Σελίδες

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

ΕΝΑΣ ΛΟΓΙΟΣ ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ: Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΒΑΦΕΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ (1850-1933)

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Ενας λΟγιος ΘρακΙΩτης ΙερΑρχης
Ο ΜητροπολΙτης του ΟικουμενικοΥ ΠατριαρχεΙου
ΦιλΑρετος ΒαφεΙδης και η εποχΗ του (1850-1933)
·        Καταγωγή και σπουδές. Η είσοδός του στον κλήρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Φιλάρετος Βαφείδης, κατά κόσμον Χρήστος, Θραξ στην καταγωγή από την πόλη των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης, δευτερότοκος υιός του Ιωάννου και της Θωμαΐδος, εγεννήθη στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1850. Θείος του ήταν ο πολύ μεμορφωμένος και λόγιος Μητροπολίτης Νικομηδείας Φιλόθεος Βρυέννιος και αδελφός του ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Κωνσταντίνος Βαφείδης.


Ο Φιλάρετος έλαβε την εγκύκλια παιδεία και μόρφωση στα ελληνικά εκπαιδευτήρια της περιοχής των Υψωμαθειών και των εξ Μαρμάρων της Κωνσταντινουπόλεως και το έτος 1865, σε ηλικία μάλιστα μόλις 15 ετών, εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και κατετάγη στην Β΄ τάξη, αφού προηγουμένως παρέκαμψε, λόγω της ευφυίας και της αξιοθαύμαστης επιδόσεώς του στα γράμματα, τα εμπόδια του αώρου της ηλικίας του και της ταυτόχρονου φοιτήσεως στην Θεολογική Σχολή του αδελφού του Κωνσταντίνου Βαφείδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε διάκονος και ονομάσθηκε Φιλάρετος. Απεφοίτησε από την Χάλκη αριστούχος το 1871, αφού υπέβαλε αινέσιμη Διδακτορική διατριβή με θέμα: «Περί του Κύρους των Πατέρων της Εκκλησίας και των Συγγραμμάτων Αυτών». Κατά την τελετή της αναγορεύσεως των τελειοφοίτων του 1871 σε τελειοδιδάκτους, εκ μέρους αυτών, τον λεγόμενο «συντακτήριον λόγον» εκφώνησε ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου και των συνοδικών αρχιερέων  ο αριστούχος διάκονος τότε Φιλάρετος Βαφείδης.
Αμέσως μετά απεστάλη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Γερμανία όπου συνέχισε επί τέσσερα συναπτά έτη (1871-1875) τις φιλοσοφικές και θεολογικές του σπουδές στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Λειψίας, έχοντας ως καθηγητές του μεγάλες ακαδημαϊκές μορφές της θεολογικής και φιλοσοφικής επιστήμης της εποχής εκείνης. Το 1875 ανακηρύχθηκε από το πανεπιστήμιο της Λειψίας αριστούχος διδάκτωρ της φιλοσοφίας και της αρχαιολογίας, αφού προηγουμένως υπέβαλε διδακτορική διατριβή με θέμα: «Συνέσιος Πλωτινίζων, ήτοι η περί Θεού Φιλοσοφική Διδασκαλία του Συνεσίου Επισκόπου Πτολεμαΐδος εν τη Κυρηναϊκή».
Κατά την επιστροφή του από τη Λειψία της Γερμανίας, κατ’ εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έλαβε μέρος ως παρατηρητής και μέλος της πατριαρχικής αντιπροσωπείας, μαζί με τους αρχιμανδρίτες Φιλόθεο Βρυέννιο και Ιωάννη Αναστασιάδη, στις εργασίες του ενωτικού συνεδρίου των Παλαιοκαθολικών της Βόννης (1875). Μετά το πέρας των εργασιών τού ως άνω συνεδρίου, μετέβη με τον θείο του Φιλόθεο Βρυέννιο στο Παρίσι όπου παρακολούθησε διάφορα θεολογικά και φιλοσοφικά σεμινάρια από μεγάλους γάλλους θεολόγους και φιλοσόφους της εποχής του και στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
·        Η καθηγεσία του Φιλαρέτου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1875-1888).
