Σελίδες

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ : ΙΕΡΕΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (ή ΜΑΥΡΙΔΗΣ ) - Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ (1909-1960) : ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ΛΕΥΙΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

ΙΕΡΕΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (ή ΜΑΥΡΙΔΗΣ )

Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ (1909-1960)

ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ΛΕΥΙΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

·   Ιστορικό αφιέρωμα ένεκα αιωνίου μνήμης και τιμής για τον βίο και το εν γένει εκκλησιαστικό και ποιμαντικό έργο του αοιδίμου Ιερέως Ιωάννου Αράπογλου στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής.

Πολλές φορές παντελώς εσφαλμένα έχει διατυπωθεί και γραφεί από ορισμένους ότι η αγιότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί εν τω κόσμω και ότι κρύπτεται «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», πρόκειται δηλαδή για κάτι ακατόρθωτο τόσο για τους κληρικούς όσο και τους λαϊκούς οι οποίοι διαβιούν και διακονούν μέσα στον κόσμο με όλες τις συνεπακόλουθες μέριμνες και ζάλες του βίου τούτου. Αυτή η άκρως εκτός ορθοδόξου θεολογίας και παραδόσεως αντίληψη διαψεύδεται περιτράνως στο πρόσωπο αμέτρητων ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών, όλων των αιώνων και των εποχών, οι οποίοι όντες εν τω κόσμω, ενίκησαν τον κόσμο, κατά την θεϊκή ρήση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού: «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (ΙΩ.16,33), αφού με τον όλο καθαρό και πνευματικό βίο καθώς και την εν γένει πολιτεία τους, απέδειξαν ότι ο Ευαγγελικός λόγος δεν είναι κάτι το ανεφάρμοστο για έναν άλλον, εκτός του γήινου, ουτοπικό κόσμο, ούτε πάλι ότι η αγιότητα είναι προνόμιο των ολίγων και εκλεκτών οι οποίοι εγκαταλείπουν τον κόσμο τούτο.

Ένας τέτοιος λοιπόν άξιος Λευίτης Χριστού και λειτουργός της Ορθοδόξου Εκκλησίας στου οποίου το πρόσωπο επαληθεύεται η ζώσα ανά τους αιώνες πραγματικότητα της αγιοπνευματικής εμπειρίας και ζωής της Εκκλησίας του Χριστού ότι δηλαδή η αγιότητα είναι κατορθωτή στην ζωή για κάθε άνθρωπο, υπήρξε και ο αοίδιμος γόνος της ευλογημένης, αγιοτόκου και αγιοτρόφου, γης της Καππαδοκίας Ιερεύς της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής Ιωάννης Μαυρίδης, ο οποίος καθόλη την διάρκεια της επιγείου ζωής ηγάπησε τον Χριστό και τους ανθρώπους εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας, γενόμενος τοις πάσι και κατά πάντα φιλόστοργος Πνευματικός Πατήρ και Ποιμένας, όντως άξιος λειτουργός του εν Τριάδι Θεού και των μυστηρίων της Αγίας Εκκλησίας Του. Στο δε πρόσωπο αυτού του φιλανθρώπου, φιλοστόργου και εναρέτου Ιερέως, άνευ ουδεμίας λεκτικής υπερβολής, ευρίσκει την απόλυτη εφαρμογή και επαλήθευσή του, το του Ευαγγελίου: «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των ουρανών» (ΜΘ. 5, 19).

Ο Ιερεύς Ιωάννης Αράπογλου ή Μαυρίδης εγεννήθη την 27η Δεκεμβρίου 1909 στο Αγυρνάς (Άγιοι Ανάργυροι) της Πρωτοθρόνου Ιεράς Πατριαρχικής Μητροπόλεως Καισαρείας της Καππαδοκίας από ευλαβεστάτους και φιλοχρίστους γονείς, τον έμπορο Νικόλαο Αράπογλου και την εξ ευπόρου οικογενείας και μοναχοκόρη Μαριάνθη Καρατισάλογλου. Ο Ιωάννης ήταν το πρωτότοκο τέκνο της οικογενείας και είχε άλλα δύο αδέλφια, ήτοι τον κατά τρία έτη μικρότερο του Κυριάκο και ένα ακόμη αδελφάκι το οποίο εκοιμήθη ενώ ήταν μόλις ολίγων μηνών. Στην ευλογημένη αυτή οικογένεια η σκληρά και επώδυνη δοκιμασία έκρουσε την θύρα της, όταν κατά το έτος 1915 ο Πατέρας του μικρού Ιωάννου επιστρέφοντας έφιππος στο Αγυρνάς από την πόλη της Άγκυρας με τα εμπορεύματά του και καθοδόν, έξω από την πόλη της Καισαρείας, εδέχθη επίθεση από ενόπλους Τούρκους Τσέτες, οι οποίοι αφού τον λήστεψαν, τον δολοφόνησαν. Όπως μας διηγείται η θυγατέρα του αοιδίμου Ιερέως Ιωάννου Μαυρίδη, Ραχήλ Μαρινίδου, «οι ώρες περνούσαν βασανιστικά στο σπιτικό του μαρτυρικού Νικολάου και ενώ όλοι ανέμεναν την επιστροφή του, εκείνος ωστόσο ουδέποτε επέστρεψε… τον αναζήτησαν αλλά δεν ευρέθη. Την επομένη ημέρα επέστρεψε το άλογό του και ολίγες ημέρες αργότερα τον εντόπισαν νεκρό. Η γυναίκα του Μαριάνθη, η οποία ήταν λεχώνα μόλις 20 ημερών στο τρίτο τους παιδί, από τον πόνο του αδικοχαμένου συζύγου της εκοιμήθη σε σαράντα ημέρες, με αποτέλεσμα να μείνουν ορφανά τα τρία παιδία της οικογένειας, ο Ιωάννης σε ηλικία 6 ετών, ο Κυριάκος σε ηλικία 4 ετών και το νήπιο δύο μηνών, το οποίο μετ’ ολίγον εκοιμήθη. Η γιαγιά Θεοπίστη, μητέρα της Μαριάνθης, παρά τον θρήνο και τον δυσβάστακτο πόνο της, παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώνει προκειμένου να μεγαλώσει τα δύο ορφανά εγγόνια της, τον Ιωάννη και τον Κυριάκο».

Ο τα πάντα καλώς οικονομών φιλάνθρωπος Θεός δεν εγκατέλειψε την οικογένεια και ο νεαρός Ιωάννης αφού επεράτωσε την βασική εκπαίδευσή του στο Αγυρνάς, εν συνεχεία εφοίτησε στην παλαίφατη και περίπυστη Ιερατική Σχολή της Ιεράς Μητροπόλεως Καισαρείας, η οποία εστεγάζετο, ως γνωστόν, στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Νιντζίδερε ή Νιντζίντερε (Φλαβιανά) της επαρχίας Καισαρείας Καππαδοκίας εκ της οποίας αποφοιτούσαν όχι μόνο άρτια καταρτισμένοι κληρικοί αλλά και εκπαιδευτικοί οι οποίοι επάνδρωσαν τα σχολεία των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στις εκκλησιαστικές επαρχίες του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Όταν συνέβη η Μικρασιατική Καταστροφή η γιαγιά Θεοπίστη με τα δύο ορφανά εγγόνια της, τον Ιωάννη και τον Κυριάκο, αλλά χωρίς τον σύζυγό της, οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν, μέσα από έναν Γολγοθά κακουχιών, περιπετειών και επώδυνων περιπλανήσεων έχοντας μαζί τους μόνο τις λιγοστές αποσκευές τους και τις εφέστιες ιερές εικόνες τους, έφθασαν αρχικώς στην νήσο Πάρο, έπειτα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, όπου ετέθησαν σε αναγκαστική καραντίνα, και τελικώς από θαλάσσης έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη από όπου μετεφέρθησαν και εγκατεστάθησαν στο χωρίον Ασκητές (Σουφλάρ ή Σουφλάρι) του Νομού Ροδόπης. Στην νέα πατρίδα τους, με τα λιγοστά κτήματα που τους παρεχώρησε το κράτος και μία αγελάδα για να επιβιώσουν, η γιαγιά Θεοπίστη έπρεπε να αναθρέψει τα ορφανά, οπότε άρχισε να ασκεί και το γνώριμο σε εκείνη επάγγελμα της πρακτικής Μαμής, βοηθώντας στη γέννα τις γυναίκες όχι μόνο των Ασκητών αλλά και των πέριξ χωρίων, λαμβάνοντας ως αμοιβή όχι χρήματα, αλλά είδη πρώτης ανάγκης που φυσικά ήταν τα διάφορα βασικά τρόφιμα.

Η ένθεη αγάπη του μικρού Ιωάννου για τον Χριστό και την Εκκλησία εκδηλώθηκε από της πρώτης στιγμής και στην νέα πατρίδα του, αφού πρώτος πήγαινε και τελευταίος έφευγε από την Εκκλησία κάθε Κυριακή καθώς και σε κάθε Θεία Λειτουργία πάσης εορτής ασκώντας μάλιστα από του αναλογίου και το διακόνημα του βοηθού Ψάλτου, διακρινόμενος για την καλλιφωνία του. Παρά το γεγονός ότι λίγο αργότερα άρχισε να εργάζεται ως Κλητήρας στην Κοινότητα Μαρωνείας, όπου υπό δυσμενείς και αντίξοες συνθήκες μετέβαινε καθημερινώς πεζοπορώντας και διασχίζοντας το βουνό, φροντίζοντας παράλληλα και τον φωτισμό της Κοινότητας η οποία διέθετε φανάρια με πετρέλαιο, εντούτοις ο διακαής πόθος του και άσβεστη φλόγα της όλης υπάρξεώς του ήταν να γίνει Ιερεύς και λειτουργός των μυστηρίων της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν μάλιστα εργαζόταν ως Κλητήρας στην κοινότητα Μαρωνείας γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον καταγόμενο εκ Μαρωνείας τότε Αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Κορίνθου (1939-1949) και αργότερα Αρχιεπίσκοπο Αμερικής (1949-1958), ο οποίος του είχε δωρίσει ως ενθύμιο και ένα αξίας ρολόι χεριού.

