγιάδων ζώντων εν ασφαλεία υπό την σκιάν της αυτοκρατορικής μου εξουσίας, οφείλουν να ήναι υπέρ πάντα άλλον ανεπίληπτοι, τίμιοι, πιστοί και ειλικρινείς. Έχοντες δε τας αρετάς ταύτας οφείλουν, οσάκις παρατηρήσουν κακάς κλίσεις του λαού των, να τας εμποδίζωσι δι’ απειλών και συμβουλών, ή, αν αναγκαίον, και διά ποινών κατά τα έθιμα της θρησκείας των, και τοιουτοτρόπως να φαίνωνται ευγνώμονες εν μέρει προς την Υψηλήν Πύλην δι’ ας απολαμβάνουν χάριτας και ελευθερίας υπό την αγαθοποιόν σκιάν της.

Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο δώσας άλλοτε δείγματα της εις την Υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του, αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του έθνους του, ας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων, διήγειραν. Και το χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελεσφόρητον, διότι τα κακά διαβούλια δεν είναι δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσωσι κατά της μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας, αίτινες έλαβαν ύπαρξιν θεόθεν προ υπερχιλίων ετών, και θα διατηρηθούν μέχρι της συντελείας του αιώνος καθώς μας βεβαιούν αι αποκαλύψεις και τα θαύματα. Αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μη αφανισθή και πέση εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ είναι και πολλοί αθώοι.

Καθ’ ον καιρόν εγνώσθη η αποστασία, η Υψηλή Πύλη, συμπάθειαν λαβούσα προ τους αθλίους ραγιάδας της, ησχολήθη να επεναφέρη τους πλανηθέντας διά της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας, και επί τω σκοπώ τούτω εξέδωκε πρόσταγμα διατάττουσα και συμβουλεύουσα τον Πατριάρχην τα δέοντα, και προσκαλούσα αυτόν ν’ αφορίση όλους τους αποστατήσαντας ραγιάδας όπου και αν ήσαν. Αλλ’, αντί να δαμάση τους αποστάτας και δώση πρώτος το παράδειγμα της εις τα καθήκοντα επιστροφής των, ο άπιστος ούτος έγεινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη εν Πελοποννήσω, και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν Καλαβρύτων. Ούτος λοιπόν είναι ο αίτιος του θεία βοηθεία επικειμένου παντελούς αφανισμού των αποπλανηθέντων ραγιάδων.

Επειδή πανταχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον αυτού του έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από του προσώπου της γης, και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».

Ο απαγχονισμός λοιπόν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ενίσχυσε την αγωνιστική θέληση των οπλαρχηγών του Αγώνα του 1821 και των παλικαριών τους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για να εκδικηθούν και να ελευθερώσουν την υπόδουλη πατρίδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικοί οι κατά την περίοδο της επαναστάσεως στίχοι: «Κτυπάτε πολέμαρχοι, μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχου», στους οποίους, όπως τονίζει ο Δ. Φωτιάδης, επιβεβαιώνεται ότι: «η αγχόνη που πήρε τη ζωή του (Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄) αντί να απελπίση το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωνε την απόφασή του να ζήση ελεύθερο ή να πεθάνη».

Αναφερόμενος ο Σπυρίδων Τρικούπης στα όσα επηκολούθησαν μετά τον φρικτό απαγχονισμό του μεγαλομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, γράφει τα κάτωθι: «Επί ταύταις ταις αιτίαις εξετελέσθη η καταπλήξασα και καταταράξασα τον χριστιανικόν όλον κόσμον μιαιοφονία του αρχηγού της Ανατολικής Εκκλησίας το εβδομηκοστόν έτος διανύοντος.

Τούτου δε γενομένου, ανεχώρησαν εκ των Πατριαρχείων ο μέγας διερμηνεύς, ο γραμματεύς και οι λοιποί. Το δε δειλινόν της αυτής ημέρας ο Μπεντερλή-Αλήπασας, ο προ ολίγου διορισθείς αρχιβεζίρης, διέβη διά του Φαναρίου μεθ’ ενός μόνου υπασπιστού, και εκάθησε πέντ’ εξ λεπτά αντίκρυ του κρεμαμένου Πατριάρχου, θεωρών αυτόν και λαλών προς τον υπασπιστήν του. Διέβη εκείθεν μετά μίαν ώραν παρενδεδυμένος και ο σουλτάνος και έρριψε και αυτός το βλέμμα επί τον Πατριάρχην. Τρεις ημέρας έμεινε το λείψανον κρεμάμενον, την δε τετάρτην το καθείλεν ο αγχονιστής επί σκοπώ να το ρίψη εις την θάλασσαν, διότι οι κατά διαταγήν της εξουσίας κρεμάμενοι ή αποκεφαλιζόμενοι δεν αξιούνται ταφής.

Ήλθαν τότε προς τον αγχονιστήν Εβραίοι και λαβόντες την άδειάν του, κατά τινας δε και φιλοδωρήσαντες αυτόν, έδεσαν τους πόδας του λειψάνου, το έσυραν από των πατριαρχείων μέχρι του αιγιαλού του Φαναρίου χλευάζοντες και βλασφημούντες, και το έρριψαν εις την θάλασσαν εγχειρίσαντες το σχοινίον τω αγχονιστή, αναμένοντι εν πλοιαρίω. Απομακρυνθείς ούτος της ξηράς σύρων και το επί της θαλάσσης λείψανον, και φθάσας εν μέσω του κερατίου κόλπου μεταξύ Φαναρίου και ναυστάθμου απήρτησεν από του λειψάνου πέτραν εις καταποντισμόν του, αλλά το λείψανον δεν συγκατεποντίσθη, διότι δεν ήτον η πέτρα ικανώς βαρεία. Επέστρεψε τότε ο αγχονιστής εις την ξηράν, και λαβών άλλας δύο πέτρας επανήλθεν όπου εκυματίζετο το λέιψανον, προσεπισυνέδεσε και αυτάς, το ελόγχευσε δις και τρις εις απορρόφησιν νερού, και ούτω κατεβυθίσθη…».

