Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΤΑΔΕ ΓΡΑΦΕΙ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Ο
ΧΑΛΚΙΤΗΣ
Η ΕΠΙ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑ
(1971-2021)
ΕΝ ΣΙΩΠΗ ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ της ΧΑΛΚΗΣ
· Η επί τη συμπληρώσει πεντηκονταετίας όλης (1971-2021)
από την αδίκως και παρανόμως επιβληθείσα υπό του τουρκικού κράτους αναστολή
λειτουργίας της κατά Χάλκην Ιεράς Θεολογικής Σχολής του Οικουμενικού
Πατριαρχείου προλογική γραφή του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην
Επετηρίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το έτος 2021.
Άκρως οξύμωρο και αντιφατικό – πλην όμως εύκολο να ερμηνευθεί – είναι το γεγονός ότι ενώ ο Eσωτερικός Kανονισμός του 1951, ο οποίος υπήρξε προϊόν επισταμένης και ενδελεχούς προεργασίας πολλών ετών για την αναπροσαρμογή της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής στις νέες απαιτήσεις της τότε εποχής καθώς και παρά το γεγονός ότι ο πρώτος αυτός κανονισμός έγινε δεκτός και καθιερώθηκε επισήμως από την Τουρκική Πολιτεία, εντούτοις το ίδιο το τουρκικό κράτος αυτοαναιρούμενο επέβαλε την παύση λειτουργίας της Σχολής με το ψευδεπίγραφο επιχείρημα ότι στα όρια της τουρκικής επικράτειας ήταν αντισυνταγματική η λειτουργία ανωτάτων ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων πλην των κρατικών πανεπιστημίων και ακαδημιών. Το ανεδαφικόν όμως του επιχειρήματος αυτού είναι ότι στο Άρθρο 3 του Κανονισμού του 1951, τον οποίο συνέταξε ο σοφός Καθηγητής της Σχολής Εμμανουήλ Φωτιάδης, ορίζεται σαφώς ότι: «η σχολή απαρτίζεται εκ τριταξίου Λυκειακού Τμήματος και εκ τετραταξίου ειδικού θεολογικού τμήματος. Οι αποφοιτώντες εκ του θεολογικού τμήματος λογίζονται λαβόντες μόρφωσιν ισοβάθμιο προς την διδομένην υπό Σχολών ειδικότητος, παρεχουσών μόρφωσιν ενός τουλάχιστον επί πλέον έτους υπέρ την λυκειακήν. Εις αμφότερα τα τμήματα η μόρφωσις παρέχεται δωρεάν, είναι δε αμφότερα εσωτερικά». Ενώ δηλαδή το τουρκικό κράτος επικυρώνοντας τον Κανονισμό του 1951 ανεγνώριζε τη λειτουργία της Σχολής ως μεταλυκειακής σχολής ειδικότητος και όχι ως ανωτάτου πανεπιστημιακού τμήματος ή Ακαδημίας, εντούτοις προέβη στην παύση της λειτουργίας της και επί 50 έτη (1971-2021) αρνείται να χορηγήσει την πολυπόθητη σχετική άδεια παρόλο που σε όλη την τουρκική επικράτεια λειτουργούν σήμερα δεκάδες ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γίνεται δε ευκόλως αντιληπτό ότι το όλο ζήτημα δεν είναι νομικό αλλά πρωτίστως πολιτικό και άπτεται αυτού τούτου του πυρήνος ενός κράτους Δικαίου, το οποίο οφείλει να σέβεται τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών του και μάλιστα όταν αυτοί ανήκουν σε κάποια μη μουσουλμανική μειονότητα, όπως είναι η Ελληνική Ορθόδοξη μειονότητα.
Η θεολογική Σχολή της Χάλκης, η περίπυστη, παλαίφατη, τροφός και μαρτυρική
εν σιωπή και σιγή αλλά και εν αδιαλείπτω προσευχή Σχολή του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και του ευσεβούς ρωμαίϊκου Γένους μας καθεύδει επί 50 έτη και
αναμένει την ανάστασή της. Όταν δε ηχήσει ο ιστορικός κώδων αυτής και
πατριαρχικώς ευλογηθεί η παρουσία διδασκόντων και διδασκομένων, τότε θα εύρουν
ανάπαυση και οι ψυχές των αοιδίμων Σχολαρχών, Καθηγητών και αποφοίτων, οι
οποίοι εν ουρανοίς γεύονται μετά των επί γης ζώντων, των και πάλαι ποτέ βλαστών
της Χάλκης, το ατελείωτο πικρό ποτήριο της σιωπώσης τροφού Σχολής τους. Τότε
νοερά ο ιδρυτής της Σχολής αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός ο Δ΄ θα
κατέλθει και θα ασπασθεί «φιλήματι αγίω» τους νέους «ενσάρκους
βλαστούς της Θεολογίας» και ομού πάντες θα ψάλλουν το «ευλογητός
ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας», όπως τότε
και σε κάθε τελετή «καθοσιώσεως» των πτυχιούχων αποφοίτων.