Ο τα πάντα καλώς οικονομών εν Τριάδι Θεός ευλόγησε τον γάμο του νεαρού Ιωάννου με μία ευσεβή και φιλόθεη κοπέλα, καππαδοκικής καταγωγής, την Ελισάβετ Σεβδυνίδου, η οποία από μικράς ηλικίας ήταν επίσης ορφανή μητρός, και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδία, την Μαριάνθη, την Ραχήλ, τον Νικόλαο και την Θεογνωσία. Αφού λοιπόν συνεφώνησε η νεαρή και φιλόχριστη Ελισάβετ, ο Ιωάννης σε ηλικία 29 ετών απεφάσισε να ενταχθεί στον Ιερό κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής και παρόλο που γνώριζε τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και είχε μια γενική θεολογική παιδεία, λόγω της φοιτήσεως του στην υψηλού επιπέδου Ιερατική Σχολή των Φλαβιανών της Ιεράς Μητροπόλεως Καισαρείας, εντούτοις θεώρησε επιβεβλημένο να φοιτήσει στην Προπαρασκευαστική Ιερατική Σχολή της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, την οποία είχε συγκροτήσει και λειτουργήσει ο αοίδιμος και φιλοπρόοδος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμος Σαρρίδης (1922-1938), για αν έχει καλύτερη θεολογική κατάρτιση.

Αν και ο Ιωάννης ως οικογενειάρχης γνώριζε τα λιγοστά έσοδα και τις πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις της εξαμελούς οικογενείας του, εντούτοις με τα ελάχιστα χρήματά του μετέβη στην Ιερατική Σχολή της Μητροπόλεως Μαρωνείας και αφού επέτυχε στις προβλεπόμενες εξετάσεις, ενεγράφη στην Ιερατική Σχολή ως οικότροφος αυτής, αλλά επειδή η φοίτηση απαιτούσα την καταβολή διδάκτρων και τα οικονομικά του Ιωάννου ήταν πενιχρότητα, ευρέθη ο ίδιος σε σύντομο χρονικό διάστημα σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά η Θεία Πρόνοια δεν εγκατέλειψε τον φλεγόμενο για την Ιερωσύνη Ιωάννη και εκεί που όλα φάνταζαν μάταιος κόπος, o Ιωάννης υπέβαλε στην Γενική Διοίκηση Θράκης σχετική αίτηση διά της οποίας ζητούσε από την Κοινότητα Μαρωνείας την χορήγηση ενός χρηματικού βοηθήματος εν είδει υποτροφίας προκειμένου να συνεχίσει και να αποπερατώσει απρόσκοπτα την φοίτησή του, όπερ και εγένετο. Σύμφωνα μάλιστα με το διαβιβαστικό προς την Κοινότητα Μαρωνείας έγγραφο του Αναπληρωτού Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης Ιωάννου Λαζαρίδη, το οποίο ο Πατήρ Ιωάννης καθόλη την διάρκεια της ζωής του φύλαττε ωσάν κόρη οφθαλμού και αντίγραφό του μας παρεχώρησε η θυγατέρα του, Ραχήλ Μαρινίδου, η Γενική Διοίκηση Θράκης συνηγόρησε εκθύμως για την χορήγηση της εν λόγω φοιτητικής υποτροφίας και τοιουτοτρόπως η φοίτησή του ολοκληρώθηκε αισίως και ανεμπόδιστα.

Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Σπυρίδων Αλιβιζάτος (1938-1940) κατά την 18ην Ιουνίου 1939 χειροτόνησε Πρεσβύτερο τον Ιωάννη Αράπογλου ή Μαυρίδη και τον τοποθέτησε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Ασκητών, όπου διηκόνησε το αναίμακτο θυσιαστήριο με φόβο Θεού και ανεδείχθη άξιος και ενάρετος Ποιμένας και Πνευματικός Πατήρ της λογικής Ποίμνης την οποία του ενεπιστεύθη η Εκκλησία μέχρι και το τέλος του 1940, οπότε αρχάς του 1941 μετετέθη στην ιστορική Κοινότητα Μαρωνείας, όπου διακόνησε μέχρι και στις 19 Μαΐου του έτους 1942, διότι τότε οι Βουλγαρικές εκκλησιαστικές αρχές που είχαν εγκατασταθεί στην βουλγαροκρατούμενη Θράκη και ήδη κατά τον Ιούνιο του 1941 είχαν εκδιώξει τον κανονικό και νόμιμο Έλληνα Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειο (1941-1952), απεφάσισαν την 20η Μαΐου 1942 μετάθεση του Πατρός Ιωάννου στην ενορία του Τιμίου Προδρόμου Πελαγίας (1942-1945) απ’ όπου διακονούσε εκ περιτροπής ως Ιερεύς και στην ενορία της Εργάνης, αναδιοργανώνοντας κυριολεκτικώς την όλη ενορία της Πελαγίας επί υγιών πνευματικών και ποιμαντικών βάσεων. Έχοντας μάλιστα ιδιαίτερη έφεση στην βυζαντινή μουσική και μεγάλη αγάπη για τα παιδία, συγκέντρωνε κάποια από αυτά και δίδασκε την βυζαντινή μουσική για να ψάλλουν σωστά και εάν επιθυμούσαν στο μέλλον να γίνουν ιεροψάλτες ή και ιερείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως συνέβη με κάποιο παιδάκι ονόματι Χριστόδουλος, ο οποίος τελικώς αφού έμαθε την ψαλτική τέχνη, χειροτονήθηκε Ιερέας, όπως ήταν ο παιδιόθεν διακαής πόθος του.

Οι ευσεβείς κάτοικοι της μικράς ενορίας της Πελαγίας υποδέχτηκαν με χαρά και σεβασμό τον Πατέρα Ιωάννη και επειδή δεν υπήρχε κατάλυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας για τον εκάστοτε Ιερέα της ενορίας, παρεχώρησαν δύο δωμάτια, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν δύο μικρές αίθουσες ενός παλαιού σχολείου του χωριού τους για να διαμείνει ο Πατήρ Ιωάννης μετά της πολυμελούς οικογενείας του. Κατά τα μαύρα και πέτρινα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής ο Πατήρ Ιωάννης υπήρξε ακοίμητος φύλαξ άγγελος για το δοκιμαζόμενο Ποίμνιό του προσπαθώντας με κάθε τρόπο να το προφυλάξει από τις βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις εμψυχώνοντας τον καθένα ιδιαιτέρως και κρυφίως με πολύ πατρική αγάπη. Πολύ συχνά και με κίνδυνο της ζωής του λάμβανε υπό μάλης διπλωμένο το τίμιο Πετραχήλι του και με την δικαιολογία ή το πρόσχημα ότι μεταβαίνει σε κάποια οικογένεια για να διαβάσει μία ευχή, αναλόγως την περίσταση, πήγαινε πότε σε μία οικογένεια και πότε σε άλλη προκειμένου ως αληθής Πνευματικός Πατήρ και Ποιμένας να ενθαρρύνει τον απελπισμένο και δεινώς δοκιμαζόμενο από τους βουλγαροκατακτητές λαό ενσπείροντας στις ψυχές των ανθρώπων την υπομονή και την βεβαία ελπίδα, λέγοντας ότι «Ο παντοδύναμος Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Αυτοί κάποτε θα φύγουν. Κάνετε ολίγη υπομονή και μην απελπίζεσθε διότι ο Θεός είναι μεγάλος και είναι μαζί μας».

Κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής ο Πατήρ Ιωάννης δοκιμάσθηκε και σε προσωπικό επίπεδο σκληρά και πολλές φορές κινδύνευσε ακόμη και η ζωή του υπό διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά και από διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι άλλοτε από τους Βουλγάρους και άλλοτε από τους αντάρτες. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω συμβάν, όταν ένα βράδυ εισήλθαν ξαφνικά στην οικία του δύο άγνωστα άτομα μαζί με έναν εντόπιο κάτοικο της Πελαγίας και μετά από ολιγόλεπτη συνομιλία μαζί του, εζήτησαν επιτακτικά να τους ακολουθήσει στο βουνό διότι τον χρειάζονταν. Ο Πατήρ Ιωάννης τους απήντησε ότι «από έναν ξυπόλυτο Παπά τι θα μπορούσαν να αναμένουν ότι θα τους προσφέρει». Επιπροσθέτως, τους επεσήμανε ότι «για τους κατοίκους του χωριού θα υπάρξουν αντίποινα από τους Βουλγάρους κατακτητές και ήδη ο κόσμος δοκιμάζεται σκληρά και παντού υπάρχει φόβος και απελπισία, καθώς επίσης ότι μεταξύ των χωρικών υπήρχαν και δικοί τους συγγενείς και θα κινδύνευε και η δική τους ζωή». Το μεγαλείο όμως του Ιερέως Ιωάννη ως αληθούς Πνευματικού Πατρός και φιλόστοργου Ποιμένος είναι η παρακάτω φράση του προς τους τρεις άνδρες στους οποίους είπε απερίφραστα και μετά παρρησίας: «Ως Ιερεύς έχω ιερό χρέος και υποχρέωση να προστατεύσω και συμπαρασταθώ σε όλους. Έχω τρία ανήλικα παιδία και η παπαδιά είναι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση. Εάν θέλετε να σκοτώσετε εμένα για να μη πάθει κανείς άλλος κακό από την ενορία μου». Όταν μάλιστα τον απείλησαν ευθέως ότι εάν δεν τους ακολουθήσει, θα τον σκοτώσουν, τους απήντησε «πως εάν φύγει θα καταστραφεί όλο το χωριό, οπότε καλύτερα θα ήταν να σκοτώσουν τον ίδιο». Επιμένοντας οι άνδρες αυτοί να τους ακολουθήσει στο βουνό, του είπαν ότι εάν δεν τους ακολουθήσει ούτως ή άλλως θα τον σκοτώσουν οι Βούλγαροι, οπότε και πάλι με αυτοθυσιαστικό πνεύμα απήντησε : «καλύτερα να σκοτώσουν εμένα και μόνο οι Βούλγαροι και να σωθούν οι άνθρωποι του χωριού παρά να φύγω στο βουνό και να καταστραφεί ολοσχερώς το χωριό και να οδηγηθούν σε βέβαιο  θάνατο όλοι οι συνάνθρωποί μου», και το όλο ζήτημα έληξε εκεί και αναιμάκτως για όλους.