    Το φρικτό ικρίωμα της αγχόνης και το «σχοινί» του Πατριάρχου, ο οποίος θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος, γενόμενος μέσα στους αιώνες το ακατάλυτο «σύμβολο» της αδούλωτης Ρωμιοσύνης, ο μέγας εθνοϊερομάρτυρας του Γένους, όπως ήταν φυσικό, συνεκλόνισε τον Ελληνισμό και αναστάτωσε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, και ιδίως την Ρωσία, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σχέση τους με την Υψηλή Πύλη. Τα αισθήματα των χριστιανικών λαών απέναντι στο μαρτύριο του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου μπορούμε να τα καταλάβουμε και μέσα από τους στίχους του κορυφαίου «Ύμνου εις την Ελευθερίαν:

«Κειές τες δάφνες, που εσκορπίστε/ τώρα πλέον δεν τες πατεί,/ και το χέρι, όπου εφιλήστε,/ πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.// Όλοι κλαύστε, αποθαμένος/ ο αρχηγός της Εκκλησιάς/ κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος/ ωσάν να τανε φονιάς.// Έχει ολάνοιχτο το στόμα/ π’ ώρες πρώτα είχε γευθή/ τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα/ λες πως θε να ξαναβγή// η κατάρα που είχε αφίση/ λίγο πριν να αδικηθή/ εις οποίον δεν πολεμήση,/ και ημπορεί να πολεμή.// Την ακούω, βροντάει, δεν παύει/ εις το πέλαγος, εις την γη,/ και μουγκρίζοντας ανάβει/ την αιώνιαν αστραπή.».

Ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην τιμή που απέδωσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον εθνοϊερομάρτυρα Άγιο Γρηγόριο Ε΄ αναγνωρίζοντας την «υπέρ όλου του έθνους αφοσίωσί» του, η οποία έφθασε στην υπέρτατη θυσία και αυτής ακόμη της ζωής του, γράφει χαρακτηριστικά: «πώς να μη ανακαλέσω εις την μνήμην της παρούσης γενεάς την τελευταίαν εκατόμβην (δηλ. του 1821), ην ο κλήρος ημών έθυσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πρώτον εν αυτή έπεσεν ο Οικουμενικός εκείνος Πατριάρχης, του οποίου την εικόνα έστησεν η ευλαβής ευγνωμοσύνη της παρούσης γενεάς παρά τα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως οικονόμον και φρουρόν πάσης πνευματικής του έθνους επιδόσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄ είχε άμα μεν την καρτερίαν του μάρτυρος, άμα δε την του κυβερνήτου δεξιότητα και όσον περί τα έσχατα της ζωής εμαραίνετο εν αυτώ η της διανοίας δύναμις και η του σώματος ρώμη, επί τοσούτον εκρατύνετο η υπέρ του όλου έθνους αφοσίωσις».

Το ανεξάλειπτον της αξίας της υπέρτατης του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου αγίου Γρηγορίου Ε΄ υπέρ της ελευθερίας και σωτηρίας του Γένους υπογραμμίζει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ομιλών ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1864, έλεγε: «Απατώνται, κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσιν ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω πού εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γράφη, κύριοι, αδύνατον ποτέ να εξαλειφθεί».

Και ούτω εγένετο Ελλάς. 



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ










Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

«ΤΟ ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΝ ΕΑΡ»

ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΣΦΑΓΕΣ
ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Πάσα σπιθαμή ελληνικής γης, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για την αποτίναξη του επαίσχυντου και τυραννικού οθωμανικού ζυγού, τόσο στην κυρίως ηπειρωτική και νησιωτική χώρα του σήμερα λεγόμενου ελλαδικού χώρου, όσο και στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κατοικούσαν οι υπόδουλοι ραγιάδες Ρωμιοί κατά την περίοδο της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστάσεως του 1821 ποτίστηκε με το θερμουργό ελληνικό αίμα, αφού οι πάσης ηλικίας Έλληνες γεύθηκαν την δολοφονική μάχαιρα και την γέενα της πυράς, κατόπιν της εντολής του αιμοδιψούς και αιμοβόρου σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, του όντως αιμοσταγούς, ο οποίος με τις εν είδει αντιποίνων αθρόες σφαγές κατά των σκλάβων του Ρωμιών επεδίωξε να κάμψει το φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων και να εδραιώσει την κλονιζόμενη οθωμανική κυριαρχία.

Καίτοι οι πλείστοι Νεοέλληνες γνωρίζουν, όσο βεβαίως γνωρίζουν, μόνο τα γενόμενα πολεμικά συμβάντα και τις φρικώδεις δηώσεις των Οθωμανών τυράννων σε βάρος των υποδούλων και εν έτει 1821 ήδη επαναστατημένων Ελλήνων στον κυρίως ελλαδικό χώρο και δη στις περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος, εντούτοις βαρύς υπήρξε ο φόρος αίματος και στις περιοχές της Κωνσταντινουπόλεως, της Σμύρνης και των Κυδωνιών, όπου το ελληνικό αίμα έρρεε ως ποταμός με το οποίο εποτίσθη το δένδρο της ελευθερίας.

Οι αψευδείς ιστορικές πηγές καταγράφουν τα όσα φρικώδη συντελέσθηκαν από τους τυράννους Οθωμανούς σε βάρος των υποδούλων Ρωμιών όταν το άγγελμα ότι επανέστη η Ελλάς έφθασε μέχρι την Υψηλή Πύλη, η οποία με σπασμωδικές κινήσεις και ενέργειες καταστροφών και πυρπολήσεων, βίας και βιαιοπραγιών, βασανιστηρίων και βιασμών, σφαγών και απαγχονισμών, καθώς και πάσης φύσεως βαρβάρων και φρικωδών ατιμώσεων οι οποίες υποβιβάζουν το ανθρώπινο γένος σε κατώτερο ακόμη και αυτών των κτηνών.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης κατέγραψε και διέσωσε στις ιστορικές σελίδες του εν έτει 1860 εκδοθέντος πονήματός του τα όσα εν είδει κολάσεως βίωσαν διά της οθωμανικής λεπίδος οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάϊο είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο σφαγείο, όπου ως άδολοι αμνοί εσφάζοντο αθρόως οι Ρωμιοί Μητροπολίτες και λοιποί κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι επιφανείς προσωπικότητες των Ρωμαίικων Κοινοτήτων και ο πολύς λαός, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες πάσης ηλικίας, ενώ οι βεβηλώσεις και οι πράξεις ιεροσυλίας κατά των ιερών και οσίων της Ορθοδόξου πίστεως σε ιερούς ναούς, μονές και κοιμητήρια δεν είχαν τέλος.

