Σελίδες

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝΤΙΠΕΛΑΡΓΗΣΙΣ : ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΜΝΗΜΗ ΕΚΔΗΜΙΑΣ (1991-2021) - Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΕΜΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΧΑΛΚΙΤΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ (1955-1971)

Γράφει ο Θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

ΑΝΤΙΠΕΛΑΡΓΗΣΙΣ

ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΜΝΗΜΗ ΕΚΔΗΜΙΑΣ (1991-2021)

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Ο ΕΜΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΧΑΛΚΙΤΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ (1955-1971)

Υπάρχουν πρόσωπα μέσα στον εκκλησιαστικό και ακαδημαϊκό χώρο τα οποία με την επίγεια περπατησιά τους, τις πράξεις και τους λόγους τους, την διδαχή και την όλη στάση ζωής τους, τις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά τους που με αυταπάρνηση υπηρέτησαν μέχρις εσχάτης αναπνοής τους, δικαιώνουν το πέρασμα τους από τον εφήμερο τούτο κόσμο και καθίστανται αληθείς προσωπικότητες, τηλαυγέστατοι οδοδείκτες που σφραγίζουν ανεξίτηλα την επίγεια ζωή και τις εν γένει επιλογές και πορεία πολλών ανθρώπων, ενώ συγχρόνως το όνομά τους καθιερώνεται στην κοινή συνείδηση των πολλών, των εγγύς και των μακράν, ως το απολύτως συνώνυμο μιάς ιδέας και αξίας, ενός ιδανικού και οραματισμού, μιάς διακονίας και προσφοράς, ακόμη και μιάς αυτοθυσιαστικής πράξεως.

Μία τέτοιου οικουμενικού βεληνεκούς εκκλησιαστική προσωπικότητα υπήρξε και ο εμφιλόσοφος εν Πατριαρχικοίς Ιεράρχαις, αοίδιμος Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος Ρεπανέλλης (1961-1991), ο όντως Φιλόσοφος Χαλκίτης βλαστός, περισπούδαστος και βαθυνούστατος Καθηγητής και μαρτυρικός Σχολάρχης (1955-1971) της περιπύστου και παλαιφάτου γεραράς Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, «συνώνυμος και συναμφότερος του λόφου της ελπίδος», ο οποίος βίωσε την εν τη καρδία του και έως μυελού των οστέων του δίστομη ρομφαία της από το τουρκικό κράτος αδίκου και παρανόμου αναστολής λειτουργίας της Μητρός και Φιλοστόργου Τροφού Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, και παρόλο που παρήλθαν τριάκοντα συναπτά έτη από της εις Κύριον εκδημίας του, η ιερά αυτού μνήμη παραμένει αιωνία, άληστος και αγήρως. Από δε της 7ης Φεβρουαρίου του έτους 2020, ήτοι 29 συναπτά έτη από της εν Αθήναις κοιμήσεως (1991) και του εκεί ενταφιασμού του, τα οστά του αοιδίμου Σχολάρχου, Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, κατόπιν σχετικής αποφάσεως, συντονισμένων ενεργειών και μετά πολλής αγάπης και φιλοστόργου μερίμνης του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου επανεπατρίσθησαν στην μαρτυρική Κωνσταντινούπολη και ενεταφιάσθησαν στο Ρωμαίηκο Κοιμητήριο του Μπαλουκλή, πλησίον του τάφου του προκατόχου αυτού Σχολάρχου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αοιδίμου Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου (1951-1955), ώστε και εκ του τάφου του ακόμη να δίδεται η μαρτυρία αυτού ως αναστήματος της πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και της Πολίτικης Ρωμηοσύνης στις επιγενόμενες γενιές των εν τη Πόλει και απανταχού της Οικουμένης Ρωμηών και Ορθοδόξων.