Στην επίσημη Επετηρίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το έτος 2021, η
οποία, ως αναγράφεται, «αφιερούται μετά συγκινήσεως βαθείας εις την
σιωπώσαν και εν προσευχή τελούσαν Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν Χάλκης, επί τη
συμπληρώσει πεντήκοντα ετών (1971-2021) από της αδίκου αναστολής της
λειτουργίας αυτής, έτι δε και εις πάντας τους κατά την διάρκειαν της
υπεραιωνοβίου λειτουργίας της διατελέσαντας Σχολάρχας αυτής, εξαιρέτως μάλιστα
εις την ιεράν μνήμην του μακαριστού Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως κυρού Μαξίμου, τελευταίου
Σχολάρχου αυτής, επί τη συμπληρώσει τριάκοντα ετών (1991-2021) από της προς
Κύριον εκδημίας αυτού», φιλοξενείται
εν είδει προλογικού σημειώματος ένα θεσπέσιο κείμενο του Οικουμενικού
Πατριάρχου Βαρθολομαίου, στο οποίο ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας ως Χαλκίτης
Θεολόγος βιώσας επί επταετίαν το «Μυστήριον της Χάλκης» στον «Λόφο της Ελπίδος ή των Παπάδων»,
καταγράφει ιδία χειρί και καταθέτει την έσω προσωπική του εμπειρία για όσα είναι
και σηματοδοτεί η περίπυστος και παλαίφατος γεραρά Ιερά Θεολογική Σχολή της
Χάλκης, γράφοντας αρχικώς περί της ανιδρύσεως αυτής και των όσων κατά τα 127
έτη της λειτουργίας της προσέφερε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τον άνθρωπο, τον
κόσμο και τον πολιτισμό, ως εξής: «Εις τον γαλήνιον ευλογημένον Λόφον της
Ελπίδος, από του Θ΄ ήδη αιώνος, δοξάζεται εν «ωδαίς πνευματικαίς», εν ασκήσει
και ταπεινώσει, το τίμιον όνομα του Θεού, εις την υπό του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου του Μεγάλου ιδρυθείσαν Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος.
Μεσούντος του ΙΘ΄αιώνος προσετέθησαν εις την μοναστικήν αδελφότητα οι
ιεροσπουδασταί και οι σοφοί διδάσκαλοί των, διά της εγκαθιδρύσεως ενταύθα, υπό
του μακαριστού προκατόχου ημών Οικουμενικού Πατριάρχου Γερμανού Δ΄, της Ιεράς
Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Η εγκατάστασις και λειτουργία της Σχολής εις την
γεραράν ταύτην Μονήν ετόνιζε την αποστολήν αυτής να διασώση, να μελετήση και να
προβάλη την θεολογικήν και πνευματικήν παρακαταθήκην της Αγίας του Χριστού
Μεγάλης Εκκλησίας.
Κατά τα 127 έτη λειτουργίας της, η Σχολή υπό την πεπνυμένην πηδαλιουχίαν
αξίων Σχολαρχών και διά της συμβολής αφιερωμένων εις την «αγίαν αποστολήν» των
καθηγητών, εφωδίαζε τους σπουδαστάς με το πνεύμα απολύτου πιστότητος εις την
παράδοσιν της Ορθοδοξίας, αλλά και με ζωηρόν ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον, τον
κόσμον και τον πολιτισμόν. Ούτως εχαρίσατο εις την Εκκλησίαν υπερεννεακοσίους
αποφοίτους, φωτεινάς προσωπικότητας, πιστούς διακόνους του Θυσιαστηρίου και της
Ιεράς Επιστήμης, φιλανθρώπους εργάτας των ευαγγελικών προσταγμάτων, ανυποχωρήτους
υπερασπιστάς των οσίων και ιερών του Γένους».