Γράφει λοιπόν ο Σπυρίδων Τρικούπης τα κάτωθι: «Την αυτήν δε Κυριακήν του Πάσχα εκρέμασεν η Πύλη και τρεις των φυλακισθέντων αρχιερέων, τον Εφέσου, τον Αγχιάλου και τον Νικομηδείας. Ο τελευταίος ούτος, υπέργηρος ων, πριν φθάση εις τον τόπον της ποινής, πεσών κατά γης εξεψύχησεν, αλλά και νεκρός εκρεμάσθη. Τόσον δε ελύσσων οι Τούρκοι κατ’ εκείνας τας ημέρας, ώστε όχι μόνον εφόνευαν σωρηδόν αυθαιρέτως και αφόβως όσους απήντων Έλληνας, αλλά και, ως αν δεν ήρκουν εις χορτασμόν τα αίματα των ζώντων, επιστόλιζαν, περιφερόμενοι αχαλινώτως, και αυτούς τους κρεμαμένους, και διεμέλιζαν και τους επί γης νεκρούς. Περιήρχοντο δε τας οδούς και τινες ζητούντες αντιμισθίαν εις απαγωγήν των εν αυταίς πτωμάτων. Ουδαμού δε της πόλεως ετόλμα Χριστιανός να φανή, ή των παραθύρων να προκύψη.

Η Κωνσταντινούπολη εφαίνετο μάλλον καταγώγιον ληστών και αιμοβόρων θηρίων, ή καθέδρα βασιλέως και διαμονή ευρωπαίων πρέσβεων. Πολλοί των Ελλήνων εδραπέτευαν και κατέφευγαν υπό την γενναίαν και φιλόχριστον περίθαλψιν της Ρωσσίας εις ξένην γην αφανείς και γυμνοί οι πρώην επιφανείς και βαθύπλουτοι.

Ο μανιώδης όχλος της Κωνσταντινουπόλεως εξεμάνη και κατ’ αυτών των ιερών ναών των Χριστιανών. Την 22 Απριλίου συνήχθησαν προς τα χαράγματα νεανίαι Τούρκοι κατά το Εδρηνέκαπη, ηνώθησαν και τινες ηλικιωμένοι, και εισήλθαν όλοι εις την εκεί εκκλησίαν διά της βίας, εσύντριψαν τα στασίδια και ήρπασαν τα ασημικά, τα σκεύη της και τα άμφια των εφημερίων της. Παρεκάθητο φυλακή και τους είδεν, αλλ’ ούτε τους επέπληξεν, ούτε τους εμπόδισεν. Θαρρυνθέντες οι άτακτοι, συμπαραλαβόντες και άλλους ομοίους των, και φέροντες επί δοκαρίων εν είδει σημαιών τα φελώνια, τα επιτραχήλια και άλλα ιερά άμφια, αλαλάζοντες και χλευάζοντες, υπήγαν εις την εκκλησίαν του Εγρίκαπη, όπου εσύντριψαν τους πολυελαίους, έρριψαν κατά γης τα εικονοστάσια, έσπασαν τας εικόνας, εποδοπάτησαν τα ιερά σκεύη, και ήρπασαν τα ασημικά. Εκείθεν μετέβησαν εις τας εκκλησίας της Παναγίας του Μουχλίου, της Ξυλόπορτας, του Πατριαρχείου του αγίου Τάφου και του αγίου Ιωάννου του Μπαλατά αθεμιτουργούντες. Εκείθεν εκίνησαν προς την του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου φθάσαντες ηύραν τας πύλας κλειστάς και δεν εδυνήθησαν να τας ανοίξωσιν ούσας σιδηράς. Δύο δε εφημερίους, παρευρεθέντας εν τη αυλή του Πατριαρχείου, οι μανιώδεις ούτοι εσκότωσαν .

Το συμβάν τούτο ιδούσαι γυναίκες εκ των πέριξ οικιών ήρχισαν να ολολύζωσιν υποθέσασαι, ότι η Πύλη απεφάσισε γενικήν σφαγήν, ως εψιθυρίζετο. Γενικός δε ο φόβος κατέβαλεν όλην την ενορίαν του Πατριαρχείου, εντός και εκτός Φαναρίου, ώστε δεν ηκούοντο ειμή ολολυγμοί Χριστιανών, και στασιώδεις και φονικαί κραυγαί υπερδιακοσίων Τούρκων. Οι Τούρκοι, μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις την εκκλησίαν, ώρμησαν εις τα Πατριαρχεία και τα εγύμνωσαν. Οι δε ευρεθέντες εν αυτοίς καλόγηροι διεσκορπίσθησαν, και πολλοί ανέβησαν επί της στέγης καταφεύγοντες εις τας όπισθεν οθωμανικάς οικίας. Ο δε νεοχειροτόνητος Πατριάρχης κατέφυγε προς το μέρος του κοινού του Πατριαρχείου, όπου ευρόντες τον οι κακούργοι, οι μεν τον ύβριζαν και τον εφοβέριζαν, οι δε τον επροστάτευαν λέγοντες, ότι ήτο πιστός. Τον συνώδευσαν δε και εις την αστυνομίαν του Φαναρίου όπου ηύρεν επί τέλους άσυλον. Αι σκηναί αύται ήρχισαν περί τον όρθρον, και μόλις έπαυσαν την δ΄ ώραν μετά μεσημβρίαν διά της ενόπλου επεμβάσεως του γενιτσάραγα. Την δε επιούσαν η εξουσία έστειλεν εις το Πατριαρχείον όσα των διαρπαγέντων εδυνήθη να διασώση.

Μαινόμενος ο όχλος κατηδάφισε και την εκκλησίαν της Παναγίας του Μπαλουκλή διαφερόντως τιμωμένην διά το εν αυτή αγίασμα .