Επειδή γράφεται και πάλιν γράφεται υπό τινών ότι ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος υπήρξε ο «τελευταίος Σχολάρχης» της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αρνούμεθα εμφατικώς να αποδεχθούμε τον επιθετικό αυτό προσδιορισμό, έστω και ως λεκτική διατύπωση, διότι «Ζει Κύριος ο Θεός» και πάλιν και πολλάκις κατά τις ανεξιχνίαστες βουλές του θα αναδείξει εκ του μη όντος, όπως εκείνος γνωρίζει, και άλλους Σχολάρχες στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης όταν θα επαναλειτουργήσει και πεπείσμεθα ότι όντως θα επαναλειτουργήσει. Όσο ζει το πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένο Φανάριο και η συν αυτώ Πολίτικη Ρωμηοσύνη, τόσο η πίστη και η ελπίς για την επιβίωση του Γένους και των ιερωτάτων εστιών του παραμένουν αμεταθέτως και ακαταβλήτως «αεί ζώσες».

Τα περί της ζωής και της εν γένει εκκλησιαστικής και ακαδημαϊκής αρχιερατικής διακονίας και προσφοράς του αοιδίμου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου (+1991) έχουν γραφεί και πάλιν και πολλάκις θα γραφούν από πλείστους όσους, η πλέον όμως συγκλονιστική σκιαγράφηση της όλης χαρισματικής, πολυτάλαντης και αγαθοφιλάνθρωπης προσωπικότητος του όντως αοιδίμου μεγάλου Σχολάρχου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου είναι του αποφοίτου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αοιδίμου Μητροπολίτου Περιστερίου Χρυσοστόμου (1935-2019), ο οποίος ως ορφανός και πάμπτωχος νεανίας, ομογάλακτος Χαλκίτης ιεροσπουδαστής, ουχί απλώς έζησε, αλλά βίωσε στα μύχια της ψυχής και της όλης υπάρξεώς του, το μεγαλείο και τις πολλαπλές ευεργεσίες της αγαπώσης και αγαθής μεγάλης καρδίας του αοιδίμου και μάκαρος Σχολάρχου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, οπότε η γραφή του αποτελεί ζώσα και αψευδή μαρτυρία, στην οποία και σε ολίγες αράδες γράφει τα πάντα και μεταξύ άλλων τα εξής: «Γενικώς ειπείν, ο Σταυρουπόλεως Μάξιμος και ως Σχολάρχης και ως Καθηγητής και ως επιστήμων και στοχαστής προσεπάθει, άλλοτε διά της επαγωγικής και άλλοτε διά της αναγωγικής μεθόδου, να καταστήση ημάς τους μαθητάς του μετόχους και κοινωνούς των μυστικών και ανεξερευνήτων στενωπών δρόμων της αποκεκαλυμμένης αληθείας και του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Ως διδάσκαλος και λευΐτης του Υψίστου ηγωνίζετο να σφυρηλατήση μέσα εις το καμίνι του σήμερον το ατσάλι της αυριανής πνευματικής ωριμότητος αφ’ ενός μεν πλουτίζων συνεχώς τον πρακτικόν και μυστικόν χαρακτήρα ημών των μαθητών του με όσον το δυνατόν γίνεται γονιμώτερον ηθικήν, πνευματικήν και κοινωνικήν συναντίληψιν, και αφ’ ετέρου πείθων ημάς ότι έχομεν περισσοτέραν ανάγκην της φιλοσοφίας προκειμένου να δυνηθώμεν να εμβαθύνωμεν αποτελεσματικώς εις τον εσωτερικόν μας κόσμον και να ανοίξουν οι ορίζοντες της σκέψεώς μας τόσον προς το παρελθόν όσον και προς το μέλλον. Εις τας συνειδήσεις μας θα παραμείνη εσαεί ως έξοχος αφηγητής και ηθογράφος, ως φύσις ευγενική και ευαίσθητος με βαθυτάτην πνευματικήν καλλιέργειαν, ως έντονος, ελκυστική, δυναμική, ευρηματική, δημιουργική, ανησυχητική, ανανεωτική και συναρπαστική προσωπικότης και ως εικών ανθρώπου των γραμμάτων με εξαιρετικάς δυνατότητας και μεγάλους και φωτεινούς ορίζοντας, ως ο φύσει μνήμων καθηγητής, ευμαθής, πνευματικά μεγαλοπρεπής και ως έχων το πνεύμα ως «αίρεσιν βίου» και το ηθικόν δικαίωμα «άπτεσθαι φιλοσοφίας», ήτις, κατ’ αυτόν, δεν ήτο απλή θεωρητική εκμάθησις αλλ’ ανώτερος τρόπος ζωής και σκέψεως, πραγματική βίωσις ουδέποτε όμως χωριζομένη της πράξεως, τέλος δε ως αναγκαίον μέσον διά να γνωρίση και να σταθμίση ο άνθρωπος την βιοτικήν του πορείαν μέσα εις την φλεγομένην βάτον της πολυκυμάντου και νεφελώδους ιστορίας του».

Ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος ως διδάσκων τακτικός Καθηγητής και Σχολάρχης υπήρξε μέχρι και της εσχάτης αναπνοής του, το όντως απολύτως «συνώνυμον και συναμφότερον» της κατά Χάλκην Ιεράς Θεολογικής Σχολής περί του οποίου και οι λίθοι ακόμη της παλαιφάτου Σχολής κεκράξονται, διότι καίτοι η γεραρά Σχολή της Χάλκης κατέστη εν έτει 1971 απορφανεμένη των ιεροσπουδαστών, εντούτοις ουδέποτε απορφανίσθηκε από της φυσικής παρουσίας, μερίμνης και στοργής του Σχολάρχου αυτής Σταυρουπόλεως Μαξίμου, όπως με τον πλέον γλαφυρό τρόπο γράφει ο αοίδιμος ομογάλακτος Χαλκίτης Ιεράρχης, Μητροπολίτης Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους Νικόδημος, αναφέροντας ότι: «Από του διορισμού του ως Σχολάρχου, Ιούλιος 1955, μέχρι της κοιμήσεώς του, Ιανουάριος 1991, και αφού εν τω μεταξύ μετώκησεν η οικογένειά του εις Αθήνας, ο αείμνηστος δεν είχεν οικίαν άλλην εις την Πόλιν, αλλά παρέμεινε συνεχώς εις ένα δωμάτιον της Σχολής ως ασκητής και αγωνιστής, άγρυπνος φρουρός και πιστός θεματοφύλαξ του χρέους και της ευθύνης του. Και όταν τον ηρώτουν δι’ αυτήν την πιστότητα και αυταπάρνησίν του και την ετοιμασίαν και την ετοιμότητα της Σχολής, κατά τους χρόνους της αναστολής της λειτουργίας της, δακρύων εψέλιζε τους στίχους του μεγάλου ποιητού Κ. Παλαμά: «Άφτιαστο κι’ αστόλιστο / του Χάρου δε σε δίνω. Στάσου με τ’ ανθόνερο / την όψη σου να πλύνω. / Το στερνό το χτένισμα / με τα χρυσά τα χτένια / πάρτε απ’ τη μανούλα σας, μαλλάκια μεταξένια, / μήπως και του Χάροντα καθώς θα σε κοιτάξη / του φανής αχάϊδευτο / και σε παραπετάξη».