Περί δε της συμπληρώσεως τριάκοντα ετών από της εις Κύριον εκδημίας του
αοιδίμου, παραπικραμένου και πονεμένου, τελευταίου Σχολάρχου αυτής,
Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, που ως γεγονός συμπίπτει με την συμπλήρωση
πεντήκοντα ετών από της αδίκου και παρανόμου αναστολής λειτουργίας της
παλαιφάτου Ιεράς θεολογικής Σχολής της Χάλκης υπό των τουρκικών αρχών, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με ιδιαιτέρα ευαισθησία αναφέρεται στην
διττή αυτή επέτειο, γράφοντας ότι: «Η Επετηρίς του Οικουμενικού Πατριαρχείου
του έτους 2021 αφιερούται εις την κατά Χάλκην Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν διά να
τιμηθή η ανεκτίμητος προσφορά της εις την Εκκλησίαν, την θεολογίαν και τον
πολιτισμόν, και διά να υπομνήσωμεν προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι αι πύλαι αυτής, όλως
αδίκως, παραμένουν κλεισταί επί πεντηκονταετίαν. Η παρούσα Επετηρίς αφιερούται
επίσης εις πάντας τους διατελέσαντας Σχολάρχας αυτής, εξαιρέτως δε εις την
μνήμην του Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως κυρού Μαξίμου (Ραπανέλλη), τελευταίου
Σχολάρχου, επί τη συμπληρώσει τριάκοντα ετών από της εις Κύριον εκδημίας αυτού
(1991-2021). Εις την διεύθυνσιν της Σχολής από το 1955, ο αείμνηστος Σχολάρχης,
ο οποίος εβίωσε το απόγειον της ακμής αυτής, τας διαφόρους αήθεις απαγορεύσεις
και τους περιορισμούς, την συρρίκνωσιν του αριθμού των σπουδαστών και την
σκληράν περιπέτειαν της καταλύσεως του Θεολογικού Τμήματος και όσα ηκολούθησαν,
υπήρξεν άγρυπνος φύλαξ της Σχολής και απήλθεν εις τα άνω με την βεβαίαν ελπίδα,
ότι η γεραρά Τροφός θα ανοίξη και πάλιν τας πύλας της και θα συνεχίση την
προσφοράν της εις τα ιερά γράμματα. Τα οστά του μακαριστού Σχολάρχου
αναπαύονται πλέον, άχρι της συντελείας του αιώνος, εις το Κοιμητήριον Βαλουκλή,
πλησίον άλλων αρχιερέων του Θρόνου».
Επισημαίνοντας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ότι η θεολογία είναι
υπαρξιακό βίωμα ως μετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, όπως η Θεολογική
Σχολή της Χάλκης θεμελίωνε την πεποίθηση αυτή στην όλη ύπαρξη των σπουδαστών
αυτής προβάλλοντας πάντοτε την θεόπνευστη διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων,
γράφει τα κάτωθι χαρακτηριστικά: «Πολύτιμον κληροδότημα της τροφού Σχολής προς
πάντας ημάς τους ομογαλάκτους Χαλκίτας είναι η πεποίθησις ότι χωρίς υπαρξιακήν
μετοχήν εις το εκκλησιαστικόν γεγονός, χωρίς συνεχή αναφοράν εις την
μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας και «φυλακήν των εντολών» του Κυρίου, η θεολογία
καθίσταται «τεχνολογία» και «κενή διαλεκτική». Πειστική είναι μόνον η Θεολογία
με υπαρξιακόν βάθος, η οποία δίδει απαντήσεις εις τα θεμελιώδη ερωτήματα του
ανθρώπου, εμπνέει τον αγώνα διά την δικαιοσύνην και την ειρήνην και τρέφει την
ελπίδα της αιωνιότητος, απαλλάτουσα την ζωήν μας από το στίγμα της ματαιότητος.
Πρότυπον ημών ήσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι εθεολόγησαν με τας
μεγάλας προκλήσεις της εποχής των, εν επιγνώσει ότι ο λύχνος της Θεολογίας, διά
να λάμψη πάσι τοις εν τω κόσμω, πρέπει να τοποθετήται «επί την λυχνίαν» (πρβλ.
Ματθ.ε΄, 15). Η αναφορά εις τους Πατέρας δεν ήτο επιστροφή εις το παρελθόν, αλλά
στροφή προς την αδιάκοπον παρουσίαν και ένθεον μαρτυρίαν αυτών εν τη ζωή της
Εκκλησίας. Εις την Χάλκην μάς ενετυπωσίαζεν η φράσις του Γρηγορίου του Θεολόγου:
«μη φοβηθής την πρόοδον… φοβήθητι την αλλλοτρίωσιν» (Γρηγορίου του
Θεολόγου, Λόγος ΚΕ΄, PG 35,1224).