Η λύσσα δε της εξουσίας δεν ήτο μετριωτέρα της του όχλου. Αν και εφάνη ότι απεδοκίμαζε τας προϊστοριθείσας κατά των ιερών ναών του όχλου πράξεις, ούτε τινά των ατάκτων επαίδευσεν, ούτε αύτη έπαυσε χέουσα, ως και πρότερον, το αίμα του κλήρου και των κοσμικών. Εν ω δε έφριττεν όλη η Ευρώπη δι’ όσας προανεφέραμεν μιαιοφόνους πράξεις της τουρκικής εξουσίας, ο σουλτάνος εκάθηρε τον αρχιβεζίρην Μπεντερλή-Αλήπασαν διότι, ως διελάμβανεν το έγγραφον της καθαιρέσεως, εφείδετο του αίματος των Ελλήνων, και αντικατέστησε τον Σαλήχπασαν. Την τρίτην δε του Μαΐου, ο εστί, την ημέραν του διορισμού του νέου αρχιβεζίρη, και την δωδεκάτην αφ’ ης εβεβηλώθησαν οι ναοί και εχλευάσθησαν πανδήμως τα ιερά, απεκεφάλισεν η Πύλη τον υπερεκαντοταετή επίσκοπον Μυριουπόλεως, και τον εννέακαιδεκαετή υιόν του πρώτου άρχοντος της Ροδοστού. Την δε επαύριον διέταξε να κρεμασθώσι και οι λοιποί φυλακισθέντες αρχιερείς, ο Δέρκων, ο Ανδριανουπόλεως, ο Τυρνόβου και ο Θεσσαλονίκης. Οι φιλόχριστοι ούτοι αρχιερείς εν ω μετεκομίζοντο εις τον τόπον της ποινής εντός ενός και του αυτού πλοιαρίου, προητοιμάσθησαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας εις αποβίωσιν, έψαλαν οι ίδιοι την νεκρώσιμον ακολουθίαν, ικέτευσαν τον Θεόν των πνευμάτων και πάσης σαρκός υπέρ αναπαύσεως των ψυχών αυτών, και ευλόγησαν αλλήλους ειπόντες το «Μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον».

Αφ’ ου δε προσώρμισε το φέρον αυτούς πλοιάριον εις το Αρναούτκιοι, ο αγχονιστής, συμπλωτήρ και αυτός, διέταξε τον Τυρνόβου ν’ αποβή και να τον παρακολουθήση. Ο Τυρνόβου κλίνας την κεφαλήν απεχαιρέτησε τους εν τω πλοιαρίω συναδελφούς και συλλειτουργούς, τους ησπάσθη τον τελευταίον ασπασμόν, τοις είπεν εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωσις αδελφοί εις την άλλην ζωήν», και παρακολουθήσας τον αγχονιστήν εκρεμάσθη από του ανωφλίου της οικίας παρακειμένου τινός κουρείου.

Ο δε μέλας την μορφήν καθώς και την καρδίαν αγχονιστής, επανελθών εις το πλοιάριον, μετέφερε τα εν αυτώ απολειφθέντα θύματα εις Μέγα-Ρεύμα όπου εκρέμασε τον Αδριανουπόλεως. Εκείθεν μετέβη εις Νεοχώρι όπου εκρέμασε τον Θεσσαλονίκης, κακείθεν εις Θεραπειά προς ποινήν του Δέρκων. Ο υπέργηρος ούτος αρχιερεύς, ο υπέρ πάντα άλλον τιμώμενος διά την εμβρίθειαν, την πολλήν ελευθεροστομίαν και την γενναιοκαρδίαν του, φθάσας εις τον πυλώνα της μητροπόλεώς του όπου έμελλε να κρεμασθή, εζήτησεν άδειαν να προσευχηθή, προσευχήθη, παρεκάλεσε τον αγχονιστήν να μη του δέση τας χείρας, και λαβών ην εκράτει εκείνος θηλειάν, την ευλόγησε τρις σταυροειδώς εκφωνήσας το «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και στραφείς προς τον αγχονιστήν, είπε βαρεία τη φωνή, «εκτέλεσε την εντολήν του ασεβούς κυρίου σου». Είπε,  και η εντολή του ασεβούς εξετελέσθη.

Την αυτήν ημέραν εκρέμασεν η Πύλη και τον πιστόν αρχιδιάκονον του Πατριάρχου Γρηγορίου, Νικηφόρον, και τινας κοσμικούς. Μαθούσα δε, ότι και οι εν τω στόλω υπηρετούντες Υδραίοι εβουλεύοντο τον εμπρησμόν του, τον μεν αρχηγόν αυτών Κωνσταντίνον Γκιούστον και τους συν αυτώ αδελφούς και συγγενείς του απεκεφάλισεν επί της δεξαμενής του ναυστάθμου, τους δε λοιπούς τους μεν εκρέμασε, τους δε έπνιξε. Μεληδόν κατέκοψεν επί της ακτής του ναυστάθμου μετά τινάς ημέρας και τον διερμηνέα του στόλου, Νικόλαον Μουρούζην, νεώτερον αδελφόν του προαποκεφαλισθέντος μεγάλου διερμηνέως.

Εν μέσω δε των μεγίστων τούτων κακών, πολλοί εξωρίζοντο, αλλά και εν τη εξορία κατέστρεψεν η Πύλη τινάς των επισημοτέρων εν οις και τον προ ολίγου αυθέντην της Βλαχίας αναδειχθέντα Σκαρλάτον Καλλιμάχην. Εγένοντο δε και φόνοι, άλλοι αντ’ άλλων, παρά την διαταγήν και εις εμπαιγμόν αυτής της Πύλης....

Εν ω δε οι φόνοι ήσαν αδιάλειπτοι εντός της βασιλευούσης, ουδένα Έλληνα άφινεν η εξουσία να φύγη εκείθεν. Επ’ αυτώ τούτω την 8 Μαΐου αναγνώσθη Φιρμάνι εν τω Πατριαρχείω διαττάτον τον Πατριάρχην να προσκαλέση όλους τους ομοπίστους του ραγιάδας, και να λάβη εγγύησιν της μη φυγής των εκ Κωνσταντινουπόλεως. Να τους υποχρεώση δε και να αλληλεγγυώνται πέντε συνάμα, ώστε, αν εις εκ των πέντε έφευγεν, οι λοιποί τέσσαρες να ήναι ένοχοι θανάτου. Τοιουτοτρόπως οι εν τη Βασιλευούση δυστυχείς Έλληνες εκινδύνευαν πάντοτε διότι ή εφονεύοντο αν δεν έφευγαν, ή αν έφευγεν εις, εκινδύνευαν να φονευθώσι τέσσαρες αντ’ αυτού.