Όσα όμως και αν αποπειράται να περιγράψει η ενήδονη γραφή περί του μεγάλου Πατριαρχικού Ιεράρχου και Σχολάρχου, αοιδίμου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, αδυνατεί να εκφράσει το ύψος και το βάθος του μεγαλείου του εκκλησιαστικού και ακαδημαϊκού αυτού ανδρός, οπότε ως συνετή επιλογή επιβάλλεται να παραθέσουμε παρακάτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από ένα θεσπέσιο και απαράμιλλο κείμενο του μακαριστού Αρχιερέως, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Αναμνήσεις από την Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν Χάλκης», όπου ο αναγνώστης αφενός μεν, έστω και ψηλαφητά, δύναται να προσεγγίσει την εμφιλόσοφη σκέψη και το αγιοπνευματικό και μυσταγωγικό, σχεδόν νηπτικό, βίωμα του μνημονευομένου Ιεράρχου, Καθηγητού και Σχολάρχου εντός του «μυστηρίου της Χάλκης στο λόφο της ελπίδος», αφετέρου δε να αναχθεί νοερώς σε χρόνους και καιρούς μεγαλειότητος της περιπύστου και παλαιφάτου γεραράς Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία αναμένει την δικαίωσή της και η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ για να κρατά και τα όνειρα ζωντανά, έστω και στοιχειωμένα με ροές δακρύων βαπτισμένα.

Γράφει λοιπόν ο αοίδιμος Σχολάρχης, Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, τα κάτωθι ενήδονα περί της όλης εν Χάλκη βιωτής και ασκήσεως των ομογάλακτων ζώντων πάλαι ποτέ μελών αυτής, ως ακολούθως: «Αλλά εκείνο που οπωσδήποτε είχε επηρεάσει όλη τη ζωή και έχει συμβάλλει πολύ στην πνευματική πορεία των αποφοίτων της Χάλκης, είναι το απλό και απέριττο εκκλησάκι της Σχολής, το οποίο δέχθηκε τα πρώτα πνευματικά μας σκιρτήματα και άκουσε τους αλαλήτους στεναγμούς της καρδίας μας. Αλήθεια, Βαπτιστήριο και κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τον καθένα μας, μας ωμίλησε τότε και εξακολουθεί έως σήμερα να μας ομιλή, να μας συγκινεί και να μας επηρεάζη. Σ’ αυτόν τον ιερό χώρο έχουμε πλάσει το ευγενέστερα όνειρα για μια Ιδεατή Εκκλησία, που ποτέ δεν βρήκαμε και πουθενά δεν συναντήσαμε στην πραγματικότητα. Ταυτίσαμε τότε την στρατευομένη Εκκλησία με την θριαμβεύουσα, γιατί πιστέψαμε ότι η στρατευομένη δεν ημπορεί παρά να περιέχη θριάμβους μόνο και τρόπαια. Και δεν βλέπαμε τότε με την παιδική μας ψυχή, ότι ο στρατός δεν θριαμβεύει πάντα. Νοσταλγοί των οραματισμών εκείνων και ανατάσεων, των μυστικών εκείνων ελλάμψεων, παραμένουμε όλοι οι ομογάλακτοι, που έχουμε λίγο ή πολύ υποστεί κάποια καθίζησι και κάποιο ακρωτηριασμό στην πίστι και την ευσέβεια μέσα στη ζωή, κάποια ιδεολογική πτώσι. Εκεί νοιώσαμε την σκληρή μάχη, μεταξύ του έσω και του έξω ανθρώπου, την πάλη μεταξύ του νόμου του Θεού και του νόμου της σαρκός, ο οποίος αντιστρατεύεται «τω νόμω του νοός» (Ρωμ.7,23). Εκεί ζήσαμε την αντίθεσι μεταξύ αρετής και κακίας, κακού και αγαθού. Εκεί αποφασίσαμε τόσο εύκολα να μισήσουμε το κακό, από αγάπη προς το καλό, να μισήσουμε το μίσος για να αγαπήσουμε την αγάπη. Τί δεν οφείλουμε στην Εκκλησία της Σχολής μας. Πόσα δεν μας ενέπνευσαν οι κατανυκτικοί εσπερινοί, η θεία λειτουργία, αι εικόνες, το ακοίμητο κανδήλι του Εσταυρωμένου, η συμπαθής εικών του Νυμφίου, στημένη αντίκρυ στο θρόνο κατά την τριήμερη ομώνυμη ακολουθία Του. Εκεί μέσα καλλιεργήθηκε ο έρως για τον Θεό και την αλήθεια. Κάποτε μάλιστα ταυτίζαμε με την εφηβική μας ψυχή Θεό και αλήθεια. Αφού ο Θεός είναι Αλήθεια, τι ημπορεί να είναι η αλήθεια, εάν δεν είναι ο Θεός ο ίδιος.

