Γράφει
ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΑΠΟ ΤΑ «ΧΑΙΡΕ»
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ
ΣΤΑ «ΧΑΙΡΕ» ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
ΣΤΑ «ΧΑΙΡΕ» ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Το
έαρ της πλάσης και το έαρ της Εκκλησίας ευωδιάζουν από το προσφερόμενο θυμίαμα στην περίπυστο
και παλαίφατο εφέστια εικόνα της Βλαχερνήτισσας, η οποία τρέφει και ζωογονεί,
συγκροτεί και συγκρατεί την φαναριώτικη ευσέβεια και την πολυμαρτυρική πολίτικη
Ρωμηοσύνη.
Όταν
όλα ευωδιάζουν και ανεγεννιούνται με τα «εαρινά Χαίρε» του Αρχαγγέλου, ο οποίος
ευαγγελίζεται στην «Ανύμφευτη Νύμφη», το μέγα μυστήριο της Θείας Οικονομίας,
συνειρμικά ο αδάμαστος νους διαπερνά ηπείρους και χώρες , ερήμους και πεδιάδες,
όρη τα υψηλά, θάλασσες και ωκεανούς, ποταμούς και λίμνες, μέχρι να καταφθάσει
στα στενά πλακόστρωτα πολίτικα καλντερίμια που οδηγούν στην χάρη της Βλαχερνήτισσας όπου αιώνες και
αιώνες αδιαλείπτως ο πτεροφόρος Αρχάγγελος έρχεται να απευθύνει «ορθοστάδην» μαζί με την του φαναρίου
ιεροπρεπεστάτη ευλάβεια και την της πολίτικης Ρωμηοσύνης ευσέβεια τα «Ακάθιστα
Χαίρε» προς την πανυπερευλογημένη Θεοτόκο Μητέρα, της όντως «Χώρα του Αχωρήτου» στην Θεοτοκούπολη
Βασιλεύουσα ωσάν σε « Χώρα Ζώντων».
Παράδοξον
το σύζευγμα και ανικήτως ακατάλυτη η σύζευξη ιστορίας και χάριτος, ουρανού και
γης, προαπελθόντων, όντων και επιγενομένων σε μία «σπιθαμή γης» και εν τέλει
οντολογικής (υπαρξιακής) Θείας Οικονομίας ανάμεσα στην Θεόνυμφη Θεοτόκο και την
Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, η οποία συνδεδεμένη αστασιάστως και αμεταθέτως
«εφάπαξ» με τον θεομητορικό ομφάλιο λώρο ζωογονείται και υπερβαίνει τα ασφυκτικά
εγκόσμια δεσμά στο επέκεινα του κτιστού χωροχρόνου «έως τερμάτων αιώνος». Κατέρχεται
«Άγγελος Πρωτοστάτης ειπείν τη Θεοτόκω το
Χαίρε» και στο Θεομητορικό Πανάγιο πρόσωπο αυτής χαιρετίζει το μαρτυρικό
πρόσωπο της πολίτικης Ρωμηοσύνης και εν αυτώ το τυραννισμένο πρόσωπο απάσης της
ανθρωπότητος. Ο Γέρων και εμφιλόσοφος αοίδιμος Μητροπολίτης και του φαναρίου
ιεροφάντης μυσταγωγός Πέργης Ευάγγελος υπομνηματίζει το μυστήριο τούτο του
απερινοήτου αυτού συζεύγματος ανάμεσα στα «Χαίρε» του Αρχαγγέλου και σε εκείνα
τα «Χαίρε» της φαναριώτικης μυστικής ιεροπρεπούς βιοτής και της κεχαριτωμένης
πολίτικης Ρωμηοσύνης , γράφων τα κάτωθι θεσπέσια : «Χαιρετισμών
ημέρα στη Βλαχερνήτισσα. Σκέψη και βήματα πολιτών που δεν ξεχνούν. Κυρίως όταν
σημάνει η ώρα. Μία ώρα από εαρινή πνοή. Μοσχοβολημένη από θύμησες … Μία Παναγία
Πολίτισσα που μας κυττάζει, που μας ακινητοποιεί. Πώς να μην την θωπεύσει ο
σεβασμός μας, να μην την ακροάται η λαχτάρα μας; Με ευαγγελισμούς μας ξυπνάει . Με θαύματα
στολίζει το βίο μας. Πού να χωρέσουν στη
γλώσσα μας τα επωνύμιά της . Πώς να προφθάσουν τους Οίκους, τα Κοντάκια,
τα Εφύμνιά της; Χαίρε Μήτερ Ανύμφευτε.