Παύοντες την αιμοσταγή διήγησιν των τραγικών συμβάντων εν Κωνσταντινουπόλει, εν η και μόνη δεκακισχίλιοι Χριστιανοί εθυσιάσθησαν, δεν δυνάμεθα να μη θαυμάσωμεν τον μέγαν χαρακτήρα, ον ο κλήρος, ο θείος τω όντι κλήρος, και οι άρχοντες επί της καταδιώξεώς των έδειξαν. Εν μέσω των δεσμών και των βασάνων, κατέμπροσθεν της επονειδίστου αγχόνης και υπό την ανθρωποκτόνον αξίνην, πολλοί εξ αυτών παρωρμώντο ν’ αρνηθώσι τον Χριστόν προς διαφύλαξιν της ζωής και απόλαυσιν πολλών άλλων επιγείων αγαθών, αλλ’ όλοι μέχρις ενός επροτίμησαν τας βασάνους και τον θάνατον.

Ότε εν τη βασιλική καθέδρα εχέετο ποταμηδόν και ανηλεώς το αίμα του ιερού κλήρου, των αρχόντων, των εμπόρων, των τεχνιτών και αυτού του όχλου. Ότε διά μόνης της φυγής, και αυτής επί θανατική ποινή απηγορευμένης, οι μεν άνδρες ήλπιζαν ν’ αποφύγωσι τας βασάνους και τον θάνατον, αι δε γυναίκες την ατιμίαν. Ότε τα Άγια των Αγίων εμιαίνοντο, και ό,τι εσέβετο και επροσκύνει ο Χριστιανός εσυντρίβετο, εποδοπατείτο ή εχλευάζετο. Ότε αι οικίαι επατούντο και αι ιδιοκτησίαι ηρπάζοντο. Ότε όλα ταύτα επράττοντο υπό τας όψεις των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών αυλών και τα πλείστα διά των διαταγών αυτού του σουλτάνου, εύκολον είναι να συμπεράνη τις τας αιματοχυσίας και τα παντός είδους παθήματα των δυστυχών Ελλήνων κατά τα άλλα μέρη της τουρκικής αυτοκρατορίας. Όπου Τούρκοι και Έλληνες, εκεί και σφαγαί και αρπαγαί και ατιμίαι…».

Και ούτω εγένετο Ελλάς.



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ










Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

1821-2021

ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΦΛΕΣΑ Ή ΠΑΠΑΦΛΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΤΟΥ 1821

·      Ιστορικές επιστολές της προεπαναστατικής περιόδου οι οποίες διασώζονται στα υπό του ιδρυτικού μέλους της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθου δημοσιευθέντα εν έτει 1845 «Απομνημονεύματα Περί της Φιλικής Εταιρίας».

Όταν ο Νεοέλληνας ακούει το όνομα Εμμανουήλ Ξάνθος (Πάτμος, 1772-Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 1852), η μνήμη του σχεδόν νομοτελειακά και αναπόφευκτα ανάγεται στην μυστική «Φιλική Εταιρεία» της οποίας κομβικής σημασίας ιδρυτικό μέλος υπήρξε κατά την προεπαναστατική περίοδο και συνέβαλε τα μέγιστα στην οργανωτική προετοιμασία της Εθνικής Παλιγγενεσίας καθώς και στην επιτυχή έκβαση αυτής κατά τα πρώτα βήματα αυτής, όταν και η σκέψη ακόμη για την επανάσταση των υπόδουλων ραγιάδων Ρωμιών εφάνταζε σχεδόν για όλους ως μία ανείπωτη τρέλα, αλλά πάντοτε και παντού οι κατά κόσμον σαλοί ενίκησαν και νικούν τον παράφρονα τούτο κόσμο και ένας εξ αυτών ήταν και ο φιλόπατρις και φιλογενής Εμμανουήλ Ξάνθος.

Ολίγα έτη μετά την απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους και της ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου και ελευθέρου ελληνικού κράτους ο Εμμανουήλ Ξάνθος δημοσίευσε εν έτει 1845 τα «Απομνημονεύματα Περί της Φιλικής Εταιρίας» στα οποία είναι αποθησαυρισμένες πλείστες όσες επιστολές, αναφορές, εκθέσεις και λοιπά ιστορικά έγγραφα από την αλληλογραφία των μεγάλων πρωταγωνιστών κατά την περίοδο της προεπαναστατικής περιόδου της Εθνικής Παλιγγενεσίας που αποτελούν διαχρονικώς ανεκτίμητης ιστορικής αξίας γραπτές μαρτυρίες για τον τιτάνιο αγώνα της όλης προετοιμασίας της Εθνικής Επαναστάσεως των Ελλήνων εναντίον του Οθωμανού τυράννου δυνάστου.

Στα προλεγόμενα του πολυτίμου και βαρυτίμου αυτού ιστορικού πονήματος ο Εμμανουήλ Ξάνθος επισημαίνει ιδιαιτέρως προς την «Νεολαίαν της Ελλάδος» τα κάτωθι λίαν επίκαιρα μέχρι και σήμερα, αλλά δυστυχώς και τραγικώς όχι πάντοτε αυτονόητα για τους Νεοέλληνες: «Η Ελλάς Ελευθερωθείσα μετά πολυετείς αγώνας, βασιλεύεται ήδη. Η Ελλάς προαχθείσα τη θεία βοηθεία εις την τάξιν των ανεξαρτήτων επικρατειών, έλαβεν ήδη τον οικείον τόπον μεταξύ της μεγάλης Ευρωπαϊκής Οικογενείας. Το Ελληνικόν έθνος δεν είναι πλέον δούλον, αλλά συντρίψαν τον ζυγόν των πολλών αιώνων αιχμαλωσίας, ανέκτησε την αυτονομίαν του. Οι Πατέρες σας προ ενός αιώνος εργαζόμενοι διά την Ελευθερίαν εξεπλήρωσαν το προς την πατρίδα χρέος των. Από το 1829: ο υλικός αγών απεπερατώθη και νέον στάδιον δόξης ηνοίχθη διά την επερχομένην γενεάν.