Αν ημπορούσαμε έξω στη ζωή και στην ευθύνη μας να πραγματοποιήσουμε ό,τι εκεί στον Ιερό Χώρο είχαμε συλλάβει σαν σχέδιο μελλοντικής προσφοράς και εργασίας, θα είχαμε πυρπολήσει τον κόσμο μέσα στο πύρινο φως της Πεντηκοστής και θα είχαμε μετατρέψει τη γη σε ουρανό….

Πόσο εύμορφα και άγια βλέπει κανείς τα πάντα μέσα στο ναό ή μάλλον μέσα από το ναό του Θεού. Όλα ήσαν θεία και ιδανικά. Όλα εξαϋλωμένα μέσα στο αλησμόνητο ναΰδριο της Σχολής.

Η ζωή όμως είναι έξω από το ναό, είναι πορεία στρατείας και μάχης, δεν είναι ζωή στατική κίνησις επί τόπου και βήμα σημειωτέον μέσα στο ναό. Είναι κίνησις και εξόρμησις προς τα έξω, εκστρατεία είναι. Η πάλη είναι μέσα στην κονίστρα της ζωής και η μάχη δίδεται έξω στον κόσμο ή μάλλον αυτός ο κόσμος είναι η μάχη στην οποία ρίχνεται ο απόφοιτος της Σχολής.

Ο ναός είναι κέντρο πνευματικού ανεφοδιασμού και θεωρητικής καλλιέργειας. Είναι ο γαλήνιος όρμος χωρίς τη θύελλα και την τρικυμία. Είναι η ήρεμη πεδιάδα χωρίς την καταιγίδα και τον ανεμοστρόβιλο, χωρίς τον καυστικό λίβα και τον άστοργο σιμούν (καυτός ορμητικός άνεμος), που σαρώνει στο πέρασμά του τα πάντα και τα σκορπά την δυστυχία και την καταστροφή. Είναι ο χώρος που εκπαιδεύει και μορφώνει, που χαλιναγωγεί τη βούλησι, για να αντέχη ο αγωνιστής στον πόνο και ασκείται στο να θεραπεύεται μέσω του πόνου και γυμνάζεται για να φέρη το Σταυρό με καρτερία και υπομονή ακολουθών τα βήματα του Εσταυρωμένου. Έξω όμως από το ναό είναι το πολυκύμαντο και αειτάραχο πέλαγος. Έξω είναι ο κόσμος και τα του κόσμου….

Πόσο θα ήθελα να σταθή ο Θεός στην εφηβική εκείνη εποχή, στα αγνά αισθήματα και συναισθήματα, τα οποία αποτελούσαν την πνευματική μας τροφή μέσα στο ναό, σαν συλλήψεις και όνειρα και οραματισμοί. Πόσο θα ήθελα να αξιολογήση την πρόθεσι και την διάθεσι περισσότερο από την πράξι. Ναι, το φρόνημα και την πρόθεσι, η οποία αποτελεί και συνιστά την πραγματική αξία, γιατί αυτή ζυγίζει περισσότερο από την εξωτερική πράξη στην ηθική αξιολόγηση και εκτίμησι. Και δεν υπήρξε για τον καθένα μας το εκκλησάκι της Σχολής μόνο πνευματική κολυμβήθρα, ούτε αφετερία για οραματισμούς και πτήσεις, ούτε χώρος ιδεολογικών εξάρσεων και σταθερών αποφάσεων για μελλοντική προσφορά και θυσία, αλλά υπήρξε και χώρος δοκιμασίας και αγωνίας, διότι εκεί είχαμε γευθεί και τας πρώτας εμπειρίας που δημιουργεί η υπεύθυνη εμφάνισι στη διακονία της Εκκλησίας. Από την «εν τω Ιερώ υπηρεσίαν» και την πρώτη κωδωνουκρουσία μέχρι της ευθύνης του αναλογίου και την εμφάνισι στο δημόσιο κήρυγμα, που αποτελούσε πάντοτε την τελική βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακος της ευθύνης μας. Πρέπει, αλήθεια, να μεταφερθή κανείς στο απώτερο παρελθόν, για να ζήση εκείνη την αγωνία την οποία ο καθένας μας έχει δοκιμάσει…