Πλάϊ στην
ουράνια θέση της και η κοσμική της τοποθέτηση. Μέσα στην αγιότητά της και η
ανθρώπινη συμπεριφορά μας. Όλα μέσα στη μητρική της κατανόηση. Και όλα
εξηγημένα με την πρεσβειακή αποστολή της. Με την στοργική συμπαράστασή της. Η
μεσιτεία που ανοίγει τις ανθρώπινες καρδιές και ανάλογα τοποθετεί την
Υπερύμνητη. Θεοτόκο στο προσκυνητάρι, Μητέρα στις ψυχές. Και Παναγία ανάμεσά
μας. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αμέτρητες οι Ναζαρέτ που τη διεκδικούν. Οι
Βηθλεέμ που την καλωσορίζουν.
Παρηγοριά και
στην Πόλη η Παναγία. Κι όχι μόνο. Συντρόφισσα εν παντί. Ακατάπαυστα ανεβοκατεβαίνει
την Επτάλοφο. Όπου την καλεί η Ρωμηοσύνη, εκεί. Και πάντα μαζί της σαν Οδηγήτρια,
σα Βλαχερνίτισσα σαν Παμμακάριστος. Αυτές συνθέτουν τη ζάλη της, την ξαγρύπνια
της, το πάθος της. Ζει τ ’αληθινό παραμύθι της η Ρωμηοσύνη, ακολουθώντας την
Οδηγήτρια στις επάλξεις της. Σε εύδια λιμάνια τη Βλαχερνίτισσα. Και για
γαληνεμένη ζωή την Παμμακάριστο».
Η
του πολυμαρτυρικού φαναριού και της πολίτικης Ρωμηοσύνης ακοίμητη συνείδηση
χαιρετίζει διά του Αγγελικού στόματος την Ανύμφευτη Θεομήτορα ως «νεφέλη
ολόφωτη, η τους πιστούς απαύστως επισκιάζουσα» και ως «αοράτων εχθρών αμυντήριον»,
επειδή μέσα στη χωροχρονική εφάπαξ σύζευξη της θεοφρουρήτου Πόλεως των Πόλεων
με την Θεόνυμφη Δέσποινα αποκαλύπτεται το «συναμφότερον
θαύμα» της χάριτος και της ιστορίας περί του οποίου «ουκ έστι τέλος».
Η «συντηρητική» της Θεομητορικής ευαρέσκειας
πρεσβεία συνέχει την εαυτής Πόλη και τον Θεοτοκόφιλο λαό της, ο οποίος
ακαταπαύστως αναβοά: «ικετεύομεν οι δούλοι σου και κλίνομεν γόνυ καρδιάς ημών∙ κλίνον το ους σου, Αγνή, και σώσον τους
θλίψεσι βυθιζομένους ημάς· και συντήρησον πάσης εχθρών αλώσεως την σην Πόλιν,
Θεοτόκε» .
Τα
προ της αλώσεως και τα μετά την άλωση της Θεοτοκουπόλεως Κωνσταντινουπόλεως
αποδεικνύουν την αμεταθέτως και αστασιάστως «αει ζώσα» Θεομητορική κραταιά
παρουσία και ακαταίσχυντη προστασία, η οποία συντηρεί, κραταιώνει και ζωογονεί
την εν φαναρίω θαυαμαστώς εγκολπωμένη πολίτικη Ρωμηοσύνη παρά τους κλυδωνισμούς
του ιστορικού γίγνεσθαι και τις πολυκύμαντες αναταράξεις του εκάστοτε «εφήμερου
κοσμοκράτορος». Ζει η Θεοτοκοφρούρητη Βασιλεύουσα ως Θεομητορική καθέδρα και
ζει και το αείφωτο και τηλαυγέστατο φανάριο. Ζει εν Θεομητορικαίς αγκάλαις η
Πρωτόκλητος, Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού
Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία και ζει εν αυτή και δι’ αυτής η αεί ανθισταμένη
πολίτικη Ρωμηοσύνη.