Στο πατριαρχικό κείμενο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ως Χαλκίτης
δεν παραλείπει να υπογραμμίσει το γεγονός ότι στην φιλόστοργη Θεολογική Σχολή
της Χάλκης με το κοσμοπολίτικο και οικουμενικό πνεύμα οι ιεροσπουδαστές
εδιδάσκοντο την εξωστρέφεια και όχι την απομονωτική εσωστρέφεια, καθώς και το
ενδιαφέρον για τον κόσμο και τον πολιτισμό, γράφοντας ότι: «Εν τη Χαλκίτιδι Σχολή ουδείς
εδίδαξεν εις ημάς εσωστρέφειαν ή αδιαφορίαν διά τον κόσμον και τον πολιτισμόν. Είχομεν
συνείδησιν του γεγονότος ότι θα κληθώμεν να βιώσωμεν την ορθόδοξον ημών
ταυτότητα εν συνδυασμώ με την ιδιότητα ημών ως συγχρόνων ανθρώπων, και ότι εις
το σημείον αυτό αι εντάσεις είναι αναπόφευκτοι. Κοινή ημών πεποίθησις ήτο,
όμως, ότι η έντασις αυτή θα λειτουργή θετικώς, εάν γνωρίζωμεν την σύγχρονον
πολυδιάστατον πραγματικότητα, και εφ’ όσον, επί αυτής της βάσεως και χωρίς να
ταυτιζώμεθα με τον κόσμον, δίδομεν την χριστιανικήν μαρτυρίαν ημών ως ζωτικήν
πρότασιν ζωής και ελευθερίας προς τον σύγχρονον άνθρωπον. Είχεν εδραιωθή εντός
ημών η βεβαιότης ότι, εάν επιμένωμεν να αγνοώμεν, να υποτιμώμεν και να κρίνωμεν,
αποκλειστικώς επί τη βάσει αμαρτολογικών κριτηρίων, την εποχήν μας, όχι μόνον
δεν έχομεν προοπτικήν και ελπίδα να εισακουσθώμε, αλλά και να ενισχύσωμεν εν
τέλει την αδιαφορίαν των ανθρώπων διά τα καθ’ ημάς. Ποτέ η απόρριψις δεν
οικοδομεί. Η απορριπτική στάσις προς τον κόσμον δεν είναι η ορθή κατανόησις του
«εν τω κόσμω» και «ουκ εκ του κόσμου» χαρακτήρος της Εκκλησίας. Η κλήσις του
Χριστιανού είναι να συμβάλλη εις την μεταμόρφωσιν του κόσμου. Εδιδάχθημεν ότι
ουδείς εξ ημών, εφ’ όσον βιοί αυθεντικώς την κλήσιν του Θεού, δύναται να
παραμείνη εις το ταμιείον του. Οφείλει να εξέλθη εις τον κόσμον και την
κοινωνίαν, διά να μαρτυρήση περί των αφάτων ευεργεσιών του Θεού, να εξαγγείλη
το Ευαγγέλιον της εν Χριστώ σωτηρίας ως υπαρξιακής αναγεννήσεως, αλλά και ως
της καθοριστικωτέρας καμπής, της ριζικής αξιολογικής τομής εις την παγκόσμιον
ιστορίαν. Η ζωή και η πορεία της Εκκλησίας προς τα Έσχατα δεν υπήρξε ποτέ «ειδυλλιακή»,
αφού ήτο και παραμένει συνυφασμένη με την ιστορικήν πραγματικότητα, τας
διασπάσεις και τας αλλοτριώσεις της. Εντός αυτού του πλαισίου επιτελεί η Εκκλησία
το μεταμορφωτικόν προς τον εν Χριστώ αιώνιον προορισμόν του ανθρώπου».
Επειδή όμως δεν νοείται και είναι κίβδηλη τόσο η πίστη όσο και η αγάπη προς
τον Θεό, όταν δεν υπάρχει η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, ο Πατριάρχης
Βαρθολομαίος θεολογεί κατά θεόπνευστο τρόπο περί της φιλαδέλφου αγάπης ως
υψίστης των αρετών και κοινωνίας των προσώπων, όπως αυτή ενεσπείρετο και
βιωνόταν ανάμεσα στους Χαλκίτες ιεροσπουδαστές, γράφοντας ότι: «Η
πίστις προς τον Θεόν περιλαμβάνει και συνεπάγεται την αγάπην προς τον αδελφόν. Η
αγάπη αυτή δεν είναι απλή «οριζόντια» κοινωνικότης, αφού πάντοτε αναφέρεται και
εις την σχέσιν με τον Θεόν, εις την λεγομένην «κάθετον» διάστασιν. Καθ’ όλην
την τετραετή ή επταετή φοίτησιν ημών εις την Χαλκίτιδα Σχολήν, η ζωή είχεν
αυτήν την διπλήν αναφοράν. Ήτο εμπειρία κοινωνίας μετά του Χριστού και των
αδελφών, εμπειρία λατρευτικής, λειτουργικής, ασκητικής βιοτής και ταυτοχρόνως
ζωή εν αλληλεγγύη. Εμάθομεν να μοιραζώμεθα την ζωήν, να ζώμεν το είναι ως
συνείναι, την συμβίωσιν ως συναλληλίαν, ως συνεργασίαν και αμοιβαίαν
εμπιστοσύνην, την μαθητείαν ως συμμαθητείαν, την ελευθερίαν ως κοινήν αποστολήν.