Πόσο διαφορετικά ζει κανείς ως ανάμνησι ή μάλλον με την ανάμνησι τας δοκιμασίας και αγωνίας αυτάς του παρελθόντος. Σήμερον όλα έχουν καθαγιασθή και καταξιωθή. Είναι τόσο ωραία όλα και άγια. Τα έχει αγιάσει ο χρόνος. Ίσως μάλιστα να τα συνοδεύη και κάποια πικρία και μελαγχολία, κάποια ζήλεια θα έλεγα, διότι δεν ημπορούμε να ξαναζήσουμε αυτή την ευλογημένη δοκιμασία και αγωνία. Όλα αυτά ανήκουν στο ευλογημένο παρελθόν, που μας ανήκει και που έπαυσε πια να είναι δικό μας, διότι απλούστατα εμείς έχουμε παύσει πλέον να ανήκουμε σ’ αυτό. Ανήκουμε στο στυγνό, αβέβαιο και άχαρι παρόν, το οποίον ίσως και παρόν δεν είναι, αφού ζει σχεδόν χωρίς προσδοκία και χωρίς ελπίδα. Το άγονο παρόν δεν προσφέρεται δι’ αγωνίας υψηλής στάθμης, προσφοράς και θυσίας. Και αλλοίμονο για το παρόν, όταν ως διαίσθησις ζη χωρίς την παρουσία της προσδοκίας, χωρίς τας αξιώσεις του μέλλοντος. Σπαράζει η καρδία, όταν η γλώσσα σωπαίνει λέγει ο Σαίξπηρ…

Αι βαθύτεραι άλλωστε πτυχαί της μεγάλης Τροφού παραμένουν κλεισταί, αποτελούν μιά «κλειστή πύλη». Οι αλάλητοι στεναγμοί δεν αναλύονται και δεν εξωτερικεύονται. Είναι αλάλητοι παρ’ όλο που είναι στεναγμοί. Αλλά ο στεναγμός είναι και παραμένει αλάλητος, όταν δεν αποκαλύπτη  τα βαθύτερα αίτια που τον προκαλούν και δεν φανερώνει την πηγή των δακρύων.

Πεφιλημένε ομογάλακτε, σε σένα απευθύνονται αι σκέψεις αυταί, που στην ουσία είναι και ιδικαί σου και αποτελούν τον δικό σου κόσμο. Είναι στη μνήμη σου, ίσως ακόμη να είναι και η μνήμη σου. Ανακάλεσέ τα από τη συνείδησι και το υποσυνείδητο και θα ξαναζήσης την εποχή εκείνη την ανεπανάληπτη και αλησμόνητη.

Είμεθα παιδιά της ίδιας Μάννας. Ομογάλακτοι είμεθα όλοι, ίσοι μεταξύ μας. Αι διακρίσεις ήλθαν έπειτα. Αλλά η Σχολή αγαπά να βλέπη τα παιδιά της χωρίς τας διακριτικάς επωμίδας βαθμού και αξίας. Αγαπά να μας βλέπη χωρίς να διακρίνη, διότι η αγάπη δεν διακρίνει, μόνον αγαπά.