Εν τω μέσω κινδύνων, εν τω μέσω τυραννίας, εν τω μέσω των δυστυχημάτων και των ταλαιπωριών, άνδρες ομογενείς περί πολλού την ελευθερίαν της πατρίδος ποιούμενοι, επεχείρησαν, προ ενός τετάρτου αιώνος, έργον γιγαντιαίον, έργον, το οποίον ολόκληρον τον κόσμον εξέπληξεν, και το έργον τούτο διά της θείας αντιλήψεως, διά τη επιμόνου του έθνους καρτηρίας, διά της βοηθείας των πολιτισμένων εθνών, εις πέρας έφερον, και επανήγαγον την ελευθερίαν εις τους κόλπους της αρχαίας πατρίδος της.

Η Ελλάς πολυειδώς περιορισθείσα δεν έφθασεν εις τον προορισμόν της. Ό,τι οι πατέρες σας ήρχισαν διά του πολέμου, υμείς πρέπει να διά των φώτων να αποπερατώσητε. Δι’ αυτών και μόνων η Ελλάς δύναται να ενώση και πάλιν την οποίαν η τύχη διήρεσε μεγάλην Ελληνικήν φυλήν.

Δημοσιεύων σήμερον τα όσα εδυνήθην να διασώσω έγγραφα των πρώτων εργασιών της Φιλικής Εταιρίας, σκοπόν άλλον δεν προτίθεμαι, ει μη να αποδείξω εις την νεολαίαν τους κόπους και τους αγώνας τους οποίους οι πατέρες των υπέφερον διά να θέσωσι τον πρώτον λίθον της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτούς ας μιμηθώσιν, αυτών τα παραδείγματα ας παρακολουθήσωσιν. Ο προς την παιδείαν ζήλος των Ελλήνων είναι πασίγνωστος και τα υπέρ της Ελευθερίας αισθήματα των ακαταμάχητα. Αλλ’ η εξακρίβωσις του παρελθόντος, η αληθής γνώσις των αιτιών και των αποτελεσμάτων των μεγάλων έργων, παρέχουσι μαθήματα πείρας, μαθήματα επωφελέστατα εις τους νέους, εις τους τα πρώτα βήματα του πολιτικού βίου προβαίνοντας.

...ζώντες εις τον αιώνα των φώτων και του πολιτισμού, δεν δυνάμεθα να απαντήσωμεν καμμίαν δυσκολίαν εις την ανάπτυξιν της εθνικής μας ευημερίας. Το καλόν και κακόν θέλουν είσθαι επίσης των χειρών μας. Ας σπεύσωμεν διά των φώτων να αποκαταστήσωμεν το Ελληνικόν όνομα αγαπητόν, ας ανταποδώσωμεν εις τους ομογενείς μας των μη ελευθέρων επαρχιών, τα όσα ευεργετήματα μας εχορήγησαν διά της προς την παιδείαν προστασίας, την οποίαν με κίνδυνον της ζωής των πολλάκις έσωσαν και υπεστήριξαν. Οι πατέρες των συνέδραμον εις την ελευθερίαν της πατρίδας μας, ας τους συνδράμωμεν και ημείς διά των φώτων, προς ανάκτησιν της ηθικής των ελευθερίας».

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος μεταξύ των μεγάλης ιστορικής αξίας εγγράφων τα οποία έχει διασώσει και αποθησαυρίσει στα «Απομνημονεύματα Περί της Φιλικής Εταιρίας» είναι και η επιστολή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, υπό ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820, με την οποία μόλις πέντε μήνες πριν από την έναρξη της Εθνικής Επαναστάσεως για την απελευθέρωση των υποδούλων ραγιάδων Ρωμιών, απευθύνεται με λόγο εθνεγερτήριο και πατριωτικό προς άπαντες του Αρχιερείς, Άρχοντες, Προεστώτες και Προύχοντες του Γένους της Ηπειρωτικής και Νησιωτικής Ελλάδος, τους οποίους αποκαλεί ως «ΑΝΔΡΕΣ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΔΕΣ», προκειμένου αφού οι ίδιοι υπερβούν τους όποιους δισταγμούς, ενδοιασμούς και φόβους για το όλο όντως δυσχερές εγχείρημα και αφού αφυπνισθούν και πιστεύσουν στην ιδέα της Ελευθερίας και της ενόπλου Εθνικής Επαναστάσεως για την ανάσταση και αποκατάσταση του επί αιώνες δούλου Γένους, να εμπνεύσουν συνακόλουθα και τον φιλόπατρι λαό γενόμενοι μπροστάρηδες αυτής της όντως εθνικής ιδέας για την σωτηρία της Πατρίδος και των Ελλήνων.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε εκείνη την πολυσήμαντη εθνεγερτήρια επιστολή του έγραφε και διεκήρυττε μεταξύ άλλων και τα κάτωθι:

«Πανιερώτατοι και Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Ευγενέστατοι Άρχοντες και Προεστώτες, και πάντες οι Προύχοντες του Γένους, οι απανταχού εις την Στερεάν της Ελλάδος και εις τας Νήσους του Αρχιπελάγους διατρίβοντες.

ΑΝΔΡΕΣ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΔΕΣ

Εις τας παρούσας κρισίμους περιστάσεις, ότε τα έθνη της Ευρώπης άπαντα αγωνίζονται να αποκτήσωσι τα εθνικά αυτών δικαιώματα, και να περιορίσωσι την δύναμιν των τυράννων, ήρχισε να ανατέλη και το λαμπρότερον άστρον της ευδαιμονίας της Ελλάδος.