Οι Βούλγαροι κατακτητές όντας ενταγμένοι στην μέχρι τότε σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία, όπως ονόμαζαν την αποκομμένη αντικανονικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Βουλγαρική Εκκλησία τους, έβλεπαν ιδιαιτέρως τους Έλληνες Ορθοδόξους Ιερείς ως αγκάθι στα ανθελληνικά σχέδιά τους, οπότε και ο Πατήρ Ιωάννης ευρέθη στο στόχαστρο. Όταν λοιπόν ανησυχώντας για τον αδελφό του Κυριάκο, ο οποίος ζούσε με την οικογένειά του στους Ασκητές και δεν είχε νέα του από πολλών μηνών επειδή τον παρακολουθούσαν οι Βούλγαροι, έκαμε με διάφορες δικαιολογίες συνεχείς απέλπιδες προσπάθειες προκειμένου να εξέλθει της Πελαγίας και να πληροφορηθεί την κατάστασή τους, οι Βούλγαροι τον έθεσαν σε συνεχή παρακολούθηση και κάποτε ένας Βούλγαρος χωροφύλακας εισήλθε ξαφνικά στην οικία του Ιερέως εξετάζοντας ο,τιδήποτε υπήρχε εντός των δωματίων και όταν έπεσε το βλέμμα του σε ένα ξύλινο καναπέ σκεπασμένο με σεντόνι, αφού ανασήκωσε το καπάκι του επίπλου και βρήκε λίγο κριθάρι, κατηγόρησε τον Ιερέα Ιωάννη ότι τρέφει τους αντάρτες, όπως προφανώς οι διάφοροι καλοθελητές είχαν αναφέρει στον Βούλγαρο χωροφύλακα. Ο Πατήρ Ιωάννης αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας ότι «το λιγοστό αυτό κριθάρι ήταν για να τρέφει τα παιδία του», οπότε ο Βούλγαρος χωροφύλακας χωρίς να προβεί σε κάποια άλλη επιθετική ενέργεια, έκλεψε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του και έφυγε.

Η μεγάλη όμως δοκιμασία του Πατρός Ιωάννου από τους Βουλγάρους κατακτητές ήταν κατά την διάρκεια μίας Μεγάλης Εβδομάδος, οπότε, ενώ μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη τελούσε ανεμπόδιστα τις Ιερές Ακολουθίες του Νυμφίου στις οποίες μετείχαν και ορισμένοι Βούλγαροι που ήταν εγκατεστημένοι στον Νομό Ροδόπης λόγω της Βουλγαρικής κατοχής, εξαίφνης το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και αφού είχε αναγνώσει κατά την ακολουθία των Θείων Παθών περίπου τα μισά από τα δώδεκα Ευαγγέλια, εισβάλλουν ασεβώς στην Εκκλησία τέσσερις Βούλγαροι χωροφύλακες, ο Βούλγαρος Μουχτάρης (Πρόεδρος) και ένας ανώτερος τους Βούλγαρος αξιωματούχος, απαιτώντας από τον Πατέρα Ιωάννη να διακόψει την Ακολουθία των Παθών και να τους ακολουθήσει. Όταν ο Ιερεύς απετόλμησε να τους παρακαλέσει να του επιτρέψουν τουλάχιστον να τελειώσει την Ακολουθία των Παθών, τον άρπαξαν βιαίως και τον έσυραν εκτός του Ναού, μεταφέροντάς τον στο κτίριο της Κοινότητος, όπου τον υπέβαλαν αμέσως σε πολύωρες ανακρίσεις, κατηγορώντας τον με μίσος, βαναυσότητα και βαρβαρότητα, ενώ ο ίδιος δεν γνώριζε ποια ήταν ακριβώς η κατηγορία για την οποία ήταν υπόλογος ενώπιον των Βουλγαρικών αρχών. Μετά από πολύωρες ανακρίσεις και ενώ ήταν εξουθενωμένος, χωρίς τροφή και νερό, τον φυλάκισαν σε ένα μπουντρούμι, που ήταν το σκοτεινό, βρώμικο και υγρό υπόγειο του κτιρίου της Κοινότητος όπου ούτε οι αχτίδες του ηλίου έφθαναν από τον μικροσκοπικό φεγγίτη που υπήρχε.

Ωσάν τον φυλακισμένο Ιησού Χριστό, ως άλλος Ιερομάρτυρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο δέσμιος Πατήρ Ιωάννης, νηστικός και άυπνος, τρεμάμενος από το κρύο και μέσα στην υγρασία και το σκοτάδι κατά τις επόμενες ημέρες εκείνης της όντως Μεγάλης Εβδομάδος των Παθών, βίωνε τον δικό του προσωπικό Γολγοθά και σήκωνε τον δικό του Σταυρό, χωρίς καμία είδηση από τον έξω κόσμο, αλλά δεν απώλεσε ουδέ προς στιγμήν την πίστη του, αλλά με πόνο ψυχής για την Εκκλησία, την ανήμπορη και απροστάτευτη οικογένειά του καθώς και για το πολυμαρτυρικό Ποίμνιό του, προσηύχετο εκτενώς και με δάκρυα στα μάτια, πικραμένος και με ματωμένη την καρδία του για την κατάφορη αδικία που βίωνε, απορώντας μάλιστα πως τον φυλάκισαν ως τον έσχατο κακούργο με ανυπόστατες κατηγορίες και συκοφαντίες. Ο λόγος βέβαια της από μέρους των Βουλγάρων φυλακίσεως του Πατρός Ιωάννου ήταν η ψευδής μαρτυρία ενός συγχωριανού ο οποίος όταν βρέθηκε στη θέση του ανακρινομένου με την κατηγορία ότι είναι αντιστασιακός και ερωτηθείς για άλλους συντρόφους του, έδωσε το όνομα του παντελώς αμέτοχου Ιερέως, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και φυλακισθεί ο Πατήρ Ιωάννης και εκείνος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος και παρηκολουθείτο, αλλά τελικώς έφυγε στο βουνό. Ήταν το ίδιο πρόσωπο που κάποια νύχτα είχε εισβάλει στην οικία του Ιερέως και απαίτησε να τον ακολουθήσει στο βουνό, αλλά ο Πατήρ Ιωάννης αρνήθηκε επιλέγοντας την διακονία της Εκκλησίας και του Ποιμνίου του. Ενώ δε η οικία του φυλακισμένου Ιερέως ήταν απέναντι από το κτίριο της κοινότητος όπου εστεγάζετο το κέντρο διοικήσεως των Βουλγάρων κατακτητών, εντούτοις ουδείς μπορούσε να πλησιάσει και οι ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος παρήρχοντο αλλά όλοι οι κάτοικοι της Πελαγίας παρέμεναν κλειδαμπαρωμένοι στις οικίες τους με φόβο και λύπη για όσα συνέβαιναν στον φιλόστοργο Ιερέα τους.

Όταν ήλθε η Κυριακή του Πάσχα και οι Βούλγαροι ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί εόρταζαν την ημέρα με χορούς και τραγούδια, έφθασε η είδηση ότι στον παρακείμενο ποταμό τον οποίο επεπειράθησαν να διασχίσουν έφιπποι τρείς νεαρής ηλικίας Βούλγαροι, ο ένας εξ αυτών έπεσε από το άλογό του στα ύδατα του ποταμού αλλά μη γνωρίζοντας κολύμπι, επνίγη. Ο νεκρός εκείνος ήταν ο υιός του Βουλγάρου Μουχτάρη (Προέδρου) της Πελαγίας και ο θάνατός του από μέρους της μητρός του και της θείας του (αδελφής του Μουχτάρη) απεδόθη στην Θεία Δίκη, διότι, όπως οι ίδιες οι ευλαβείς αυτές δύο γυναίκες θρηνώντας έλεγαν, αυτό που συνέβη ήταν ο από Θεού κολασμός τους για τις ανίερες πράξεις τους να διακόψουν την Μεγάλη Πέμπτη την Ακολουθία των Παθών, να σφραγίσουν την Εκκλησία, και αδίκως να βασανίσουν και να φυλακίσουν τον αθώο Ιερέα, ο οποίος τελικώς απελευθερώθηκε την δευτέρα ημέρα του Πάσχα και μάλιστα τέλεσε ο ίδιος την εξόδιο ακολουθία του νέου ανδρός. Παρά τα όσα υπέστη ο Πατήρ Ιωάννης φθάνοντας προ του τάφου λόγω της ψευδούς μαρτυρίας εκείνου του ανδρός από την Πελαγία, ο οποίος είχε φύγει στο βουνό, ουδέποτε απεπειράθη να τον βλάψει, αλλά τουναντίον όταν το έτος 1946 άρχισαν οι δίκες των δοσιλόγων στην Ελλάδα και εκλήθη ως μάρτυρας για να δώσει την μαρτυρία του, αυτός με πνεύμα συγχωρετικότητας, μακροθυμίας και ανεξικακίας εδήλωσε ότι εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε μεταβεί οικειοθελώς στο βουνό αλλά τον είχαν μεταφέρει βιαίως άλλοι.