Αλήθεια, αυτοί που σ’ εγνώρισαν από την ημέρα που σ’ εγνώρισαν ποτέ δεν σε λησμονούν. Δεν ημπορούν να σε λησμονήσουν. Εμφιλοχωρείς στη μνήμη των και κατέχεις τον άγιο χώρο της ψυχής των, τα Άγια των αγίων. Μέσα σ’ αυτήν εδρεύεις και ενοικείς. Ο καθείς χωριστά σε θυμάται και σε ευρίσκει εκεί στη μνήμη του, όταν σε θυμάται. Και σε θυμάται πάντα «νύχτα και ημέρα». Ανείπωτη ομορφιά και αιώνια αλήθεια. Τόσο παλαιά και νέα. Ζεις μέσα στο πνεύμα των παιδιών σου και ανακαινίζεται «ως αετού η νεότης σου». Εσύ στολίζεις τον κόσμο μας και το είναι μας δικό σου είναι. Είσαι πάντα μαζί μας, μέσα μας είσαι, και όταν εμείς είμεθα έξω από τον εαυτό μας. Και τότε ακόμη μας συνοδεύεις στην πορεία μας, κατευθύνεις τα βήματά μας, γιατί ζεις μαζί μας. «Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ». (Ψαλμ.130,6).

Αφ’ ότου οσφρανθήκαμε το πνευματικό σου άρωμα στον ιερό ναό, γευθήκαμε τον άρτο σου και ακούσαμε τη μελωδική σου φωνή, πυρέσσουμε πυρπολημένοι από την αγάπη σου που μας φλογίζει και μας κατακαίει. Είσαι και παραμένεις πάντα η μεγάλη μας αγάπη. Ένα από τα πιο εκλεκτά παιδιά Σου μου έγραφε τελευταίως «Τί δεν θα ‘δινα ν’ ανέβαινα με τα πόδια μου το λόφο. Ακόμα και αν επρόκειτο να το κάμω με τα γόνατα. Ας ματώνανε. Κάλλιο αυτά παρά η ψυχή».

Έχουμε τόσο πολύ πληγωθεί όλοι τον τελευταίο αυτό καιρό και φέρουμε σαν άλλοι Κυρηναίοι το Σταυρό του μαρτυρίου σου με υπομονή  και καρτερία. Τα αγαπημένα σου παιδιά ξεύρουν, ότι είσαι πάντα η ίδια, ξεύρουν ακόμη, ότι το ακάνθινο στεφάνι, που αγόγγυστα φέρεις, έχει τόσο πολύ απαλύνει και γλυκάνει την μοναδική σου μορφή, την οποία φωτίζει το ωχρό φως της ακοίμητης κανδήλας που πέφτει επάνω στο ματωμένο σου πρόσωπο. Τα παιδιά σου συμπάσχουν, ζουν το πάθος σου και την προσδοκία σου. Γιατί η πίστις γεννά την καρτερία και την υπομονή και η υπομονή υφαίνει το νήμα της προσδοκίας και η προσδοκία μεταβάλλει το χώρο σε άπειρο και το χρόνο σε αιωνιότητα .

Τα ομογάλακτα παιδιά σου έμαθαν να ελπίζουν και να προσδοκούν ακόμη και ανάσταση νεκρών. Έχουν κτίσει το σπιτάκι σου με υλικό άϋλο, απείραχτο από το χρόνο, όπως λέγει ο ποιητής στον «Τάφο» του.

«Μήτε με το σίδηρο

μήτε με το χρυσάφι

μήτε με τα χρώματα

που σπέρνουν οι ζωγράφοι,

Μήτε με τα μάρμαρα,

τα τεχνοσκαλισμένα

το σπιτάκι σου έπλασα

παντοτεινό για σένα.