Η Σχολή μάς προητοίμαζε διά να εργασθώμεν ευόρκως ως μάρτυρες του σταυρού και
της αναστάσεως του Χριστού εν τω κόσμω, ως διάκονοι του Θεού και του ανθρώπου,
ως αντιστασιακοί προς τας τάσεις αι οποίαι φαλκιδεύουν το ανθρώπινον πρόσωπον».
Το εξόχως ιδιάζον γνώρισμα της κατά Χάλκην Ιεράς Θεολογικής Σχολής είναι
ότι δεν αποτελεί μία τυπική πανεπιστημιακή θεολογική σχολή, όπως τόσες άλλες
τον κόσμο, έξω και περάν της ζωογόνου και εμπνευστικής αύρας της Μητρός Αγίας
Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, άλλα ήταν και παραμένει
ένα και αδιαίρετο σώμα μετ’ αυτής, σάρκα εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων
αυτής, γεγονός που η γραφή του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου επισημαίνει
εμφατικώς ως εξής: «Από το 1844 μέχρι το 1971, καθ’ όλην δηλαδή την λειτουργίαν αυτής,
μεταξύ Σχολής και Οικουμενικού Θρόνου υπήρχον στενοί δεσμοί αλληλοπεριχωρήσεως
και αλληλοεπιδράσεως, δεδομένου ότι η Χαλκίτις Σχολή ήτο ο θεολογικός βραχίων
αυτού, ο τροφοδότης του με ικανά στελέχη αυτού, διά να αναλάβουν πολυεύθυνα
καθήκοντα εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, με βαθείαν πίστιν, με λιπαράν θεολογικήν
παιδείαν, εκκλησιαστικήν και λατρευτικήν εμπειρίαν, με αρρενωπότητα, με πνεύμα
θυσιαστικής διακονίας και ποιμαντικής ευαισθησίας, χωρίς συμπλέγματα
αντιδυτικισμού και απορρίψεις των λοιπών Χριστιανών, της ποικιλίας των
πολιτισμών και του διαφορετικού. Όπως έγραφεν ο μακαριστός λόγιος Μητροπολίτης
Πέργης Ευάγγελος, οι απόφοιτοι της Χάλκης, η οποία είναι σάρξ εκ της σαρκός της
Μητρός Εκκλησίας, έχουν «κάτι που λέγεται Πατριαρχικό, Πολίτικο, ορθά και
πλούσια εκκλησιαστικό» (Εκ Φαναρίου….», Αθήναι 1968,σ.322).
Η παρακάτω αποστροφή της πατριαρχικής γραφής γίνεται περισσότερο προσωπική,
με έντονο ύφος προσωπικό και εξομολογητικό συναισθηματικό τόνο, όπως είναι πολύ
φυσικό για έναν Χαλκίτη, ένα γέννημα και θρέμμα του Λόφου της Ελπίδος, όπως
είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, για ενθυμήσεις παλαιές και
αλησμόνητες, βιώματα αμεταθέτως εγκατεσπαρμένα στην καρδία και εμπειρίες
εμβαπτισμού στον πλούτο της κατά Θεόν γνώσεως και σοφίας. Για όλα αυτά ο
βλαστός της Χάλκης και νυν Οικουμενικός Πατριάρχης γράφει ότι: «παρελαύνουν
ενώπιον ημών την στιγμήν ταύτην αι γλυκείαι μορφαί των Χαλκιτών, των διδασκάλων
και συμμαθητών μας, των προ ημών και των μεθ’ ημάς ομογαλάκτων, των ευόρκως
διακονησάντων το θυσιαστήριον, την εκκλησιαστικήν ζωήν, την κατά Χριστόν και
την θύραθεν παιδείαν, των τε μακαρία τη λήξει γενομένων και των λοιπών, των
διακονούντων την Εκκλησίαν άχρι της σήμερον. Μας συνδέουν αι κοιναί εμπειρίαι
και το «πνεύμα της Χάλκης», κοινά βιώματα και οράματα, κοιναί αξίαι και αρεταί.