Η ταχεία και ευτυχής διάδοσις των φώτων εις όλας τας κλάσεις του Γένους μας, διέλυσε το σκοτεινόν νέφος, το οποίον μέχρι τούδε κατεσκότιζε τα πνεύματα των ομογενών μας. Όλων οι οφθαλμοί ηνεώχθησαν, και τώρα πλέον παρασταίνεται έμπροσθεν αυτών η δουλεία με τα μισαρώτατα και αίσχιστα χρώματα. Τώρα όλοι κοινώς μικροί τε και μεγάλοι συναισθάνονται την βαρείαν ατιμίαν του να υποφέρωσιν εις το εξής τον καταδυναστεύοντα ζυγόν της τυραννίας. Τα υψηλά εκείνα αισθήματα, τα οποία πάλαι ποτέ ανύψωναν τους προπάτοράς μας υπέρ πάντα τα έθνη, και τους απεκατέσταιναν ήρωας, εμφολεύουσι σήμερον και εις τας ψυχάς των ομογενών μας. Όλων αι καρδίαι καταφλέγονται από τον προς την Πατρίδα Ιερόν Έρωτα. Αυτήν την Ιεράν Πατρίδα έχουσι κέντρον των πράξεών των. Αυτήν οδηγόν εις όλα των τα επιχειρήματα, και διά την ευδαιμονίαν αυτής απαρνούνται πάσαν μερικήν ευτυχίαν και ανάπαυσιν, καταφρονούσι τους μεγαλοτάτους κινδύνους, και είναι έτοιμοι να θυσιασθώσι.

Τον μεγάλον τούτον και ευγενή ενθουσιασμόν υπέρ της Πατρίδος, βλέποντες άνδρες φιλοπάτριδες, ως καλοί προνοηταί της ευδαιμονίας μας, απεφάσισαν να τον διευθύνωσιν εις τον ορθόν δρόμον, και να τον μεταχειρισθώσιν ως όργανον της ελευθερίας ημών και κοινής ευδαιμονίας, και προς τούτο το τέλος έδοσαν παντού τας αναγκαίας και προσηκούσας διαταγάς. Αλλ’ επειδή του κοινού λαού η άθηκτος ορμή, όταν δεν οδηγήται από την φρόνησιν, ημπορεί να επιφέρη μάλλον βλάβην παρά ωφέλειαν. Διά τούτο απεφάσισα και εγώ, ως πληρεξούσιος όλων τούτων των επιχειρημάτων, να εμπιστευθώ εις τας ημετέρας χείρας τους οίακας των κινημάτων αυτού, εύελπις ων, ότι καθώς μέχρι τούδε, διά της φιλογενείας σας και της πατρικής στοργής και κηδεμονίας εδυνύθητε να αποκτήσετε αγάπην και κοινήν υπόληψιν, θέλετε και τώρα μεταχειρισθή όλους τους δυνατούς τρόπους, διά να οδηγήσετε φρονίμως τον διακαή ζήλον του ποιμνίου σας, και να διοικήσετε καλώς τα κινήματά των.

Στέλλω δε προς υμάς τον κύριον Δημήτριον Θέμελην άνδρα φιλογενέστατον ενάρετον, και διά τον μεγάλον του πατριωτισμόν, γνωστόν και εις εμέ και εις ανωτέρους άλλους, όστις είναι προσταγμένος να σας ειπή τους σκοπούς μου, και να οδηγήση έκαστον εις όσα παρ’ αυτού ζητεί σήμερον η Πατρίς. Έχετε λοιπόν, φίλοι ομογενείς, εις αυτόν πεποίθησιν. Ακούσατε τους λόγους του και βάλετε τας οδηγίας του εις πράξιν, διότι εξ αυτών κρέμαται και η κοινή του γένους ευδαιμονία, και ενός εκάστου η μερική ευτυχία. Ας μη δειλιάση τις από τα προβλήματά του.

Ηξεύρω, ότι εις όλων τας καρδίας είναι ριζωμένη η μετρία εκείνη πρόληψις, ότι ποτέ μόνοι μας δεν ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν, αλλά πρέπει να προσμένωμεν από ξένους την σωτηρίαν μας. Έκαστος νουνεχής ημπορεί να γνωρίση πόσον ψευδής είναι η πρόληψις αύτη, αρκεί μόνον να βαθύνη εις τα πράγματα της πατρίδας μας. Ρίψατε τα βλέμματά σας εις τας θαλάσσας, και θέλετε τας ιδεί κατασκεπασμένας από θαλασσοπόρους ομογενείς, ετοίμους να ακολουθήσωσι το παράδειγμα της Σαλαμίνος. Κυτάξετε εις τη ξηράν, και απανταχού βλέπετε Λεωνίδας, οδηγούντας φιλοπάτριδας Σπαρτιάτας. Κυτάξετε την ομόνοιαν, ήτις συνδέει των Ηρώων τούτων τας ψυχάς. Κυτάξετε την προθυμίαν και ζήλον αυτών!

Παραβάλετε τας εξαισίους ταύτας και μεγάλας αρετάς με την χαυνότητα, αδυναμίαν και εσωτερικήν ταραχήν του εχθρού μας και τότε αν ημπορείτε, είπατε, ότι από άλλους πρέπει να προσμένωμεν την σωτηρίαν μας. Ναι αδελφοί ομογενείς! Έχετε πάντοτε προ οφθαλμών, ότι ποτέ ξένος δεν βοηθεί ξένον, χωρίς μεγαλώτατα κέρδη. Το αίμα, το οποίον θέλουν χύσει οι ξένοι δι’ ημάς, θέλομεν το πληρώνει ακριβώτατα και ουαί εις την Ελλάδα! όταν συστηματική δεσποτεία ενθρονισθή εις τα σπλάχνα της. Όταν όμως μόνοι μας αποσείσωμεν τον ζυγόν της τυραννίας, τότε της Ευρώπης η πολιτική θέλει βιάσει όλας τας ισχυράς Δυνάμεις να κλείσωσι με ημάς συμμαχίας και επιμαχίας αδιαλύτους. Χαίρετε !

Αλέξανδρος Υψηλάντης

Το παρόν μου εσφραγίσθη και εδόθη.

Εν Ισμαήλ τη 8 Οκτωβρίου 1820».