Όταν τον Οκτώβριο του 1875 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, διορίσθηκε αμέσως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου επί δεκατρία συναπτά έτη (1875-1888) εδίδαξε τα μαθήματα της εκκλησιαστικής ιστορίας, της χριστιανικής ηθικής, της φιλοσοφίας και των λατινικών. Κατά την ίδια περίοδο στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης δίδασκε ως καθηγητής και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Βαφείδης. Ο Φιλάρετος όντας καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Ευθύς αμέσως επιδόθηκε με ζήλο στο επιστημονικό, ιστορικό, συγγραφικό έργο και το θείο κήρυγμα, κυρίως στον Πατριαρχικό ναό. Έργα και κηρύγματα της περιόδου εκείνης δημοσιεύθηκαν, είτε στα περιοδικά «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και «Εκκλησιαστική Επιθεώρησις», είτε εκυκλοφόρησαν και ως αυτοτελή βιβλία. Την περίοδο εκείνη άρχισε και την συγγραφή του σπουδαιοτέρου επιστημονικού έργου του που είναι η τρίτομη εκκλησιαστική ιστορία του. Οι δύο πρώτοι τόμοι κυκλοφόρησαν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώτος το 1884 με τίτλο «Αρχαία Εκκλησιαστική Ιστορία (1-700μ.Χ.)» και ο δεύτερος το 1886 με τίτλο «Μέση Εκκλησιαστική Ιστορία (700-1453)». Ο τρίτος τόμος, ο οποίος συνεγράφη κατά το χρονικό διάστημα που ο Φιλάρετος ήταν Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, κυκλοφόρησε το 1928 με τίτλο «Νέα Εκκλησιαστική Ιστορία (1453-1908)». Παράλληλα εξέδωσε και την επιτομή της εκκλησιαστικής ιστορίας, η οποία με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου εδιδάσκετο στα σχολεία.
Το 1887 ο Φιλάρετος κατ’ εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετέβη στην Στοκχόλμη της Σουηδίας όπου έστεψε ως εκπρόσωπος τους Πατριάρχου τον εκεί ομογενή πρέσβυ της Τουρκίας Καρατζά πασά.
·        Η πρωτεκλογή του στη Μητρόπολη Τραπεζούντος (1888-1889).
Στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ο Φιλάρετος παρέμεινε και δίδαξε ως τακτικός καθηγητής μέχρι και τα μέσα του 1888, οπότε στις 14 Μαΐου του αυτού έτους εξελέγη το πρώτον Μητροπολίτης Τραπεζούντος. Κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που εποίμανε την Μητρόπολη Τραπεζούντος, εργάσθηκε με ιδιαίτερο ζήλο και τόλμη, μεριμνώντας κυρίως για την ασφαλή διαβίωση του ποιμνίου του από τις αυθαιρεσίας των οθωμανών, για την εύρυθμη και ανεξάρτητη από παρεμβάσεις των οθωμανικών αρχών λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, για την βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των ελληνικών κοινοτήτων και για την εν γένει ανύψωση του πνευματικού επιπέδου και του θρησκευτικού φρονήματος του χειμαζομένου ποιμνίου του. Επειδή όμως ο Φιλάρετος ευρέθη μέσα στη δίνη των κομματικών, πολιτικών και εκκλησιαστικών διαταραχών των Ποντίων της Μητροπολιτικής του περιφέρειας, ύστερα από ενάμιση σχεδόν χρόνο αρχιερατείας (1888-1889) του στην Μητρόπολη Τραπεζούντος, πικραμένος και απογοητευμένος από την όλη έκρυθμη κατάσταση, τους κομματικούς φατριασμούς και την αγνώμονα στάση του ποιμνίου του, ζήτησε ο ίδιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την μετάθεσή του σε κάποια άλλη Μητρόπολη του Πατριαρχικού θρόνου.
·        Η μετάθεσή του στη Μητρόπολη Καστορίας (1889-1899).
Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου έκαμε δεκτό το αίτημά του και στις 10 Οκτωβρίου του 1889 τον μετέθεσε στην εθνικά ευαίσθητη Μητρόπολη της Καστοριάς, στη Μακεδονία. Εκεί ο Φιλάρετος με τον ζήλο, την θεολογική και ποιμαντική του κατάρτιση, αλλά και τις διοικητικές του δυνατότητες και ικανότητες, ανέστησε κυριολεκτικά την μητροπολιτική του περιφέρεια. Αναδιοργάνωσε το εκπαιδευτικό και κοινοτικό σύστημα της Μητροπόλεώς του, έκτισε ή και ανακαίνισε τις εκκλησίες της περιοχής, ίδρυσε νέα σχολικά κτίρια σε όλες τις βαθμίδες της εκπαιδεύσεως και γενικότερα ανύψωσε το εθνικό και εκκλησιαστικό φρόνημα, καθώς και το εν γένει πνευματικό επίπεδο του ακριτικού ποιμνίου του.
Σε εθνικό επίπεδο και σε στενή συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις ελληνικές προξενικές αρχές του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης, ο Φιλάρετος ως εκφραστής την εποχή εκείνη της εθναρχούσας ιδεολογίας αγωνίσθηκε και αντιστάθηκε σθεναρά ενάντια στην ανθελληνική, εθνοφυλεκτική (εθνικιστική) προπαγάνδα των Βουλγάρων εξαρχικών και των Ρουμάνων, οι οποίοι είχαν κατακλείσει την μητροπολιτική του περιφέρεια και με τις ύπουλες και μεθοδευμένες κινήσεις τους προσπαθούσαν να εντάξουν, οι μεν πρώτοι τους σλαβόφωνους κατοίκους της περιοχής στην Βουλγαρική εξαρχία, οι δε δεύτεροι τους βλαχόφωνους πληθυσμούς που κατοικούσαν στις ορεινές βλαχόφωνες κοινότητες του Καζά Καστοριάς στην εθνικιστική και ανθελληνική ρουμανική ιδεολογία. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις ο Φιλάρετος αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει ακόμη και τη βία εναντίον των βουλγαρο-εξαρχικών ιερέων και δασκάλων οι οποίοι με τις «ευλογίες» των τοπικών οθωμανικών αρχών, κατελάμβαναν παράνομα τις ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά εκπαιδευτήρια των σλαβόφωνων, πλην όμως με ελληνική εθνική συνείδηση και πίστη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, κοινοτήτων όπου τελούσαν τη θεία λειτουργία και εδίδασκαν την προπαγανδιστική και διαστρεβλωμένη βουλγαρική ιστορία στη βουλγαρική γλώσσα προκειμένου να πείσουν τους εντοπίους ότι είναι Βούλγαροι, να τους απομακρύνουν από τους κόλπους της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και να τους εντάξουν στη σχισματική και αντικανονική βουλγαρική εξαρχία. Από την άλλη, την ίδια προπαγανδιστική-εθνικιστική και ανθελληνική τακτική ακολουθούσαν και οι Ρουμάνοι στις αντίστοιχες κοινότητες όπου ομιλείτο η βλαχική γλώσσα. Έτσι ο Μητροπολίτης Φιλάρετος πολλές φορές αναγκάσθηκε να κλείσει επί εξάμηνον τις εκκλησίες και τα σχολεία στα χωριά Νυμφαίο, Κλεισούρα και Άργος Ορεστικό, αλλά και να τιμωρήσει τους εθνοφυλετικούς σχισχματικούς Βουλγάρους και Ρουμάνους, προκειμένου να σωφρονίσει και να συνετίσει τόσο τους ιδίους, όσο και το υπόλοιπο ποίμνιό του. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εποίμανε την ακριτική, μακεδονική Μητρόπολη Καστοριάς μέχρι και το έτος 1899.
·        Μητροπολίτης Διδυμοτείχου (1899-1928).