Μονή και Σχολή ήσαν εις την συνείδησίν μας εν και το αυτό, εξεπροσώπουν και
εξέφραζον την αυτήν αλήθειαν, την αλήθειαν της εν Χριστώ ζωής.
Αυτό το πνεύμα εδιδάχθημεν και εβιώσαμεν οι Χαλκίται αδελφοί εις το θρανίον
και το στασίδι, εις την μελέτην και την προσευχήν, εις την επικοινωνίαν μεταξύ
μας και εις την λατρευτικήν ζωήν, εις το θυσιαστήριον και το αναλόγιον, εις την
απλότητα της βιοτής, την άσκησιν και την νηστείαν, εις την κοινοβιακήν
καθημερινότητα και την σταυραναστάσιμον αδελφοσύνην. Ως εγράφη προσφυώς υπό
ομογαλάκτου αδελφού μας, εις την Χαλκίτιδα Σχολήν ίσχυεν « η προτεραιότητα της
ζωής και της εμπειρίας απέναντι στη στενή και στεγνή γνώση. Γι’ αυτό ό,τι
διδασκόμασταν στην τάξη, δεν φάνταζε αφηρημένοι και αποκομμένο από τη ζωή... Δεν
διαπιστώναμε χάσμα μεταξύ ζωής και θεολογίας. Η γνώση ήταν υπαρξιακή, έδενε με
την εμπειρία, η θεολογία ήταν έκφραση και ερμηνεία της εν Χριστώ ζωής… Πριν
μάθουμε να μελετάμε τα θεολογικά κείμενα, οι Χαλκίτες είχαμε διδαχθεί να
ανιχνεύουμε ολόκληρη την πίστη και τη θεολογία μας στις ακολουθίες, στο ράσο,
στο πετραχήλι, στο καντήλι, στο κερί, στο θυμίαμα, στην ψαλμωδία, στην
γλυκύτητα των προσώπων στις εικόνες». Η ζωή μας και αι σπουδαί μας εις την
Χάλκην, είχον «κυριολεκτικά…το άρωμα του θυμιάματος».
Με συγκινητικό ύφος γραφής ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος αναμιμνήσκεται
«ημερών
αρχαίων», όταν ανακαλώντας μνήμες και ενθυμήσεις από το μυστήριο της
Τροφού Θεολογικής Σχολής παραθέτει ένα απόσπασμα του ομογάλακτου Χαλκίτη
συμμαθητού και συσπουδαστού του, αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, ο
οποίος σε ένα κείμενό του, υπό τον τίτλο «Το ήθος της Χάλκης», αναφερόμενος
στην ποιότητα των βιωμάτων τους στον Λόφο της Ελπίδος μνείαν ποιεί ενός ιδιαζόντως
χαρακτηριστικού περιστατικού και γράφει: «όταν κάποτε ο αοίδιμος Πατριάρχης Αθηναγόρας,
ο οποίος επεσκέπτετο συχνάκις την Σχολήν, παρετήρησεν από τον Πρόναον τον
τρόπον με τον οποίον νεοχειροτόνητος διάκονος εκινείτο κατά την εισόδευσιν του
Ιερού Ευαγγελίου, τον εκάλεσεν μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και του είπε
με πατρικήν επιείκειαν: «Παιδί μου, όταν κουβαλάς το ιερό Ευαγγέλιο, δεν μπορεί
πια να περπατάς σαν άνθρωπος κοινός. Πρέπει να βηματίζεις αργά, τελετουργικά,
σαν ασώματος Άγγελος. Και το Οράριό σου, φτερούγες Αρχαγγέλου συμβολίζει»
(Κληρονομία, 26 (1994)σ.113).
Καταθέτοντας δε ο Οικουμενικός Πατριάρχης το μυστηριακό βίωμα κάθε Χαλκίτη
Ιεροσπουδαστού ευρισκομένου εντός του Καθολικού της Αγίας Τριάδος Χάλκης, γράφει
ότι: «Ο
ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, το κατανυκτικώτατον Καθολικόν της Μονής, ήσαν
δι’ημάς το ζωτικόν κέντρον της ζωής μας. Εδώ καταθέτομεν την μετάνοιαν, τους
πόθους και τας ελπίδας μας, εδώ ελαμβάνομεν στήριξιν εις το δόλιχον της σπουδής
και της ασκήσεως».