Μετά από τέσσερα μαύρα και πέτρινα έτη επώδυνης και φρικτής Βουλγαρικής κατοχής στο Νομό Ροδόπης ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και τελικώς φύσηξε ο ούριος άνεμος της Ελευθερίας, οπότε πρώτος ο Πατήρ Ιωάννης με ενθουσιασμό άρχισε να χτυπά τις καμπάνες της Εκκλησίας για το χαρμόσυνο γεγονός και στη συνέχεια μαζί και με άλλους συγχωριανούς του ύψωσαν την Ελληνική Σημαία στον ιστό της Κοινότητος, δοξολογώντας το πάντιμο όνομα του εν Τριάδι Θεού για την σωτηρία της πατρίδος και του ακριτικού και μαρτυρικού λαού της Θράκης. Όπως μας ανέφερε η θυγατέρα του μακαριστού Ιερέως, Ραχήλ Μαρινίδου, «ο Παπά Γιάννης, ο οποίος παρόλο που δεν είχε χορέψει ποτέ από την ημέρα που έγινε κληρικός και ενδύθηκε το τιμημένο ράσο, εντούτοις εκείνη την πανευφρόσυνη ημέρα της Εθνικής Απελευθερώσεως της Πατρίδος Ελλάδος, αφού αφήρεσε από την κεφαλή του το καλυμμαύχι του, έσυρε πρώτος τον χορό και άπαντες οι κάτοικοι της ενορίας, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροντες και γριούλες, ακόμη και μανάδες με τα νεογέννητα μωρά τους στην αγκαλιά, πιασμένοι όλοι, χέρι - χέρι, στην σειρά, χόρευαν και με δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως στα μάτια τους τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

«Χτυπάτε με τα πόδια σας/
την γη την δοξασμένη/
κι αφήστε την πικρή σκλαβιά/
στα όρη να διαβαίνει/».

Η επιστροφή της γαλήνης στην μικρή ενορία της Πελαγίας όπου ο Πατήρ Ιωάννης συνέχιζε το θεάρεστο ποιμαντικό έργο του και απολάμβανε της αγάπης και του σεβασμού των ενοριτών του διεκόπη όλως ξαφνικά, επειδή ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος, ο οποίος εξετίμησε την όλη ποιμαντική διακονία του στην Πελαγία και -παρά το γεγονός ότι σύσσωμοι οι κάτοικοι της ενορίας Πελαγίας δεν συμφωνούσαν- απεφάσισε τελικώς την, κατά την 19η Σεπτεμβρίου 1945, μετάθεσή του στην χηρεύουσα ενορία  Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη  με το σκεπτικό ότι από εκεί θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες και των πλησιόχωρων ενοριών που δεν είχαν Ιερέα, όπως του Θρυλορίου, της Καλλιθέας, του Πρωτάτου, των Αμφίων, της Αρίσβης κ.ά.

Ο Πατήρ Ιωάννης μαζί με την πολυμελή οικογένειά του εγκατεστάθη στην ενορία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1945 και άρχισε με ένθεο ζήλο την ποιμαντική του διακονία στη νέα του ενορία, αλλά το αξιοθαύμαστο είναι ότι χωρίς γογγυσμό και με τον ίδιο ιερατικό ζήλο διακονούσε και τις μεγάλης αποστάσεως ενορίες του Θρυλορίου, της Καλλιθέας, του Πρωτάτου, των Αμφίων, της Αρίσβης, οι οποίες δεν είχαν μόνιμο Ιερέα. Επειδή μάλιστα δεν υπήρχε κατ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια συγκοινωνία και προκειμένου να φθάσει εγκαίρως στις ενορίες αυτές για να λειτουργήσει, εβάδιζε ώρες ολόκληρες πεζοπορώντας μέσα σε λασπωμένους δρόμους ή κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά ουδέποτε έβγαινε από το στόμα του λέξη αντιδράσεως, οργής, δυσθυμίας ή γογγυσμού. Πηγαίνοντας από το εσπέρας του Σαββάτου στην εκτός της έδρας του ενορία για να τελέσει τον Εσπερινό, έμενε την νύχτα είτε στην οικία του Εκκλησιαστικού Επιτρόπου είτε στην οικία του Ιεροψάλτου. Την επομένη ημέρα, μετά την Θεία Λειτουργία, όπου πάντοτε εκήρυττε από καρδίας και με λόγο απλό, κατανοητό και κυρίως μεστό περιεχομένου, επέστρεφε και πάλι στον Ροδίτη χαρούμενος και πεπληρωμένος Θείας Χάριτος και ευφροσύνης διότι είχε τελέσει το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και δεν είχε αφήσει αλειτούργητους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς τόσων ενοριών τις οποίες εκ περιτροπής λειτουργικώς εξυπηρετούσε.

Όλα γινόταν από μέρους του Πατρός Ιωάννου με ένθεη αγάπη και θυσιαστικό πνεύμα, ουχί για προβολή ή χρήματα, αλλά μόνο και αποκλειστικώς για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων, θεωρώντας μάλιστα ο ίδιος ότι αυτό το λειτουργικό έργο του ήταν μία άνωθεν δωρεά του Θεού, ο οποίος τον αξίωνε κάθε φορά να το φέρει σε αίσιο πέρας παρά την κόπωση λόγω της χιλιομετρικής αποστάσεως και των κακών καιρικών συνθηκών. Άξιο ιστορικής μνείας είναι επίσης το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 1947-1949, επειδή τόσο ο Ροδίτης όσο και τα πέριξ χωριά στα οποία διακονούσε ως λειτουργός ο Πατήρ Ιωάννης είχαν αδειάσει λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας είχε καλέσει τον ευλαβέστατο αυτό Λευίτη του Θεού να διακονεί το αναίμακτο θυσιαστήριο τόσο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία) Κομοτηνής όσο και στον Κοιμητηριακό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος ευρίσκεται στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κομοτηνής.

Εάν κάποιος μελετήσει το όλο εκκλησιαστικό, λειτουργικό, πνευματικό, ποιμαντικό και εν γένει πλούσιο κοινωνικό έργο του αοιδίμου Πατρός Ιωάννου στην ενορία του Ροδίτου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψιν και του γεγονότος ότι οι τότε επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στα χωριά και δη μιας παραμελημένης ακριτικής περιοχής, όπως ήταν η Θράκη, ήταν τραγικές, θα μπορούσε άνευ υπερβολής να επισημάνει αφενός μεν ότι αυτό φαντάζει και όντως είναι τιτάνιο και πρωτοποριακό για την εποχή του, αφετέρου δε ότι δικαίως δεν δύναται να νοηθεί οποιαδήποτε ιστορική καταγραφή περί της ενορίας του Ροδίτη χωρίς την ιστορική μνεία του ονόματος του εναρέτου και καθόλα αξίου αυτού Ιερέως, ο οποίος με την αγιότητα του βίου του και την όλη διακονία του όχι μόνο άφησε ανεξίτηλη στο διάβα του χρόνου την σφραγίδα του στην ενορία και τους ανθρώπους της, αλλά και ότι απεδείχθη πως «εκ κοιλίας μητρός» ήταν ένας άνθρωπος «γεννημένος για Παπάς», ένα όντως πεφωτισμένο «σκεύος εκλογής» της Θείας Χάριτος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο αοίδιμος Μέγας εκείνος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Τιμόθεος Ματθαιάκης (1954-1974), ο οποίος αγαπούσε και τιμούσε ιδιαζόντως τον μακαριστό Πάτερα Ιωάννη, πολύ συχνά αποκαλούσε αυτόν ως «Μακάριον», υπονοώντας τον αοίδιμο Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο (+1977), όχι μόνον διότι εξ όψεως η μορφή του Πατρός Ιωάννου ομοίαζε με εκείνη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και διότι ήταν δυναμικός μαχητικός, αποφασιστικός, δραστήριος και εργατικός, ενώ πάντοτε όταν λειτουργούσε στην Εκκλησία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη επισκεπτόταν και την οικία του Πατρός Ιωάννου.

Εξάλλου, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι η ονοματοδοσία του χωρίου Ροδίτη, που λεγόταν αρχικώς Μπρόκτειον ή Πρόκτειον, οφείλεται στον Πατέρα Ιωάννη και στον αοίδιμο Μητροπολίτη Μαρωνείας Τιμόθεο, στον οποίο είχε θέσει το όλο ζήτημα ο Πατήρ Ιωάννης όταν ως νεοεκλεγείς Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής επεσκέφθη και την ενορία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη για να λειτουργήσει για πρώτη φορά και να γνωρίσει και το εκεί ποίμνίο του, διότι παρόλες τις επανειλημμένες προ της εκλογής του Τιμοθέου ως Μητροπολίτου Μαρωνείας προσπάθειες και ενέργειές του ενώπιον των υπευθύνων κρατικών υπηρεσιών του Νομού Ροδόπης είχαν αποβεί άκαρπες, αλλά τελικώς με την παρέμβαση και του Μητροπολίτου Τιμοθέου εδόθη στον οικισμό η ονομασία Ροδίτης.

Όταν λοιπόν ο Πατήρ Ιωάννης ανέλαβε το έτος 1945 την διαποίμανση της ενορίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη βρήκε μία όμορφη και σχετικώς νεόδμητη Εκκλησία με πολλές ελλείψεις, η οποία είχε ανεγερθεί εν έτει 1933, ήτοι επί της αρχιερατείας του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας και Κομοτηνής Ανθίμου (1922-1938), αλλά λόγω της δεινής οικονομικής καταστάσεως των ενοριτών και της ανυπαρξίας άλλων εσόδων της Εκκλησίας, δεν υπήρχε κάποια, έστω και υποτυπώδη, περίφραξη, με αποτέλεσμα να εισέρχονται διάφορα κατοικίδια ζώα και δη των κτηνοτρόφων και να προκαλούν ζημίες στον περιβάλλοντα χώρο. Το 1946 ο Πατήρ Ιωάννης με κοπιώδη προσωπική εργασία από κοινού με αρκετούς συγχωριανούς του διαμόρφωσαν τον αύλιο χώρο της εκκλησίας, αλλά και πάλι το πρόβλημα υφίστατο, οπότε ο ίδιος είχε θέσει ως στόχο να κατασκευάσει την περίφραξη του ναού, αλλά χρήματα δεν υπήρχαν. Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι τότε Ιερείς ήταν άμισθοι και κατ’ έτος, κάθε μήνα Αύγουστο, η εκκλησιαστική επιτροπή με ένα κάρο διήρχετο «ανά τας ρύμας και τας οδούς» του οικισμού προκειμένου από κάθε οικογένεια οι ενορίτες να προσφέρουν κάποια ποσότητα σίτου ή κριθαριού, οπότε με αυτή την προσφορά, που λεγόταν «δίκαιο ή δίκιο», θα μπορούσε ο Ιερεύς και η οικογένειά του να ζήσει για ολόκληρο το έτος.