Μετά το θάνατο του αδελφού του, Μητροπολίτου Διδυμοτείχου Κωνσταντίνου Βαφείδη (1848- 1899), οι πρόκριτοι, οι μουχτάρηδες και οι εφοροδημογέροντες της ελληνορθόδοξου κοινότητος Διδυμοτείχου εζήτησαν εγγράφως από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου να μεταθέσει τον Φιλάρετο στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου ως διάδοχο του αδελφού του. Σημειωτέον ότι η μετάθεση του Φιλαρέτου στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου ήταν και προσωπική επιθυμία του, επειδή και ο ίδιος ήθελε να βρεθεί σε μια μικρή και ήσυχη επαρχία του θρόνου προκειμένου να αφιερωθεί απερίσπαστος και ανεπηρέαστος στις μελέτες του και στο εν γένει επιστημονικό συγγραφικό έργο του. Τελικώς, η Σύνοδος του Πατριαρχείου έκαμε δεκτό το αίτημα των αιρετών εκπροσώπων της επαρχίας Διδυμοτείχου και του ίδιου, και τον μετέθεσε στις 6 Μαϊου 1899 στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου, την οποία και διεποίμανε επί τριάντα συναπτά έτη (1899-1928). Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του εκτίσθησαν και ανεκαινίσθησαν οι εκκλησίες και τα σχολεία  όλων των βαθμίδων της μητροπολιτικής περιφέρειας Διδυμοτείχου. Αναδιοργανώθηκε το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα της κοινοτικής διοικήσεως, συνεστήθη δε με δική του πρωτοβουλία μικτό εκκλησιαστικό και πνευματικό δικαστήριο στην έδρα της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου. Επί των ημερών του λειτούργησε στο Διδυμότειχο κηροποιείο και κηροπωλείο, ανηγέρθη δε και περικαλλές μητροπολιτικό μέγαρο.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος κατά το χρονικό διάστημα 1899-1913 εκλήθη τρεις φορές συνοδικός στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου (1902-1904, 1907-1909, 1911-1913) επί της πατριαρχείας Ιωακείμ Γ’. Ταυτόχρονα εχρημάτισε μέλος του Μικτού Εθνικού Συμβουλίου των Πατριαρχείων, ταμίας και πρόεδρος της εφορίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, πρόεδρος της εφορίας του Ζαππείου παρθεναγωγείου, των εθνικών νοσοκομείων, των ορφανοτροφείων και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Λόγω του εκκλησιαστικού και επιστημονικού κύρους του προτάθηκε κατά τις εκλογές του  1908 για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου και αργότερα για τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, ο ίδιος όμως αρνήθηκε και τις δύο τιμητικές προτάσεις προκειμένου να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο επιστημονικό – συγγραφικό έργο του. Στην παραπάνω χρονική περίοδο ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τιμήθηκε επίσης και με διάφορα παράσημα και άλλες διακρίσεις από την Υψηλή Πύλη.
Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στη Δυτική Θράκη 1912-1919, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος ως φορέας και εκφραστής πλέον της εθνικής ιδεολογίας στη συνείδηση και δράση των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου αγωνίσθηκε σθεναρά εναντίον του εθνοφυλετισμού και της εθνικιστικής προπαγάνδας των βουλγαροεξαρχικών, οι οποίοι δρούσαν σε όλη τη Δυτική Θράκη και υπό το κράτος της βίας και της απειλής των όπλων προσπαθούσαν να αποσπάσουν από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το ποίμνιο της περιοχής και να το υποτάξουν στη σχισματική βουλγαρική εξαρχία. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο εθνικός πια ρόλος του Μητροπολίτου Φιλαρέτου υπήρξε καταλυτικός, αφού σε κάθε περίπτωση παρενέβαινε ο ίδιος άμεσα και δυναμικά, παρόλο που εκινδύνευε η ζωή του, προκειμένου να απελευθερώσει τους Έλληνες αιχμαλώτους, να απαιτήσει την παύση των βασανιστηρίων τους ή και την άρση της αποφάσεως της εκτελέσεώς τους.