Ιδιαιτέρα είναι η αναφορά του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην αρετή της αγάπης
και στην αξία του διαλόγου, όπως εδιδάχθησαν αμφότερα άπαντες οι ομογάλακτοι
βλαστοί της Χάλκης για τους οποίους, όπως γράφει, «η φοίτησις εις την Χαλκίτιδα
Σχολήν εσήμαινε μετάθεσιν του κέντρου της ζωής μας από την ατομικήν επιθυμίαν
εις την αγάπην, από το εμόν εις το ημέτερον, από το ίδιον εις το κοινόν, από
τον μονόλογον εις τον διάλογον. Εδιδάχθημεν ότι ο διάλογος με τον κόσμον, με
τους λοιπούς χριστιανούς και τας άλλας θρησκείας, δεν σημαίνει εκκοσμίκευσιν
της Εκκλησίας και αλλοτρίωσιν της θεολογίας της. Όχι μόνον δεν είναι ξένος προς
τας αρχάς του Ευαγγελίου, αλλά είναι η συνέπεια και η συνεπής βίωσις της
χριστιανικής ημών πίστεως, και αίτημα αυτής ταύτης της εκκλησιαστικότητος της
θεολογίας και της ακαταλύτου επικαιρότητος του χριστιανικού μηνύματος». Παρά δε το γεγονός ότι εν έτει 1971
επεβλήθη αδίκως και παρανόμως από το τουρκικό κράτος η αναστολή λειτουργίας της
Ιεράς Θεολογικής της Χάλκης, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισημαίνει ότι αυτό το
οποίο ονομάζεται ως το «πνεύμα της Χάλκης» συνεχίζει να
ζει, γράφοντας ότι: «Δεν είναι τυχαίον ότι και μετά το θλιβερό 1971, αυτό το πνεύμα
εσυνέχισε να πνέη εις τον Λόφον της Ελπίδος. Η Μονή εφιλοξένησε διεθνή συνέδρια,
ποικίλας πολιτιστικάς εκδηλώσεις, ανεδείχθη τόπος συναντήσεως και
συμπνευματισμού, προσευχής και περισυλλογής, ησυχίας και εσωτερικού
πλουτισμού».
Επειδή το αμεταθέτως και αμεταπτώτως κύριο πρόταγμα και πρώτιστο μέλημα του
Οικουμενικού Πατριάρχου καθ’ όλη την διάρκεια της τριακονταετούς τετιμημένης
και ευκλεούς πατριαρχίας αυτού είναι η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής
της Χάλκης, η οποία συνεχίζει σιωπώσα και προσευχομένη ένεκα της αδίκου και
παρανόμου πολιτικής στάσεως της Τουρκίας επί πενήντα συναπτά έτη (1971-2021),
γράφει ο ίδιος πάντοτε με ελπιδοφόρο και ουχί απελπιστική γραφή ότι: «Εντός
του έτους 2021 συμπληρούνται 50 έτη από της, άνωθεν επιβολή, διακοπής της
λειτουργίας της καθ’ ημάς Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Ο μακαριστός άμεσος
προκάτοχος ημών Πατριάρχης Δημήτριος και η ημετέρα Μετριότης, μετ’ επιμονής
ηγωνίσθημεν διά την επαναλειτουργίαν της Τροφού Σχολής, καθ’ ότι είναι
ιδιαιτέρως επώδυνον το γεγονός ότι η Πρωτόθρονος Εκκλησία των Ορθοδόξων
στερείται των ευχύμων καρπών του ιστορικού πνευματικού αυτού φυτωρίου, της
πνευματικής προσφοράς και της οικουμενικής ακτινοβολίας της φωτεινής ταύτης
εστίας των γραμμάτων, της θεολογίας, του πνευματικού πολιτισμού, του ήθους και
του εκκλησιαστικού φρονήματος. Η αναστολή της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής
Χάλκης είναι « μία ζοφερά σελίς εις την ιστορικήν πορείαν της Εκκλησίας των του
Χριστού πενήτων» (Ομιλία ημών κατά την εορτήν του Ιερού Φωτίου, Χάλκη,
06.02.2014). Παρά το γεγονός ότι αι συνεχείς προσπάθειαι του Οικουμενικού
Θρόνου προς εξασφάλισιν της επαναλειτουργίας της Σχολής δεν ετελεσφόρησαν μέχρι
της σήμερον, παραμένομεν αισιόδοξοι. Πιστεύομεν ότι ο Θεός της αγάπης θα
εισακούση τας προσευχάς μας και θα ευδοκήση, ώστε να ανατείλη η ποθεινή
φωσφόρος ημέρα και να ηχήση εκ νέου ο κώδων της Σχολής, καλών τους νέους
φοιτητάς εις την σπουδήν της ιεράς Επιστήμης εν ταις αυλαίς της ιστορικής Μονής
Αγίας Τριάδος Χάλκης.