Υπό τις συνθήκες αυτές και παρά το γεγονός ότι η οικογένεια του Πατρός Ιωάννου ήταν πολυμελής και με πολλές βιοτικές ανάγκες, εντούτοις εκείνος απεφάσισε να κατασκευάσει την περίφραξη της Εκκλησίας και προς τούτο πούλησε το μικρό μοσχαράκι που του είχε προσφέρει μαζί με μία αγελάδα ο πεθερός του για να έχουν γάλα τα εγγόνια του, προκειμένου να αγοράσει τα αναγκαία για την περίφραξη οικοδομικά υλικά, όπως τσιμέντο, σύρματα, πασσάλους κ.ά. Θυσίασε δηλαδή ακόμη και το περιουσιακό εκείνο στοιχείο που είχε για να τρέφονται τα παιδία του προκειμένου να γίνει το έργο αυτό στην Εκκλησία, αλλά επειδή το μοσχαράκι ήταν μικρό, ήταν μικρή και η αξία του σε χρήματα, οπότε αναγκάσθηκε να βάλει ως ενέχυρο το μοναδικό δώρο που είχε λάβει κατά την χειροτονία του από την γιαγιά του Θεοπίστη, δηλαδή μία πανέμορφη σκαλιστή ασημένια ζώνη που κούμπωνε με πόρπη, η οποία διεσώθη και μετεφέρθη από την ίδια κατά τον μικρασιατικό ξεριζωμό του 1922 και ήταν ανεκτίμητης αξίας ιστορικό οικογενειακό κειμήλιο, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, με την ελπίδα ότι εντός τριμήνου θα μπορούσε να αποπληρώσει το ποσό που είχε λάβει για την αποπεράτωση της περιφράξεως της Εκκλησίας, όπερ και εγένετο, αλλά μετά από τρεις μήνες, όταν μετέβη με τα προς επιστροφή χρήματά του στον χρυσοχόο στον οποίο είχε παραδώσει την πολύτιμη ζώνη, εκείνος του είπε ότι η ζώνη του είχε πωληθεί, οπότε ο Πατήρ Ιωάννης αν και στενοχωρήθηκε, δέχθηκε αγόγγυστα το γεγονός, λέγοντας ότι «αφού πήγε για την Εκκλησία μου, ας είναι, άξιζε τον κόπο η θυσία αυτή».

Η περίφραξη της Εκκλησίας αφού κατασκευάσθηκε με την προσωπική εργασία του Πατρός Ιωάννου και την βοήθεια ορισμένων φιλοτίμων εθελοντών Χριστιανών ενοριτών του Ροδίτη, έδωσε την δυνατότητα στον περιφραγμένο πλέον περίβολο του ναού να σπείρει ο Ιερεύς πολλά δένδρα επειδή αγαπούσε το πράσινο και κάποια από αυτά σώζονται ακόμη και σήμερα στον προαύλιο χώρο της Εκκλησίας. Το ίδιο έπραξε και με τον ευπρεπισμό του Κοιμητηρίου της ενορίας το οποίο ήταν παραμελημένο από ετών και σε κακή κατάσταση, διότι ο ίδιος πάντοτε ήθελε ο,τιδήποτε σχετίζεται με την Εκκλησία και τους Χριστιανούς, ζώντες και κεκοιμημένους, να είναι «κατά τάξιν και ευσχημόνως» τελεσμένα, ευπρεπή και όμορφα, όπως όμορφη και αγαθή ήταν και η ψυχή του αγίου αυτού κληρικού της Εκκλησίας μας. Όταν μάλιστα ορισμένοι, έστω και ελάχιστοι, κάτοικοι του Ροδίτη, δυσανασχετούσαν διότι ο Ιερεύς με κάποιους άλλους φιλοτίμους εθελοντές και συμπαραστάτες στον κόπο και τον μόχθο του εργατικού Παπά τους, άνδρες της ενορίας καθάριζαν το Κοιμητήριο, εκείνος ως φιλόστοργος Πατήρ με πραότητα και ευγένεια, τους απαντούσε ότι «αυτή θα είναι η παντοτινή μας κατοικία και έχουμε ιερό καθήκον να την διατηρούμε ευπρεπισμένη, όπως αρμόζει σε καλούς Χριστιανούς».

Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι και το όντως θαυμαστό γεγονός το οποίο συνέβη κατά το μεσονύκτιο της Μεγάλης Πέμπτης εκείνης της πρώτης Μεγάλης Εβδομάδος του έτους 1946, όταν δηλαδή ο Πατήρ Ιωάννης είχε τοποθετηθεί από τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Βασίλειο εφημέριος στην ενορία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη, όπου κατά την τοπική συνήθεια των κατοίκων της ενορίας οι γυναίκες παραδόξως και εσφαλμένως ξενυχτούσαν τον Ιησού Χριστό ψάλλοντας τον λεγόμενο μοιρολόι της Παναγίας «Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα», όχι καθόλη την διάρκεια της νυκτός της Μεγάλης Πέμπτης, όπως μέχρι και σήμερα συνηθίζεται, αλλά κατά την Μεγάλη Παρασκευή. Παρά μάλιστα την πατρική νουθεσία του νέου τότε εφημερίου στον Ροδίτη Πατρός Ιωάννου, εκείνες επέμεναν στην τήρηση του τοπικού τους εθίμου, οπότε ο ταπεινός και μειλίχιος Πατήρ Ιωάννης χωρίς διάθεση σκανδαλισμού τους, αφού εκείνη της Μεγάλη Πέμπτη ολοκληρώθηκε η ακολουθία των Παθών και έγινε η απόλυση, οπότε ο κόσμος είχε φύγει και η Εκκλησία έμεινε παντελώς άδεια, εκείνος χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έκλεισε την θύρα, γονάτισε έμπροσθεν του Εσταυρωμένου και τον «ξενυχτούσε» μόνος του και προσευχόμενος εκτενώς και εν συντριβή και κατανύξει.

Όταν μετά τα μεσάνυχτα ένα ανδρόγυνο της οποίου η οικία ήταν πλησίον της Εκκλησίας πήγαινε να κοιμηθεί, είδε φως στην Εκκλησία και επειδή οι άνθρωποι εφοβήθησαν μήπως κάποιο ξεχασμένο κερί είχε μείνει αναμμένο με κίνδυνο να προκληθεί πυρκαγιά, μετέβησαν στην Εκκλησία και όταν η γυναίκα άνοιξε την πόρτα, ενώ ο Ιερεύς δεν είχε καν αντιληφθεί την παρουσία τους, είδε κατάπληκτη τον γονατισμένο και κάθιδρο Πατέρα Ιωάννη να προσεύχεται ενώπιον του Εσταυρωμένου, όποτε στην ερώτηση της τι κάνει τέτοια περασμένη ώρα στην Εκκλησία, εκείνος ταπεινά απάντησε στην γυναίκα ότι προσεύχεται μη μπορώντας να αφήσει μόνο του τον Εσταυρωμένο μια τέτοια μεγάλη νύχτα. Στην συνέχεια άλλες δύο – τρεις γυναίκες προσήλθαν στην Εκκλησία και αφού προέτρεψαν τον Πατέρα Ιωάννη να μεταβεί στην οικία του για να κοιμηθεί διότι ήταν πολύ κουρασμένος και την επομένη θα έπρεπε και πάλι να τελέσει τις μεγάλες ακολουθίες της Μεγάλης Παρασκευής, έμειναν όλες μαζί να ξενυχτήσουν τον Εσταυρωμένο, όταν ξαφνικά κατά τις 3 τα ξημερώματα, αντελήφθησαν να κυματίζει το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης ωσάν κάποιο πρόσωπο, το οποίο ευρίσκετο εντός του Ιερού Βήματος, να εξήρχετο στον κυρίως Ναό, χωρίς όπως να υπάρχει πουθενά κάποιος άνθρωπος, αφού ο Πατήρ Ιωάννης δεν είχε επιστρέψει στην Εκκλησία, αλλά και στη συνέχεια όλες άκουσαν τον ήχο ανθρώπινων βημάτων μέσα από το Ιερό βήμα και εν συνεχεία στον κυρίως Ναό μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν. Το θαυμαστό αυτό γεγονός διεδόθη ως αστραπή σε όλους τους κατοίκους του Ροδίτη και, όπως ο Πατήρ Ιωάννης είχε προτρέψει αρχικώς όλες τις γυναίκες της ενορίας, καθιερώθηκε τελικώς κατά την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες να ξενυχτούν τον Εσταυρωμένο.

Ακόμη ένα όντως αξιοσημείωτο αποκαλυπτικό γεγονός το οποίο συνέβη κατά την διάρκεια της ποιμαντικής ιερατικής διακονίας του Πατρός Ιωάννου σχετίζεται με την ανέγερση του Ιερού Παρεκκλησίου Γεννήσεως της Θεοτόκου στην βορειοανατολική πλευρά του οικισμού, όπου άλλοτε ευρίσκετο η παλαιά βρύση, όταν ο νεαρός κωφάλαλος Πέτρος Καμενίδης είδε κατ’ όναρ την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία του υπέδειξε τον τόπο όπου θα έπρεπε να ανασκάψουν το έδαφος για να ανεύρουν την εικόνα της και εκεί να ανεγείρουν Παρεκκλήσιο. Ο Πέτρος πολλές φορές με νοήματα προσπάθησε και τελικώς κατάφερε να εξηγήσει στον Πατέρα Ιωάννη το όνειρο που έβλεπε και όταν ο Ιερεύς δυσπιστούσε, ο νεαρός επανέρχονταν κάθε ημέρα και με δάκρυα στα μάτια επέμενε για την αλήθεια όσων του είχε αποκαλύψει η Θεομήτωρ, ώσπου ο Πατήρ Ιωάννης μετέβη στον τότε σοφό και με πνευματική διάκριση Μητροπολίτη Μαρωνείας Τιμόθεο στον εξέθεσε το όλο ζήτημα παρά την δυσπιστία του, οπότε ο Μητροπολίτης Τιμόθεος τον καθησύχασε λέγοντάς του «ότι ο άνθρωπος δεν ζητά ούτε κάτι κακό ούτε κάτι παράλογο. Δεν επιθυμεί να γκρεμίσει κάποια εκκλησία αλλά να χτιστεί μία εκκλησία, ένα παρεκκλήσιο. Συνεπώς, να μεταβείτε στην τοποθεσία την οποία υπέδειξε η Παναγία και να ανασκάψετε τον χώρο», όπερ και εγένετο, αλλά παρά τον κόπο του Πατρός Ιωάννου, οποίος ακόμη διατηρούσε τις αμφιβολίες του, και των λοιπών κατοίκων του Ροδίτη, οι οποίοι βοήθησαν στην ανασκαφή του χώρου, δεν ευρέθη κάτι.

