Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
·
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και Ευαγγελισμός του
μαρτυρικού Γένους μας.
·
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός
σωτηρίας του Γένους μας.
Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο
περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό
της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του
λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία
που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό
μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, Πανακήρατε Κόρη, το μαρτυρικό
έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε
θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με
ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος;
Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το
ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε
τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε
στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν
τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.
Λοιπόν,
εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε διά το “Χαίρε” εκείνο, που μας επροξένησε την
χαρά, διά τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το
προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο,
από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν
στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που
ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας
από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την
Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την
Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την
Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των
αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του
Ελληνικού Γένους».
Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και
όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική
παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον
Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί
Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα
στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος
μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι
συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την
10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα. Το Φανάριο είχε
μεταβληθεί σε σφαγείο και τόπο απαγχονίσεων. Φόνοι κληρικών και λαϊκών
εσυνεχίζοντο χωρίς διακοπή και με μεγαλύτερη αγριότητα. Οι Οθωμανοί έκλεβαν την
περιουσία των κληρικών, λεηλατούσαν και πυρπολούσαν ναούς και μοναστήρια και
αφάνιζαν κάθε χριστιανικό στοιχείο.
Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους
θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και
Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του
Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.
Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου
εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί
του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη
Βασιλεία σου».
Την
αυτοθυσιαστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο υπόδουλο Γένος μας
για 400 έτη σκληράς και φρικώδους σκλαβιάς περιγράφει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938) ως εξής: «Ο υπόδουλος Έλλην έβλεπεν ενώπιόν του διαρκώς την Εκκλησίαν, τον
Αρχιερέα, τον ιερέα, τα δε ζητήματα της Εκκλησίας ήσαν ζητήματα του έθνους και
τ’ ανάπαλιν. Εστηρίζετο το έθνος επί της Εκκλησίας, αλλ’ εστήριζε και αυτό την
φιλόστοργον Μητέρα Εκκλησίαν… ο κλήρος συνεμερίζετο την δυστυχίαν του λαού και
παρίστατο άγγελος παρήγορος, εν πάση στιγμή χειραγωγός και προστάτης».
Την ιδιαίτερη σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους
Έλληνες ο μεγάλος Ιστορικός και Καθηγητής αοίδιμος Απόστολος Βακαλόπολος
περιγράφει χαρακτηριστικά ως εξής: «η
τύχη του ελληνικού λαού εξαρτήθηκε πολύ από τη στάση των κληρικών πριν από την
επανάσταση και κατά τη διάρκειάν της. Η ανάμειξη των λειτουργών της θρησκείας
στην προπαρασκευή και κατόπιν στην διεξαγωγή του αγώνα έδωσε σ’ αυτόν τον
θρησκευτικό φανατισμό και την πίστη στο μέλλον, δύο σπουδαία όπλα για την
εξάπλωση και την επιτυχία του κινήματος.
Έτσι ο
ορθόδοξος κλήρος στην κοινή μεγάλη προσπάθεια των Ελλήνων για την αποτίναξη του
ζυγού κατέδειξε πια ολοφάνερα τον εθνικό του χαρακτήρα, που είχε αρχίσει να
προσλαμβάνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο πλαίσιο τούτο
συντελείται και μία άλλη μεταβολή σύμφωνα με την οποία κοντά στον εθνικό
χαρακτήρα του απελευθερωτικού πολέμου προσετέθη και ο θρησκευτικός. Εξάλλου, η
θρησκευτικότητα των Ελλήνων βοήθησε πολύ το έργο της Φιλικής Εταιρείας. Η
αθόρυβη και μυστική της εξάπλωση, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, οφείλεται
στην ιερότητα του κινήματος, στη βαρύτητα του όρκου που έδιναν οι κατηχούμενοι
στους κατηχητές, ο οποίος είχε μεγάλη και δυνατή επίδραση στις συνειδήσεις των
Ελλήνων».