Ο καλός ούτος αγών ενισχύεται δια της επικειμένης ριζικής ανακαινίσεως του
κτηριακού συγκροτήματος της Σχολής, ευγενεί χορηγία του Εντομολογιωτάτου
Άρχοντος Εξάρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πολιτικού Διοικητού του
Αγίου Όρους κυρίου Αθανασίου Μαρτίνου, ενός νέου Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ.
Ήδη έχει αρχίσει η διαδικασία εκπονήσεως των αρχιτεκτονικών σχεδίων και
εξασφαλίσεως της σχετικής αδείας από τας αρχάς. Προσευχόμεθα αδιαλείπτως, ο
Δοτήρ παντός αγαθού και «αεί υπέρ ημών» Θεός, να ευλογήση το σπουδαίον τούτο
εγχείρημα και να χαρίζηται εις τον Μέγαν Ευεργέτην κ.Μαρτίνον πάσαν άνωθεν
ευλογίαν».
Ακατάβλητη είναι η πίστη και απαραμείωτη η ελπίδα του Οικουμενικού
Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τον νυχθημερόν ανυποχώρητο αγώνα του σε όλα τα
επίπεδα καθ’ όλη την τριακονταετή Πατριαρχία του για την επαναλειτουργία της
Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διότι, όπως γράφει, «Η Χαλκίτις Σχολή πρέπει να
επαναλειτουργήσει διά να προβάλη και πάλιν τας τιμαλφεστάτας πνευματικάς
παραδόσεις της Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, της φυλασσούσης ακλονήτως
ως κόρην οφθαλμού την τιμιωτάτην παρακαταθήκην των Αποστόλων και των Πατέρων. Η
εμμονή εις αυτάς τας αξίας δεν είναι στροφή προς εν άγονον παρελθόν, δεν μας
μετατρέπει εις «στήλην άλατος», όπως την γυναίκα του Λωτ. Κατ’ ουσίαν, δεν
πρόκειται περί ενασχολήσεως με το παρελθόν, αφού η Παράδοσις είναι ζώσα και
ζωοποιός παρουσία εν τη ζωή και ως ζωή της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί αιώνιον
παρόν».
Η εμπνευσμένη πατριαρχική γραφή περί της εσταυρωμένης Ιεράς Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης, η οποία αναμένει εν σιωπή και προσευχή την Ανάστασή της, περατούται
με την από μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου ιδιαιτέρα μνεία ενός
αποσπάσματος από τον Λόγο του αοιδίμου και μακαριστού Γέροντος αυτού,
Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, κατά την Θρονική εορτή του έτους 1970, στον
οποίο ο Μέγας εκείνος Πατριαρχικός Ιεράρχης αναφερόμενος μεταξύ άλλων και στην
οντολογική ταυτότητα και την αποστολή του πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένου και
αειζώου Φαναρίου, τα οποία περιγράφουν και το πνεύμα της Τροφού Χαλκίτιδος
Σχολής, έγραφε τα τοιάδε θεσπέσια: «Το Φανάριον είναι φορεύς υψίστων αξιών.
Είναι υπομονή. Είναι σιωπή. Είναι ευγένεια. Η ευγένεια των παλαιών. Όχι
ναρκισσισμός και στατικότης. Φύλαξ του θησαυρού της αμωμήτου ημών πίστεως και
της ιεράς παραδόσεως της Ανατολής, επενδεδυμένης τας άλλας παραδόσεις του
Γένους, όμως φύλαξ ενεργός και δυναμικός. Είναι η πύλη της Ανατολής, ανεωγμένη
προς την Δύσιν. Είναι ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της Δύσεως. Ερμηνευτής
των μεγάλων στροφών του βίου του κόσμου. Το Φανάριον είναι μία σχολή».
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!».
Υ.Γ.: Το επετειακό τούτο
κείμενο αφιερούται πάνυ ευλαβώς, εξ άκρας αγάπης και εξιδιασμένης τιμής στον
Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο Α΄, ο οποίος ζει και αναπνέει, προσεύχεται
και υπερμαχεί αόκνως και ανυστάκτως, εν σιωπή και κραυγή, για την
επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία επί μία
πεντηκονταετία (1971-2021) καθεύδει και αναμένει την ανάστασή της. Γένοιτο και
πάλιν και πολλάκις. Γένοιτο!
ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