Ο νεαρός όμως Πέτρος επέμενε να πιέζει τον Πατέρα Ιωάννη, ώσπου μία νύχτα ο Ιερεύς είδε στον ύπνο του όνειρο το οποίο τον συνετάραξε κυριολεκτικώς διότι τον έλεγχε επειδή είχε ακόμη αμφιβολίες και δεν πίστευε απολύτως στα όσα ανέφερε ο Πέτρος, οπότε την επομένη ημέρα τόσο ο ίδιος όσο και κάποιοι άλλοι ενορίτες άρχισαν με περισσότερο ζήλο την ανασκαφή του χώρου, έχοντας πίστη βεβαία ότι η Θεοτόκος θα τους αποκάλυπτε αυτό που ήθελε, όπως και έγινε, διότι ευρέθη τελικώς μικρών διατάσεων παλαιά εικόνα της Θεομήτορος την οποία εν συνεχεία έδειξαν στον Μητροπολίτη Τιμόθεο και εκείνος έδωσε την κανονική άδεια της ανεγέρσεως του μικρού Παρεκκλησίου όπου τιμάται το Γεννέσιον της Θεοτόκου και ό ίδιος μάλιστα πάνυ ασμένως ετέλεσε τα εγκαίνια και θυρανοίξια του.

Η πατρική αγάπη του φιλόστοργου και ευαίσθητου Πατρός Ιωάννου για τα παιδία υπήρξε παροιμιώδης, αφού πάντοτε επεδίωκε ως Πνευματικός Πατέρας και υπεύθυνος Ποιμένας της λογικής ποίμνης που του ενεπιστεύθη ο Χριστός και η Αγία Του Εκκλησία να καταρτίζει πνευματικώς τα παιδία, οπότε κάθε φορά που τα διαφόρων ηλικιών παιδία της ενορίας έριζαν μεταξύ τους για ασήμαντα πράγματα, τα πλησίαζε διακριτικά και με αληθή πατρική αγάπη τα νουθετούσε εν Κυρίω και τα ηρεμούσε, τα δίδασκε δηλαδή να ειρηνεύουν πνευματικά, με διάφορες διδαχές και παραδείγματα από την Αγία Γραφή και δή από τον Ευαγγελικό λόγο του Κυρίου. Έτσι τα παιδία, αγόρια και κορίτσια, τα οποία διαθέτουν αλάνθαστο αισθητήριο και καθαρή ματιά και κρίση, υπεραγαπούσαν μέχρι λατρείας, εσέβοντο και εκτιμούσαν τον Πατέρα Ιωάννη και κάθε φορά που τον έβλεπαν περιπατούντα στους δρόμους του χωρίου ή σε διάφορες εργασίες και διακονήματα στον χώρο της Εκκλησίας, με αυθορμητισμό και αγνή αγάπη τον προσκαλούσαν να έλθει κοντά τους και με λαχτάρα ψυχής ανέμεναν τι θα ακούσουν από το στόμα του. Η δε ποιμαντική και πνευματική μέριμνα για όλους τους ενορίτες του Ροδίτη, ανεξαρτήτως ηλικίας, ήταν η από μέρους του Πατρός Ιωάννου διακονία του Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως με φόβο Θεού, υψηλό αίσθημα ευθύνης και κυρίως ανυπόκριτη πατρική αγάπη προς τους ανθρώπους, τους οποίους άνευ ουδεμιάς διακρίσεως ή εξαιρέσεως αντιμετώπιζε ως εικόνες του ζώντος Θεού.

Σε αυτά τα κεχαριτωμένα παιδία της ενορίας του, κυρίως στα αγόρια, προκειμένου να μη περιφέρονται ασκόπως στους δρόμους, επί δεκαέξι συναπτά έτη (1945-1960) δίδασκε την ψαλτική τέχνη της πατρώας ορθοδόξου βυζαντινής μουσικής και εάν μάλιστα διέκρινε κάποιον ότι είχε το τάλαντο αυτό, επέμενε να το καλλιεργήσει επιμελώς λέγοντας ότι πρέπει να μάθει την ψαλτική διότι στο μέλλον θα είναι ο διάδοχός του ως Ιερεύς του Ροδίτη, όπερ και εγένετο με ένα νεαρό, ο οποίος όντως μετά από χρόνια υπήρξε ως εφημέριος ο διάδοχος του Πατρός Ιωάννου στην ενορία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη. Παράλληλα συγκροτούσε σε ομάδες τα αγόρια και τα κορίτσια της ενορίας και δίδασκε σε αυτά τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, οπότε με τις πολλές και πολύωρες πρόβες κατά την διάρκεια της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι ομάδες αυτές των παιδιών κατά την Ακολουθία του Επιταφίου, το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής, έψαλαν θεσπέσια και με υποδειγματική κατάνυξη τα της Εκκλησίας εγκώμια και μάλιστα από στήθους.

Καθ’ εκάστην Κυριακή μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και εφόσον το επέτρεπε ο καιρός και εάν οι καιρικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν, στο σχολείο, όπου συγκέντρωνε τα παιδία για το τακτικό Κατηχητικό τους με ερμηνεία και διδασκαλία του Ευαγγελικού λόγου κάθε Κυριακής, στις Ευαγγελικές περικοπές, σε βίους Αγίων και σε διάφορα διδακτικά ρητά. Όταν μάλιστα ο δάσκαλος του Ροδίτη ήταν ασθενής ή για διαφόρους άλλους λόγους αδυνατούσε να έλθει στο σχολείο, ο Πατήρ Ιωάννης ανελάμβανε την διδασκαλία των μαθημάτων προκειμένου τα παιδία να μην χάσουν τα μαθήματά τους. Η Πρεσβυτέρα Ελισάβετ κάθε Πάσχα έβαφε κατά την ορθόδοξη παράδοση τα κόκκινα αυγά γεμίζοντας δύο με τρία πανέρια και ο Πατήρ Ιωάννης στεκόταν στην κεντρική πλατεία του Ροδίτη ευχόμενος το «Χριστός Ανέστη», τσουγκρίζοντας με όλα τα παιδία και κάθε ηλικίας διερχόμενο το κόκκινο αυγό, οπότε τα παιδία ήταν ενθουσιασμένα και χαρούμενα αναμένοντας κάθε Κυριακή του Πάσχα το τσούγκρισμα των αυγών με τον λατρευτό τους «Παππούλη», όπως τον έλεγαν, και μεταξύ τους.

Κατά την παραμονή των Φώτων ή Θεοφανείων, μετά την Θεία Λειτουργία, ο Πατήρ Ιωάννης με δύο ή τρία παιδία, τα οποία κρατούσαν το λεγόμενο μπακιρτζάκι με τον αγιασμό, φώτιζε όλα τα σπίτια της ενορίας, άλλοτε με κρύο, και άλλοτε με βροχή και χιονόπτωση, και όταν τελείωνε ο φωτισμός ή το φώτισμα, όσα χρήματα του προσέφεραν οι ενορίτες, τα προσέφερε στα παιδία χωρίς να κρατήσει ποτέ κατά το κοινώς λεγόμενον «ούτε δεκάρα». Όπως μάλιστα μας ανέφερε η θυγατέρα του αοιδίμου Πατρός Ιωάννου, κ. Ραχήλ Μαρινίδου, ο κ. Παναγιώτης Καρακατσάνης ακόμη φυλάσσει στην προσωπική του συλλογή ως ευλογία εκείνα τα κέρματα, τα οποία από ετών του είχε προσφέρει ο Πατήρ Ιωάννης και ενθυμείται με συγκίνηση την πατρική και γενναιόδωρη χειρονομία του αφιλάργυρου ως άλλου ανάργυρου, μακαριστού Πατρός Ιωάννου.

Ο Πατήρ Ιωάννης ήταν άνθρωπος της ανιδιοτελούς προσφοράς, της κοινωνικής και φιλαδέλφου αλληλεγγύης και κυρίως της αυτοθυσιαστικής αγάπης, η οποία ουδέποτε αναμένει ανταλλάγματα, γι’ αυτό όταν κατ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής ανέχειας για τις περισσότερες οικογένειες, όταν κάποια παιδία από την Κομοτηνή ή τον Ροδίτη επιθυμούσαν να μεταβούν στην Τουρκία για σπουδές, ο φιλότιμος και πάντοτε δοτικός σε όλους και ιδιαιτέρως στα παιδία Ιερεύς, επειδή λόγω της καππαδοκικής καταγωγής του γνώριζε απταίστως και την τουρκική γλώσσα, δίδασκε αφιλοκερδώς αυτήν στα παιδία προκειμένου να γνωρίζουν τα βασικά όταν μεταβούν στην γειτονική χώρα για τις σπουδές τους. Άλλοτε πάλι όσα παιδία είχαν εισαχθεί σε κάποιες σχολές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών είτε γιατί δεν είχαν την οικονομική άνεση, έστω και για κάποιες ημέρες να ενοικιάσουν δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο, είτε από φόβο για τα ξενοδοχεία επειδή προερχόμενα από της επαρχία ήταν άβγαλτα, παρενέβαινε προθύμως ο ίδιος και φυσικά πάντοτε αφιλοκερδώς και τα έστελνε να φιλοξενηθούν στην οικία της διαβιούσης στην Αθήνα μεγάλης θυγατρός του Μαριάνθης, η οποία καίτοι πανδρεμένη με μωρά και υποχρεώσεις ουδέποτε αρνούνταν την φιλοξενία μέχρι τα παιδία αυτά, αγόρια και κορίτσια, να τακτοποιηθούν.