Μόνο με του πνεύματος

τα μάγια! Σου το υψώνω

σ’ έναν τόπον άϋλον

απείραχτο απ’ το χρόνο…» (Παλαμάς)

Δε σβήνει μέσα στο χρόνο, ό,τι ζει αιώνια και γεννιέται για την αιωνιότητα. Θα ‘ρθή κάποιος καιρός και κάποια αυγή θα φέξη και θα φυσήξη μια πνοή μεγαλοδύναμη. Θα ‘ρθή και με το πέρασμά της….οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες…

Θα ‘ρθή και τότε θα αισθανθής και συ-μεγάλη μας Μητέρα-

να σου φυτρώνουν- ω χαρά

τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα». (Παλαμάς)

Ο φοίνιξ θα ξαναγεννηθή μέσα από την τέφρα του. Θα ξαναδώση και πάλι η μαραμένη χλόη. Και τα λουλούδια θα ξανανθίσουν, για να ξανασκορπίσουν και πάλι το άρωμά των…».(S.KIER-KEGAARD).

Εμφιλόσοφε Γέροντα και Φαεινέ Διδάσκαλε του τηλαυγεστάτου, αειθαλούς, αειζώου και πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένου Φαναρίου και της ισταμένης και ανθισταμένης Πολίτικης Ρωμηοσύνης δεν Σε εγνωρίσαμεν, δυστυχώς, ζώντα σωματικώς, πλην όμως το ζωντανό σπινθηροβόλο βλέμμα Σου στο πορτραίτο Σου στην Μεγάλη Αίθουσα Τελετών της περιπύστου, παλαιφάτου και γεραράς Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εν έτει 1992, ένα μόλις έτος από της εις Κύριον εκδημίας Σου, αφύπνισε το διερευνητικό νεανικό πνεύμα μας και επληροφορήθημεν από τον τότε Άγιο καθηγούμενο της κατά Χάλκην Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής Αγίας - Τριάδος, αοίδιμο και όντως Όσιο Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, λέξαντα: «Παιδί μου, αυτός ο Μεγάλος και Περισπούδαστος Φαναριώτης Ιεράρχης είναι ο Εμφιλόσοφος και Πικραμένος της Χάλκης Σχολάρχης, ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος».

Έκτοτε και για πλείστες όσες φορές ευρέθημεν στον όντως «Λόφον της Ελπίδος» και παραδοθήκαμε στην φλέγουσα το νου και το πνεύμα έρευνά μας στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, πάντοτε και αδιαλείπτως ιστάμενοι προ της μορφής Σου ωσάν σε σαγήνη ευρισκόμενοι, αισθητώς καθορώντες το βλέμμα Σου το αείφωτο και συνάμα μυστικώς μελαγχολικό για την απορφανισθείσα Σχολή Σου, να μένει άγρυπνο και ανύστακτο, εγεύθημεν πολλάκις όχι την απελπισία για το τέλος, διότι «ουκ έστι τέλος», αλλά την ελπιδοφόρο έμφλογη αγωνία της προσμονής, προσδοκίας και λαχτάρας Σου για την μεγάλη εκείνη ώρα που θα αποκαθηλωθείς από το πορτραίτο Σου και θα ενδυθείς επιτραχήλιο και ωμοφόριο για να τελέσεις και πάλι τον Αγιασμό για τους νέους Χαλκίτες Ιεροσπουδαστές Σου. Πεντήκοντα συναπτά έτη (1971-2021) η Μήτηρ και Φιλόστοργος Τροφός Σχολή Σου σιωπά και Τριάκοντα συναπτά έτη (1991-2021) σιωπάς Εσύ για να ακουσθεί η «Φωνή του Δικαιοκρίτου Θεού» και εν τέλει θα ακουσθεί όσο ποτέ άλλοτε γλυκύτερη, όταν μέσα από την δική Σου φωνή θα λέγει στους νέους Χαλκίτες Ιεροσπουδαστές Σου, «Καλώς Ήλθατε, Σας ανεμέναμεν από ετών. Εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας, της Μητρός Εκκλησίας και της Σχολής σας. Καλώς ήλθατε.». Γένοιτο!



ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