Τούτο
το απερινόητο θαύμα της Θεομητορικής Χάριτος και της αει μεταβαλλομένης
ιστορίας βιούται μυστικώς και μετά πίστεως «σιγής δεομένων» στα εν φαναρίω Αγία
των Αγίων και στις ψυχές των ζώντων και κεκοιμημένων βλαστών της πολίτικης
Ρωμηοσύνης, η οποία συνεσταυρωμένη μετά της Εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης
του Χριστού και Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας αναβοά ελπιδοφόρω φωνή: «Χαίρε, τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της
αρχής· Χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν».
Στα
«Χαίρε» του Πρωτοστάτου Αρχαγγέλου και εν ενί στόματι και μιά καρδιά η πολίτικη
Ρωμηοσύνη , η εν τοις μνημείοις κοιμώμενη και εν Εκκλησίαις ζώσα συγχαιρετίζει
την «Θεού Αχωρήτου Χώρα» ως την μόνη
«φλογός παθών απαλλατούσα», επειδή κατέχει την αλήθεια ότι «δι’ ης εγείρονται τρόπαια και
δι’ ης εχθροί καταπιπτούσι». Αυτή δε η ακοίμητη συνείδηση του Θεοτοκόφιλου
Γένους των Ρωμηών, η οποία διαπερνά ανά τους αιώνες σύνολη την ιστορία του εκφράζεται
θεοπνεύστως και αψευδώς στο απολυτίκιο της εορτής των εγκαινίων της Πόλεως (11
Μαΐου 330 μ. Χ.), στο οποίο ο υμνογραφικός κάλαμος επαληθεύει το βιούμενο: «Της Θεοτόκου η Πόλις, τη Θεοτόκω προσφόρως,
την εαυτής ανατίθεται σύστασιν εν αυτή γαρ εστήρικται διαμένειν, και δι’ αυτής
περισώζεται και κραταιούται, βοώσα προς αυτήν· Χαίρε η ελπίς πάντων των περάτων
της γης».
Όταν
ο υμνογράφος επιβεβαιοί ότι «αναγράφει σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε» τον
ευχαρηστήριο αίνο της εαυτής σωτηρίας σπεύδει ο Θεοκίνητος κάλαμος του ιερωτάτου
μύστου της φαναριώτικης πανευσεβείας και της ανθισταμένης πολίτικης Ρωμηοσύνης
Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου να συνεπιμαρτυρήσει ότι: «Την Παναγία η Ρωμηοσύνη την έχει σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται
μέσα στο «κεκρυμμένον μυστήριον» που το κατευθύνει ο Θεός. Χώρα Της θεωρεί την
Πόλη. Το χώρο της ασίγαστης περιπετείας του νου. Γι’ αυτό και χώρο της ζωντανής
παρουσίας της. Και όχι μόνο «τη βουλή του Υψίστου», ως χώρας του Αχωρήτου. Αλλά
και με την κρίση των θνητών, ως χώρας των ζώντων. Με τη συνδρομή των γεγονότων
και με τη συμπαράσταση των τελεσιουργούμενων. Με τη συμμαρτυρία των δεδομένων
και με τη λύση των κρυφών οραμάτων της. Είναι μία βεβαίωση η Παναγία, του
θρύλου της Ρωμοησύνης. Της οντότητας που βαδίζει με μοναστική και μοναδική
υποταγή στο μυστήριο της ιδικής της ιστορίας. Είναι χρώμα έντονο στη ζωή της
από χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο κάλλος και την κρισιμότητα του χρόνου της. Είναι
και θεία επιστασία της χάριτος στη διατήρηση της ιερής της ιθαγένειας. Πάνω και
μέσα στο χώρο της».
Τα
«Ακάθιστα Χαίρε» του Πρωτοστάτου
Άγγελου είναι και «Ακάθιστα Χαίρε»
του εν φαναρίω Μυστηρίου και της ηδυπαθείας της πολίτικης Ρωμηοσύνης. Η
ακολουθία των Θεομητορικών Χαιρετισμών, όπως εύγλωττα γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης
Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων, «είναι τόσο
χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας, η οποία και αυτή, μέσα εις την διαδρομήν της ιστορίας, είναι ένας
πραγματικός Ακάθιστος Ύμνος, ένας ύμνος ορθός, που κρατά την ευσέβειαν της
πίστεώς μας και την αξιοπρέπειαν και την τιμήν του Γένους μας».