Στην παρακάτω επιστολή του Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δικαίου Φλέσα, γνωστού τοις πάσι ως Παπαφλέσσα, υπό ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1821, η οποία διασώζεται στα ιστορικά «Απομνημονεύματα» του Εμμανουήλ Ξάνθου προς τον οποίο και απευθύνεται, διότι όπως φαίνεται ο εξωστρεφής, ιδιαιτέρως εκδηλωτικός και αυθόρμητος Παπαφλέσσας είχε ενοχληθεί από τις προς αυτόν συμβουλές του Εμμανουήλ Ξάνθου να μην ενεργεί με παρορμητικό τρόπο κατά τις παραμονές της Εθνικής Επαναστάσεως, εκφράζεται η δυσφορία του όντως γενναιόφρονος και παρορμητικού Αρχιμανδρίτου διότι μέχρι τότε δεν είχε καταφθάσει στην Ελλάδα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για να τεθεί επικεφαλής της Εθνικής Επαναστάσεως, όπως διακαώς τον ανέμεναν οι υπόδουλοι Έλληνες, καθώς και για την αργοπορία του όλου εγχειρήματος, που, όπως ο ίδιος θεωρούσε, θα έπρεπε ήδη να είχε τεθεί σε εφαρμογή προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία, αφού πάσα καθυστέρηση αποδυνάμωνε την αίσια έκβασή της Ελληνικής Εθνεγερσίας κατά των Οθωμανών τυράννων.

Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έγραφε τότε με το γνώριμο ύφος του, τα κάτωθι:

«Αδελφέ Ξάνθε,

Δεν ηξεύρω διά τι περιωρίσθης εις τα αυτόθι, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον παρά να συμβουλεύης τον Δικαίον να μην ορμά κατά την συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος, φίλε, έκαμεν ως επροστάχθη. Τα γράμματα έγειναν προς τα μέλη της Εταιρίας από μέρους της Αρχής. Αυτά ετοιμαζόμενα επολλαπλασιάσθησαν. Τί θέλεις η ευγένειά σου, να μην ακουσθή μικρά καν κίνησις; οι φρόνιμοι πρότερον σκέπτονται ταύτα, και ύστερον αποφασίζουν, και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί. Θαυμάζω πόθεν προέρχεται η βραδύτης του Πρίγκιπος Αλ. Υψηλάντου και δεν εφάνη άχρι τούδε εις την Πελοπόννησον, περιμενόμενος περί πολλού, καθώς υπεσχέθη και διέταξεν εις το Ισμαήλ. Εγώ εξετέλεσα τας διαταγάς αυτού, και τα πρακτικά μου οπωσούν και προ ολίγων ημερών και τώρα εφανέρωσα εν εκτάσει γενικώς προς τους Αρχηγούς της Εταιρίας. Το παν των εργασιών μας επληρώθη. Οι Έλληνες εδώ και εις Ρούμελην ίστανται κεχηνότες, ως και οι Αρχιερείς και οι Προεστοί μας διέταξαν στρατηγούς. Εφρόντισαν και ικανά χρήματα, έγραψαν και προς ους έδει, ως προέγραψα, στείλαντες αποστόλους εις ευταξίαν των πραγμάτων, και συντόμως ειπείν έχουν τα ώτα αναπεπταμένα εις την φωνήν του. Αλλά τι δυστυχία εις τους αθλίους Έλληνας! Εν ω ελπίζαμεν να ίδωμεν εδώ τον Υψηλάντην όσον τάχιστα και ετοιμαζόμεθα, μανθάνομεν, ότι έτι χρονοτριβεί εις τα αυτόθι.

Φίλε, ο καιρός παρέρχεται και δεν προσμένει την εδικήν μου και εδικήν σου αργοπορίαν, η υπόθεσις αύτη, καθώς ηξεύρεις χρειάζεται τάχος, ότι επιφέρει ζημίαν εις την υπόθεσιν η βραδύτης και αμέλειά του. Εδώ είναι μέγας βρασμός, καθώς ίσως και άλλοθι διά τον πολλαπλασιασμόν των μελών της Εταιρίας, τα οποία συνενούμενα και συνδιαλεγόμενα αδύνατον να, μη δώσουν υπόνοιαν μικράν ή μεγάλην εις τους Τούρκους, και να φέρη υποψίαν διά προδοσιών, ως επέφερε και θεραπεύεται διά της φρονήσεως, και αν τις ασυμφωνία τα διαιρέση μικρόν τι, άφευκτα προσμένομεν μεγάλους κινδύνους. Λοιπόν, Φίλε, διά τους οικτιρμού του Θεού, επιταχύνατε να έλθη ο σεβαστός Πρίγκιψ, διότι αν παρέλθη εις μην και δεν φανή, οι εχθροί ως υποπτεύοντες δύνανται να βλάψουν τους Έλληνας ανεπαισθήτως, και τότε η αμαρτία, ας ήναι εις τον λαιμόν σας. Επειδή άνευ Υψηλού ονόματος δεν ηξεύρω, αν κατορθώσωμεν βιασμένοι, όσον πρέπει. Δεν εκτείνομαι, τα πάντα καλά, φοβούμεθα μόνον μήπως βραδύνει, και φοβούμεθα μεγάλως. Επειδή οι εδώ εχθροί δεν είναι, ως άλλων μερών, αλλ’ είναι πλέον έξυπνοι. Ο κομιστής Πατρίκιος, τον οποίον συνιστώ εις την φιλίαν σας, Ιθάκιος, θέλει σας ειπεί διά ζώσης φωνής. Λοιπόν ενεργήσατε τα υποσχεθέντα και σεις, επειδή η μεν ωφέλεια και το κέρδος εστί κοινόν, η δε ζημία και κατάκρισις εις βάρος σας.

Ο ηγεμών της Μάνης μ’ έγραψε ζητών βοήθειαν, επειδή ο Περραιβός μόνον δύω χιλιάδας γρόσια τω έδωσε, διό και εσυγχίσθησαν, πλην είμαι αναγκασμένος να εμπλαστρώσω και αυτό το πάθος, όσον δύναμαι. Έρρωσο.

Περικλείω εις το προς τους κυρίους εν γράμμα, όπου θέλετε ιδεί προδοσίαν φανερωτάτην, το οποίον σήμερον μοι εδόθη. Διό η ταχύτης είναι αναγκαιοτάτη, και φροντίσατε, ότι εκορυφώθη πλέον. Εάν δε από περιστάσεις εμποδίσθη ο Υψηλάντης, τέλος πάντων, ας σταλθή άλλος τις όμοιός του.

Ο σος

Γρηγόριος Δικαίος

Τη 22 Φεβρουαρίου, 1821.Εκ Πελοποννήσου».

 

Και ούτω εγένετο Ελλάς



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