Εάν κάποιος θα ήθελε να γράψει πλησίον του ονόματος του μακαριστού Πατρός Ιωάννου κάποιο χαρακτηρισμό, ο οποίος να αποτελεί το όντως ίδιον γνώρισμα της ψυχής, της καρδίας και της εν γένει προσωπικότητός του, θα έγραφε την λέξη «φιλάνθρωπος» και τούτο περιτράνως υποδεικνύεται και από το παρακάτω ιστορικώς καταγεγραμμένο γεγονός. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο με πρωτοβουλία της τότε Βασιλίσσης Φρειδερίκης ψηφίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποία όσα κορίτσια ήταν άπορα ή ορφανά λάμβαναν εξ ονόματος της Βασιλίσσης ένα βιβλιάριο, το λεγόμενο «βιβλιάριον προικοδοτήσεως απόρων κορασίδων», στο οποίο υπήρχε επ’ ονόματι αυτών κατατεθειμένο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο με το πέρασμα των ετών τοκιζόταν και όταν ένα κοριτσάκι συμπλήρωνε το εικοστό έτος της ηλικίας του και παντρευόταν μπορούσε να λάβει το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, επρόκειτο δηλαδή για ένα είδος οικονομικής ενισχύσεως για να αρχίσουν την έγγαμη ζωή τους. Την ευθύνη για την διαχείριση όλων αυτών των βιβλιαρίων είχε αναλάβει ο Πατήρ Ιωάννης, ο οποίος επίσης δήλωνε στην Ελληνική Πολιτεία και τα ονόματα των απόρων κορασίδων προκειμένου να εκδοθεί το κάθε βιβλιάριο. Μία ημέρα λοιπόν επεσκέφθησαν όλως ξαφνικά τον Πατέρα Ιωάννη οι κύριοι Κωφίδης και Λίβας, οι οποίοι του είχαν αναθέσει την διαχείριση αυτής της ευθυνοφόρου εργασίας και προέβησαν σε αυστηρές συστάσεις προς τον φιλάνθρωπο Ιερέα, λέγοντάς του: «Καλά, βρε Παπά Γιάννη μου, σε αυτό το χωριό όλα τα κορίτσια γεννήθηκαν άπορα, κανένα κορίτσι δεν γεννήθηκε εύπορο, όλα φτωχά είναι;». Τότε ο ετοιμόλογος Πατήρ Ιωάννης απάντησε ότι «ως Ιερεύς και Πνευματικός Πατέρας γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι το χωριό του είναι προσφυγικό και φτωχό και ότι εκείνος δεν μπορεί να ξεχωρίσει καμία οικογένεια και εάν θέλουν μπορούν να του αφαιρέσουν αυτή την υπεύθυνη αρμοδιότητα». Οι δύο κύριοι έμειναν άφωνοι με την ειλικρινή απάντηση του ανδρός και θαύμασαν την διάκριση και την φιλάνθρωπη καρδία του Ιερέως οπότε όχι μόνο δεν του αφαίρεσαν την αρμοδιότητα αυτή, αλλά του επέτρεψαν να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Μέχρι και σήμερα μετά από τόσες δεκαετίες, όπως μας ανέφερε η εγγονή του αοιδίμου και όντως μάκαρος Πατρός Ιωάννου, Ιατρός Μικροβιολόγος στην Κομοτηνή κ. Παρασκευή (Βούλα) Μαρινίδου, τόσο οι παλαιοί κάτοικοι του Ροδίτη, άνδρες και γυναίκες, όσο και εκείνα τα τότε ευεργετηθέντα παιδία, αγόρια και κορίτσια, τα οποία σήμερα είναι πλέον σε ώριμη ηλικία και μέσα στην κοινωνία λαμπροί επιστήμονες, άξιοι οικογενειάρχες, γονείς ή ακόμη παππούδες και γιαγιάδες με εγγόνια, όταν την συναντούν μαζί με την Μητέρα της, κ. Ραχήλ Μαρινίδου, ενθυμούνται πάντοτε με αισθήματα ευγνωμοσύνης και συγκινήσεως, ενίοτε μάλιστα και με δάκρυα στα μάτια, την ανυπόκριτη αγάπη, το αδαπάνητο φιλότιμο, την ανιδιοτελή προσφορά και την απέραντη γενναιοδωρία που εισέπραξαν και γεύθηκαν στα νιάτα τους και σε δύσκολες στιγμές από τον μακαριστό Πατέρα Ιωάννη Μαυρίδη του οποίου η καλοσύνη, η αγαθή προαίρεση πάντοτε και προς όλους ανεξαιρέτως και αδιακρίτως υπήρξε παροιμιώδης και εξεφράζετο με την προσφορά βοηθείας και αλληλεγγύης αφιλοκερδώς και μάλιστα χωρίς δεύτερη σκέψη ή ενδοιασμούς. Δεν θα ήταν λοιπόν εκφραστική υπερβολή ο χαρακτηρισμός τον οποίο χρησιμοποιήσαμε στον τίτλο του παρόντος αφιερωματικού κειμένου μας για τον μακαριστό Πατέρα Ιωάννη ως «Καλού Σαμαρείτου», εάν αναλογισθούμε και λάβουμε υπόψιν μας ότι κάθε φορά -και μάλιστα αυτό συνέβη για πλείστες όσες φορές- που κάποιος ταλαιπωρημένος άνθρωπος, παντελώς άγνωστος στον ίδιο, είχε ξεμείνει στον δρόμο και είχε ήδη νυχτώσει, τον έφερνε στην οικία του, όπου η επίσης φιλότιμη Πρεσβυτέρα Ελισάβετ του προσέφερε φαγητό και του έστρωνε να κοιμηθεί για να συνεχίσει την επομένη ημέρα την πορεία του.

Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι και το παρακάτω γεγονός το οποίο δεν επιβεβαιώνει μόνο το φιλάνθρωπον του χαρακτήρος και της εν γένει προσωπικότητος του όντως χαρισματικού και εναρέτου Πατρός Ιωάννου αλλά κυρίως την πνευματική διάκριση, την οποία ως υψίστη αρετή διέθετε για ο,τιδήποτε έπραττε υπέρ των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα όταν ένα απόγευμα μετά τον ειθισμένο Εσπερινό καθώς αποχωρούσε από την Εκκλησία για την οικία του, απηύθυνε τον πατρικό και εγκάρδιο χαιρετισμό του σε μία γριούλα πονεμένη και πάμπτωχη. Τότε καθώς περπατούσε, άφησε σκοπίμως να πέσουν κάποια χρήματα, δήθεν τυχαία, μέσα από την τσέπη του ζωστικού του (αντερί), κάτω από το ράσο, προκειμένου να τα πάρει ως βοήθημα η ταλαιπωρημένη γριούλα, η οποία όταν τα είδε και τα περιμάζεψε, μετέβη παρά την άκρα πενία αυτής στην οικία του Ιερέως για να τα παραδώσει, λέγοντας με απλότητα προς την Πρεσβυτέρα Ελισάβετ: «Κυρά Παπαδιά μου, φαίνεται ότι οι τσέπες του Παππούλη είναι τρύπιες και του πέσανε αυτά τα χρήματα, σου τα έφερα και παρακαλώ να του τα παραδώσεις». Η Πρεσβυτέρα αμέσως κατάλαβε γιατί το είχε κάνει αυτό ο Πατήρ Ιωάννης, οποίος και άλλοτε παρομοίως είχε πράξει, διότι δεν ήθελε ποτέ ούτε να προσβάλλει ούτε να φέρει σε δύσκολη θέση τους ανθρώπους ακόμη και πράξεις αγαθές και φιλάνθρωπες προς αυτούς, οπότε και εκείνη απάντησε καταλλήλως στην τιμία γριούλα γυναίκα λέγοντας ότι: «με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να πάρει αυτά τα χρήματα διότι, όπως είπε, εσύ τα βρήκες και δικά σου είναι».

Αλλά και σε πλείστες άλλες περιπτώσεις αποδεικνύεται ο ως άνω χαρακτηρισμός μας για τον μακαριστό Πατέρα Ιωάννη ως «Καλού Σαμαρείτου», αφού το σπιτικό του ήταν πάντοτε ανοιχτό σε όλους και άνευ υπερβολής ομοίαζε με νοσοκομείο, διότι οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νυκτός όποιος είχε υποστεί κάποιο ατύχημα, στραμπούληγμα, χτύπημα, πονόδοντο ή ο,τιδήποτε άλλο μετέβαινε στην οικία του Πατρός Ιωάννου, όπου ο ίδιος ο Ιερεύς επιμελείτο και φρόντιζε όντως ως άλλος αφιλάργυρος και ανάργυρος πρακτικός Ιατρός, για την ανακούφιση από τους πόνους και την αποθεραπεία του πάσχοντος συνανθρώπου του. Τα παιδία υπέφεραν από αμυγδαλές (αμυγδαλίτιδα), «λαιμά» τα έλεγε τότε ο λαός, ο Πατήρ Ιωάννης με λεπτές κινήσεις και προσοχή άνοιγε τις αμυγδαλές πιέζοντας προκειμένου να αφαιρεθεί το πύον και έπειτα έλεγε στα παιδία να κάνουν διάφορες γαργάρες, οπότε ανακουφίζονταν και έφευγαν.

Εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν υπήρχαν χρήματα για γιατρούς και οι γιατροί ήταν λίγοι, οπότε ο ίδιος εκτελούσε και χρέη νοσοκόμου, αφού όποιος έπρεπε να κάνει διάφορες ενέσεις και συνήθως πενικιλίνης πήγαινε στο σπίτι του και εκείνος αφιλοκερδώς του τις έκανε. Όταν κάποια φορά οι άνθρωποι ένεκα ευγνωμοσύνης και ως έκφραση ευχαριστίας αποτολμούσαν να του προσφέρουν χρήματα, εκείνος στεναχωρείτο και μόνο που είχαν σκεφθεί κάτι τέτοιο, διότι πολύ απλά ο ίδιος ήταν χαρούμενος που μπορούσε να προσφέρει. Μία άλλη πολύ κοινή και συνηθισμένη πάθηση ήταν η παρωτίτιδα (μαγουλάδες) εξαιτίας της οποίας τα παιδία από το πόνο δεν μπορούσαν ούτε καν να ανοίξουν τα μάτια τους. Έπαιρνε λοιπόν ο Πατήρ Ιωάννης την Ιερά Λόγχη της Εκκλησίας και αφού σταύρωνε τα παιδία, διάβαζε και μία κατάλληλη για την περίσταση ευχή της Εκκλησίας, οπότε εκείνα σε λίγες ημέρες γινόντουσαν καλά.

Ο αοίδιμος Πατήρ Ιωάννης είχε ακλόνητη πίστη και ένθεη αγάπη για τον Χριστό τον οποίο όντως είχε ενθρονισμένο στην όλη ύπαρξή του και για αυτό συνακολούθως αγαπούσε και όλους τους ανθρώπους. Ήταν ο άνθρωπος της αγάπης, πάντοτε ήταν ο της αγάπης άνθρωπος για τον κάθε άνθρωπο, ιδιαιτέρως δε ο «Καλός Σαμαρείτης» των φτωχών και προπάντων των ορφανών, επειδή και ο ίδιος είχε μεγάλωσε ορφανός και από τους δυο γονείς του. Πάντοτε οι άνθρωποι άκουγαν από τα χείλη του τον καλό λόγο, όντως λόγο Θεού, ενώ ο ίδιος ουδέποτε ήταν οργίλος ή νευρικός αλλά ταπεινός, πράος, διακριτικός, γλυκύς, ευπροσήγορος, με μεγάλη υπομονή και όπου το απαιτούσε η περίσταση με αποφασιστικότητα. Δίδασκε στους ανθρώπους όχι μόνο με τους λόγους του αλλά κυρίως και πρωτίστως με την όλη βιωτή και το παράδειγμά του δείχνοντας ως πνευματική πυξίδα την οδό της αρετής και όχι της κακίας. Νουθετούσε τους πάντες να μην συκοφαντούν και να μη κατηγορούν τους συνανθρώπους τους, να είναι ταπεινοί και όχι αλαζόνες και εγωιστές διότι ο Θεός αναπαύεται στις ταπεινές και ευαίσθητες καρδίες. Ιδιαιτέρως παιδαγωγούσε τα ανδρόγυνα να έχουν αγάπη και υπομονή για να διατηρούν άσειστη την οικογένεια τους, αφού, όπως συνήθιζε να λέγει, εάν διαλυθεί η οικογένειά τους είναι ωσάν να γκρεμίζετε μία Εκκλησία.

Ο αοίδιμος Πατήρ Ιωάννης Μαυρίδης εκλήθη υπό του Αναστάντος Ιησού Χριστού στο άνω αναίμακτο θυσιαστήριο της Βασιλείας Του την 18η Φεβρουαρίου 1960 κοιμηθείς αιφνιδίως από ανακοπή καρδίας. Στην εξόδιο ακολουθία, η οποία ετελέσθη στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη, παρέστη συγκλονισμένος ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Τιμόθεος πλαισιωμένος από τους τότε Αρχιμανδρίτες του, Τιμόθεο Ελευθερίου, ο οποίος ήταν και ο Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Μαρωνείας, Ευδόκιμο Κοκκινάκη (μετέπειτα Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως), Δαμασκηνό Ρουμελιώτη (τότε Ιεροκήρυκας και μετέπειτα Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής), Χρυσόστομο Καραμανάκο (μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος), οι οποίοι, σημειωτέον, από την προηγουμένη ημέρα ως εν Χριστώ αδελφοί και φίλοι του μακαριστού Πατρός Ιωάννου κατέφθασαν στην οικία του και οι ίδιοι μυράλειψαν και ενέδυσαν αυτόν με την ιερατική του στολή για την Εξόδιο ακολουθία, αλλά και από πλειάδα άλλων Ιερέων από όλες σχεδόν τις ενορίες της Μητροπόλεως Μαρωνείας, ενώ το πλήθος του συντετριμμένου πάσης ηλικίας λαού ήταν άνευ υπερβολής μία λαοθάλασσα, γεγονός που έκανε όλους λένε ότι ο λαός που είχε συγκεντρωθεί ήταν τόσο πολύς ώστε η εξόδιος ακολουθία εχαρακτιρίσθη ως άλλη Μεγάλη Παρασκευή. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μετά την Επικήδειο Προσλαλιά του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου, λόγο πνευματικής οικοδομής των πιστών περί του προσώπου του εναρέτου και αξίου Ιερέως π. Ιωάννου απηύθυναν και οι φίλοι του Αρχιμανδρίτες Τιμόθεος Ελευθερίου, Ευδόκιμος Κοκκινάκης και Χρυσόστομος Καραμανάκος. Ο μακαριστός Πατήρ Ιωάννης Μαυρίδης αν και επιθυμία του ήταν να ενταφιασθεί στον προαύλιο χώρο της Εκκλησίας του Ροδίτη, την οποία είχε ως την πρώτη οικία του καθόλη την διάρκεια της Ιερατικής διακονίας του, εντούτοις ενταφιάσθηκε στο Κοιμητήριο του Ροδίτη και στον ίδιο τάφο ενταφιάσθηκε και η πολυαγαπημένη σύντροφος της ζωής του και υποδειγματική «συνέκδημος» της Ιερατικής του διακονιάς, Πρεσβυτέρα Ελισάβετ, η οποία εκοιμήθη πλήρης ημερών την 26η Νοεμβρίου 2007.

Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι το θαυμαστό γεγονός ότι, όταν πέντε έτη μετά τον ενταφιασμό του Πατρός Ιωάννου έγινε κατά το τότε έθος που επικρατούσε στον Ροδίτη η εκταφή του για να καθαρισθούν και επαλειφθούν με έλαιο και οίνο τα οστά του, ενευρέθη παντελώς άφθαρτο το δάκτυλο της δεξιάς του χειρός με το οποίο οι κληρικοί ευλογούν εν σχήματι συμβολίζοντας τις δύο φύσεις του Ιησού Χριστού και την Αγία Τριάδα. Όταν μάλιστα το μέρος αυτό του σκηνώματος του Πατρός Ιωάννου μετεφέρθη στον Μητροπολίτη Τιμόθεο από την μεγαλύτερη θυγατέρα του αοιδίμου Ιερέως Μαριάνθη, εκείνος παρέμεινε εκστατικός και με συγκίνηση ομολόγησε ότι αυτό είναι «σημείον» του Θεού, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο ίδιος ανέμενε ένα τέτοιο σημείο από Θεού περί του Αγίου αυτού κληρικού που ήταν ο Πατήρ Ιωάννης», οπότε όρισε για μία εβδομάδα το μέρος αυτό του σκηνώματος να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα εντός του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη όπου συνέρρεαν τα πλήθη των πιστών και με ευλάβεια ασπάζονταν αυτό, και την τελευταία ημέρα μετέβη και ο ίδιος στην Εκκλησία και αφού ετέλεσε Τρισάγιο, ευλόγησε την επανατοποθέτηση και πάλι όλου του σκηνώματος στον αρχικό τάφο.

Από τα ως άνω εκ βάθους καρδίας καταγραφέντα αποδεικνύεται ότι υπάρχουν πρόσωπα τα οποία σφραγίζουν ανεξίτηλα την ζωή των ανθρώπων και ο Πανδαμάτωρ χρόνος ουδέποτε κατορθώνει να καλύψει με το πέπλο της λησμονιάς το όνομα, την μορφή, την παρουσία, προσφορά και διακονία τους όπου κι αν έζησαν, απ' όπου κι αν πέρασαν και άφησαν τα ίχνη της βιωτής και περπατησιάς τους στον εφήμερο και κίβδηλο αυτό ορατό κόσμο. Υπάρχουν πρόσωπα των οποίων το άκουσμα και μόνο του ονόματός τους προκαλεί στους ανθρώπους πνευματική και ψυχική ανάταση, φρονήματος ανάσταση και ενθυμήσεις αγαθές και ευφρόσυνες μέσα στην κατήφεια και πειρασμική απελπισία της συγχρόνου ζωής. Και αν τούτο συμβαίνει συχνά με πρόσωπα τα οποία κινούνται στο «κοσμικό πλαίσιο», πολλώ δε μάλλον ισχύει με πρόσωπα της Εκκλησίας, ήτοι με τους κατ’ ουσίαν και ουχί μόνον κατ’ όνομα Πνευματικούς μας Πατέρες.

Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε και ο Καππαδόκης στην καταγωγή αοίδιμος και μακαριστός, φιλάνθρωπος και ενάρετος Πατήρ Ιωάννης Αράπογλου ή Μαυρίδης (1909-1960), ο οποίος από Θεού ανεδείχθη «σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος» και «εκ κοιλίας μητρός» υπήρξε άνθρωπος «γεννημένος για Παπάς», που όντως ετίμησε σε όλη την επίγεια ζωή του το ράσο του και με την όλη βιωτή του επαλήθευσε ότι σε τέτοιους και για τέτοιους αξίους και εναρέτους κληρικούς απευθύνεται και αρμόζει ο Ευαγγελικός λόγος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (ΜΘ. 25,23).

Υ.Γ. Για την συγγραφή του παρόντος αφιερωματικού κειμένου εκφράζουμε από καρδίας και ολοθύμως θερμές ευχαριστίες στην θυγατέρα και την εγγονή του αοιδίμου και μακαριστού Ιερέως Ιωάννου Μαυρίδη, κ.κ. Ραχήλ και Παρασκευή (Βούλα) Μαρινίδου, οι οποίες προθύμως ανταποκρίθηκαν στην παράκληση του γράφοντος και φιλοτίμως προσέφεραν το σχετικό υλικό και τις φωτογραφίες στον γράφοντα.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