Η
Βλαχερνήτισσα Παναγία αποτελεί, σύμφωνα με την αληθεύουσα με γραφή του πολιού
Επισκόπου Πέργης Ευαγγέλου, «μία
γρηγορούσα παρηγορία της Ρωμηοσύνης». Τούτο το ιερώτατο σύζευγμα του Φαναρίου
και της παλαιφάτου Βλαχέρνας υπομνηματίζεται από την ενήδονη γραφή του Πέργης
Ευαγγέλου, ο οποίος γράφει: «Φανάρι και
Βλαχέρνα. Η αρχή και η λήξη της πρώτης «Χώρας». Δύο ακρόλοφοι ακροφαείς και
αειζωία από τη χάρη που ενσαρκώνουν. Και με ιστορία λιβανισμένη και στεφανωμένη.
«Βολβοί της γης χρυσοί», που κερνούν στήριξη και γαλήνη, ανάμεικτη ενίοτε και
με μνήμη αλγηδόνας. Από την ιστορία και τα Συναξάρια. Αλλά με στρωμένα πάντοτε
τα κατασάρκιά τους, που σηματοδοτούν σήμερα τη ζωντανή προσκυνηματική
Ορθοδοξία. Δίνουν περιεχόμενο στον αστάθμητο χρόνο της ζωής. Κι αισθάνονται
αδιάκοπη την κάθοδο της χρυσής νεφέλης του Θεού».
Το
Φανάρι και η Βλαχέρνα ως «πυρόσφαιρες» της Ορθοδοξίας και του Ρωμαίηκου Γένους
εκφαίνουν το ελπιδοφόρο φως εν μέσω του εγκοσμίου αλλοθρήσκου σκότους
υπερβαίνοντας τα κτιστά και γήϊνα, τα φθαρτά και τα εφήμερα του ιστορικού
γίγνεσθαι. Η μυστική οδός «από φαναριού εις Βλαχέρναν» ιχνηλατείται από τον
ιερομύστη του αει ζώντος φαναριού και της Θεοτοκοσκεπάστου Ρωμηοσύνης Πέργης Ευαγγέλου ως εξής: «Η γη από το φανάρι στη Βλαχέρνα είναι μία
ιερή οδός, εμποτισμένη από κρουνούς άφθαρτης θρησκευτικότητας. Κι από σταλαγματιές
δημιουργικού ιδρώτα. Στους κατά μήκος
ερειπιώνες της, στα στενορύμια και τους παράδρομούς της ,η φωνή της Ρωμηοσύνης
σφυρίζει σαν μέσ’ από ερήμου μύλου χαλάσματα. Μα στους ακρέμονες αυτού του
«απόσταρτου λαβύρινθου», στο Φανάρι και τη Βλαχέρνα, ηχούν «γλυκές φωνές που
ξεπερνούν τη θλίψη». Το Φανάρι, μέσα στην ουσία της Ορθοδοξίας. Και η Βλαχέρνα,
μορφή της χάριτος. Από το πρώτο, «ο
άνεμος ο χρυσεγέρτης». Κι απ’ τη Βλαχέρνα, η λάμψη των παννυχίδων. Το «εγέρθητι»
από το φανάρι. Το «αναπαύου» από τη Βλαχέρνα. Οι πορείες της ζωής, «ότι Κύριος
αντιλήψεταί μου..».
Τα
«Αγγελόφωνα Χαίρε» του Ευαγγελιστού
Αρχαγγέλου εντός του ιερού βήματος της «εσωκραστρινής» Βλαχερνήτισσας
προσλαμβάνουν μία υπερκόσμια διάσταση ως «νικητήρια
–ευχαριστήρια» αναγεγραμμένα στην Αρχοντοδέσποινα της Βασιλευούσης, η οποία
ζει και επιβιώνει υπό το ακοίμητο βλέμμα των θεομητορικών οφθαλμών. Η χάρη και
η ιστορία αντικατοπτρίζονται στο ηλιόφωτο δακρυσμένο βλέμμα της υμνοστάλακτης,
αρχοντισμένης και χρονογραφημένης Βλαχερνήτισσας, η οποία εκφράζει την
υπερβατικότητα της Ρωμηοσύνης και του φαναριού «μέσα στ’ απόβραδο της Βλαχέρνας, βλέπουμε όλα να λευκαίνονται, να
ιλαρώνονται .Όλα να θέλουν να εισχωρήσουν σε κάποιο όμμα στοργής. Κι όλα
να ομορφαίνουν. Να μοιάσουν τις όψες των
αγίων. Ν’ ακούσουν λόγια Ευαγγελισμών».