Σε άλλο σημείο ο Καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος γράφει
ότι: «Η Εκκλησία τόσον κατά την
προεπαναστατικήν περίοδο όσον και κατά την επανάστασιν ανέλαβε και τον ρόλον
του πολιτικού οδηγού παραλλήλως προς τον του θρησκευτικού τοιούτου. Οι δύο
πόλοι, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, περίξ των οποίων περιστρέφεται η ιστορία των
δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, έμειναν σταθεροί, ιδίως ο πρώτος, και κατά
την περίοδον της Τουρκοκρατίας πολύ περισσότερον δε κατά την επανάστασιν. Διότι
τότε κατεφάνη σαφέστερον ο πολιτικός χαρακτήρ του κλήρου και ο στενός δεσμός
αυτού μετά του έθνους. Οι κληρικοί ήσαν δυνάμει μεν πολιτικοί όχι όμως και
ενεργεία…».
Κι αν ακόμη θα μπορούσε κάποιος με κακόβουλη προαίρεση
και εμμονική προκατάληψη να επικρίνει την ενίοτε «συνετή» και «φρόνιμη ιερά
τακτική» της διοικούσας Εκκλησίας έναντι της Υψηλής Πύλης, δεν θα πρέπει
απαιδεύτως να αγνοεί ή εσκεμμένα και δολίως να παραβλέπει ότι αυτή η ιερά
τακτική απέβλεπε στην προστασία του Γένους από τον ολοσχερή αφανισμό του
αλλοθρήσκου κατακτητή. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η άποψη του Μεγάλου
Βρετανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν ότι: «Στο βάθος της σκέψεως κάθε Έλληνα, όσο πιστά κι αν συνεργαζόταν με
τους νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε η πίστη ότι μια μέρα η εξουσία του
Αντίχριστου θα κατέρρεε και ότι τότε ο ενωμένος ελληνικός λαός θα σηκωνόταν και
πάλι για να ξαναδημιουργήσει την άγια αυτοκρατορία του». Ο δε Πατριάρχης
Κύριλλος Λούκαρις εύστοχα παρατηρεί ότι:
«Δέκα χρόνους αν εβασίλευεν ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δεν θα εύρισκες εκεί
χριστιανούς», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αντιπαραβάλει τη μυστική δύναμη της
Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία θυσιάστηκε μαζί με τον λαό και
απετέλεσε το διαχωριστικό τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αλλόθρησκο κατακτητή,
με αποτέλεσμα «τα δύο στοιχεία, ελληνικόν και τουρκικόν, να παραμείνουν κατά
την διάρκεια 4 αιώνων άμικτα, ώσπερ το ύδωρ και το έλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).
Αποδεικνύεται λοιπόν ιστορικά ότι στους δυσχείμερους
και δίσεκτους χρόνους της υποδουλώσεως η Ορθόδοξη Εκκλησία «ενσαρκωμένη» και
υποστασιοποιημένη στον θεσμό του μαρτυρικού και καθαγιασμένου Οικουμενικού
Πατριαρχείου και των «Ιερών Φυλάκων» της πίστεως και του Γένους κληρικών του,
απέβη, κατά την επιτυχή διατύπωση του Εμμ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων
παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους μας». Τούτο
δε συνέβη, όπως γράφει ο Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν
αιχμαλωσία», επειδή «η Εκκλησία κατόρθωσε
να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει».
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο σοφός και λόγιος Νομομαθής Νικόλαος Σαρίπολος
δικαιολογημένα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα διεκήρυττε στη Β΄
Εθνοσυνέλευση του 1864, σχεδόν αποκαλυπτικά και εν είδει δημοσίας ομολογίας: «Εσώθημεν διά της Εκκλησίας».
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς
σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών οι οποίοι μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν
γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως
γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ
μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί,
προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη
νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και
ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι
αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο
καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας
εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».
Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον
θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς
την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος», και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου
σου».
Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν
σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου
Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες
μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες
απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και
πατρίδος.
Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι
κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο
αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,
ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο
αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και
έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό
στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, διά
των λειτουργών της θρησκείας του».
Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως
της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον
θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον
σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και
έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα,
ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του
πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να
ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες
αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της
πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν
του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η
Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των
ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν
κοινά διά την εθνική ελευθερία».
ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