Στην πανυπερευλογημένη Θεομητορική μορφή της
Βλαχερνήτισσας καθοράται η αυθεντική εικόνα του Ακαθίστου Ύμνου όχι μόνο του
πάλαι ποτέ γεγραμμένου αλλά και του «ιδιότυπου» ακάθιστου ύμνου της πολίτικης
Ρωμηοσύνης, η οποία «ορθοστάδην» ανθίσταται και πορεύεται ανάμεσα στις
συμπληγάδες μυλόπετρες της ιστορίας μέσα στην Πόλη της Ορθοδοξίας όπου όλοι και
όλα μεταμορφώνονται σε έναν αδιάλειπτο θεομητορικό ασπασμό.
Ως «γλυκόφθογγα
ακροάσματα» αντηλαλούν τα «Ευαγγελιστικά
Χαίρε» του πτεροφόρου Πρωτοστάτου και Πρωταρχαγγέλου στους θόλους των
Εκκλησιών και των Μονών, στα πλακόστρωτα καλντερίμια και τα κοιμητήρια της
πονεμένης πολίτικης Ρωμηοσύνης της οποίας η ύπαρξη είναι «νυν και αεί ταυτόχρονα».
Το
θεομητορικό «Ρόδον το Αμάραντον»
εκχέει το θεόπνευστο άρωμά του επί πάση
τη κτίσει και μεθυσμένος εν εμπνεύσει από αυτό ο υμνητής του Παμμακαρίστου
Φαναρίου και της αειθαλούς πολίτικης
Ρωμηοσύνης Πέργης Ευάγγελος αναγράφει το δικό του εφύμνιο σε κανόνα
ακαθίστου ύμνου ζωής και ανικήτου ελπίδος για τα εσόμενα και μέλλοντα, τα οποία
προσλαμβάνουν υπαρξιακή διάσταση όπως και τα «Ακάθιστα Χαίρε» του γεγονότος του
Ευαγγελισμού και πολλών άλλων ευαγγελισμών, σταυρών και αναστάσεων για το Γένος
και την στραυραναστάσιμη και «αεί ευαγγελίζουσα χαράν μεγάλην», Μητέρα Αγία
Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία.
Τάδε
αναγράφει ο Πέργης Ευάγγελος: « Με
τη Βλαχερνήτισσα, παίρνουμε θέση
«ανωφερή και μετέωρον», απ΄όπου και «το φως των νοημάτων οράται». Μπαίνουμε και
σε σφαίρα παραμυθίας. Κι ακούμε την εσωκαστρινή σαν τον έσχατο αναβαθμό στην
εσώσκλειστη αντοχική πορεία μας. Περ’ από εκεί, η οριακή ψηλάφηση των
οραματισμών. Το κεφάλαιο της εξόδου. Στίχοι με τον κόσμο το μικρό και στίχοι με
τον κόσμο το μεγάλο. Τον κόσμο χωρίς την Πόλη και τον κόσμο με τη μνήμη του
λαού. Τη μνήμη της Ρωμηοσύνης. Σφυγμοί που πρέπει ν’ αντέξουν, είτε πίνοντας
της λήθης το αθάνατο νερό, είτε κρατώντας στο χέρι πασχαλιές αναστάσιμες…. Μπήκαμε
και πάλι στο ναό της Βλαχερνίτισσας με τις τελευταίες αποχρώσεις του ήλιου. Έγιναν ένα με τη λάμψη της ψυχής μας.
Κι έπεσαν πάνω στο εικόνισμά της, σα μυρωμένα αλληλούϊα. Λιβανισμένα από
χρυσούν θυμιατήριον. Αρμονισμένα στον παλμό της ανοιξιάτικης πολίτικης βραδυάς
μας. Κι άστραψε η άλως της. Κι η ίδια άστραψε. Κι έστειλε πάνω μας χρώματα κι
αρώματα κι ελπίδα. Να γίνουμε ένα με το πολύ φως της ημέρας. Αιώνες να
συνεχίσουν να μας βλέπουν από μακρυά. Σαν τα παιδιά της Πόλης και της Παναγίας
που ξαγρυπνούν μαζί της, σαν ένα μέρος του Ακάθιστου Ύμνου. Σταθείτε όρθια,
παιδιά της Πόλης. Λαέ της Πόλης».
ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