Μεγάλες προσπάθειες κατέβαλε επίσης να διατηρήσει τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών υπό τη διοίκηση της μητροπόλεως και να απομακρύνει τους εξαρχικούς  διδασκάλους και ιερείς οι οποίοι αυθαίρετα και αντικανονικά καταλάμβαναν τα ελληνικά σχολεία και τις εκκλησίες που δίδασκαν και λειτουργούσαν στη βουλγαρική γλώσσα, μνημονεύοντας τον Βούλγαρο Βασιλέα και τον Έξαρχο Αρχιεπίσκοπο της σχισματικής βουλγαρικής Εκκλησίας. Παράλληλα ενίσχυε το εκκλησιαστικό και εθνικό φρόνημα των ιερέων του, των διδασκάλων στις ελληνορθόδοξες κοινότητες, καθώς και του απλού ποιμνίου, προκειμένου να μην υποκύψουν στους εκβιασμούς και κυρίως στις δελεαστικές, οικονομικής φύσεως προτάσεις και προσφορές των εξαρχικών, και εξαγοραζόμενοι ενταχθούν στις υπηρεσίες της σχισματικής εξαρχίας. Ο ίδιος ο Φιλάρετος για όλες αυτές την προσπάθειες του και τον εθνικό και εκκλησιαστικό υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου αγώνα του, αντιμετώπιζε συνεχώς τις απειλές και τις ανακρίσεις των βουλγαροεξαρχικών αρχών της περιοχής, ωστόσο η προσωπική εκτίμηση που έτρεφε για το πρόσωπό του ο εξαρχικός μητροπολίτης Δυτικής Θράκης, ο από Σκοπείων Θεοδόσιος, υπήρξε σε πρώτη φάση και ο κύριος λόγος που οι στρατιωτικές βουλγαρικές αρχές δεν προέβαιναν στην σύλληψη ή και την κακοποίησή του.
Στα μέσα όμως του  1917, όταν η παραμονή των Βουλγάρων κατακτητών στη Δυτική Θράκη κατέστη δυσκολότερη εξαιτίας της ενόπλου δράσεως των ελληνικών στρατιωτικών αντιστασιακών ομάδων, οι τοπικές στρατιωτικές αρχές των Βουλγάρων στο Διδυμότειχο προσωποκράτησαν τον Φιλάρετο (Ιούνιος του 1917) χωρίς καμία εναντίον του κατηγορία, ή έστω και δικαιολογία, στο κτίριο του επισκοπείου και στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1917, τον φυλάκισαν στο διοικητήριο της πόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του αυτού έτους. Από εκεί τον εξόρισαν στα ενδότερα της Βουλγαρίας και τον περιόρισαν σε κάποιο μοναστήρι κοντά στο μεγάλο Τύρνοβο (23 Αυγούστου 1917). Μετά από τρεις μήνες τον μετέφεραν στη Σόφια, όπου μέχρι τον Μάρτιο του 1919, χωρίς καμία προστασία και οικονομική βοήθεια από τις βουλγαρικές πολιτικές ή εκκλησιαστικές αρχές, διέμενε ως αιχμάλωτος πολέμου σε κάποιο ξενοδοχείο της πόλεως. Από τη Σόφια, τον Οκτώβριο του 1919, ύστερα δηλαδή από δύο ολόκληρα έτη, μετέβη μαζί με την ελληνική στρατιωτική αποστολή στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε μέχρι την 13η Νοεμβρίου του αυτού έτους, γενόμενος δεκτός από το ποίμνιό του στο Διδυμότειχο και το Σουφλί, με εκδηλώσεις λατρείας και ενθουσιασμού.
Όταν το 1919 ολόκληρη η Δυτική Θράκη και φυσικά και η επαρχία του κατελήφθη από την προσωρινή στρατιωτική διοίκηση της Γαλλικής Αρμοστείας και όταν αργότερα συντελέσθηκε η μικρασιατική καταστροφή και η οριστική εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους, ο Φιλάρετος συνέβαλε τα μέγιστα στην ομαλή εγκατάσταση και σταδιακή αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού που είχε κατακλείσει την μητροπολιτική του περιφέρεια. Παράλληλα και παρά το προχωρημένον της ηλικίας του, κατέβαλλε συνεχώς άοκνες προσπάθειες για την οργάνωση της μητροπόλεώς του σε όλους του τομείς, πνευματικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό, οικονομικό, διοικητικό κ.ά. Ο Φιλάρετος το 1920 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ορίστηκε πρόεδρος της επισήμου ορθοδόξου αντιπροσωπείας, η οποία εστάλη υπό της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για να συμμετάσχει για πρώτη φορά στα χρονικά στις θεολογικές εργασίες του ΣΤ΄ Συνεδρίου των αγγλικανών στο Λάμπεθ της Αγγλίας και να προβεί σε επίσημες θεολογικές συζητήσεις με τους Αγγλικανούς. Στο συνέδριο αυτό ο Μητροπολίτης Φιλάρετος με την θεολογική και την εν γένει επιστημονική του κατάρτιση συνέβαλε τα μέγιστα στην επάξια αντιπροσώπευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθώς και στην προσέγγιση και αλληλοκατανόηση των θέσεων των δύο εκκλησιών, της Ορθοδόξου και της Αγγλικανικής.
Την ίδια χρονική περίοδο ο Φιλάρετος διορίσθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ως πρόεδρος της κληρικολαϊκής επιτροπής για τη μελέτη και προπαρασκευή των θεμάτων της μέλλουσας  να συνέλθει Ορθοδόξου Οικουμενικής Συνόδου, κατά τις εργασίες της οποίας διαδραμάτισε με την θεολογική και επιστημονική του κατάρτιση καθοριστικό ρόλο στην πρόοδο των συζητήσεων και στην αντιμετώπιση των εκκλησιολογικών και ιστορικοκανονικών ζητημάτων που είχαν ανακύψει και απασχολούσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών.
·        Η προαγωγή  του στην Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας (1928-1933) και ο θανατός του.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος στις αρχές του 1928 πραγματοποίησε μια παλαιά επιθυμία του, η οποία ήταν και βασική του εκκλησιαστική αρχή, ότι δηλαδή ο επίσκοπος θα πρέπει να παραιτείται όταν αντιλαμβάνεται ότι τον εγκαταλείπουν οι φυσικές του δυνάμεις και έτσι αδυνατεί να επιτελέσει το υψηλό έργο της εκκλησιαστικής και ποιμαντικής του διακονίας. Έτσι και ο ίδιος σε ηλικία 78 ετών παραιτήθηκε από τη Μητρόπολη Διδυμοτείχου, την οποία εποίμανε για σχεδόν  τριάντα συναπτά έτη(1899- 1928) και αποφάσισε να ιδιωτεύσει στη Θεσσαλονίκη κοντά στους υπόλοιπους συγγενείς του. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκαμε δεκτή την παραίτησή του και για να τιμήσει την μεγάλη εκκλησιαστική και θεολογική προσφορά και διακονία του στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, την 21η Φεβρουαρίου 1928 τον προήγαγε, εκλέγοντάς τον παμψηφεί στην Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε βέβαια και το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, του οποίου οι διπλωματικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες συνηγόρησαν για την προαγωγή του Φιλαρέτου, επειδή και οι ίδιοι τον είχαν γνωρίσει σε προσωπικό επίπεδο και έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση για το πρόσωπό του.
Από της εκλογής του στη Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και έκτοτε ο Φιλάρετος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εφησυχάζων συνέχισε την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα. Στις αρχές του 1930 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου όρισε τον Φιλάρετο ως πρόεδρο της πατριαρχικής αντιπροσωπείας, την οποία αποτελούσαν ο Θυατείρων Γερμανός και Τραπεζούντος Χρύσανθος, και ως πρόεδρο επίσης της θεολογικής προσυνοδικής επιτροπής των ορθοδόξων εκκλησιών,η οποία συγκροτήθηκε και συνήλθε από την 8η έως και την 23η Ιουνίου του 1930 στο Άγιον Όρος για τον καθορισμό του καταλόγου των θεμάτων της μέλλουσας να συνέλθει Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης εκοιμήθη την 11η Οκτωβρίου 1933 στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 83 ετών. Η κηδεία του ετελέσθη στον Ιερό Καθεδρικό ναό Της Θεού Σοφίας. Κατά την εξόδιο ακολουθία προέστη ο Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Χρυσόστομος, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε ο καθηγητής αρχιδιάκονος – μετέπειτα Μητροπολίτης Κασσανδρείας - Καλλίνικος Χαραλαμπάκης. Ο Φιλάρετος ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας. Το 1982 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β΄ (1974-2003) μετέφερε τα λείψανα του Φιλαρέτου, καθώς και αρκετών άλλων προσφύγων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκοιμήθησαν στην Θεσσαλονίκη (πολλοί από αυτούς είχαν διατελέσει και Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης) από το κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας στην κρύπτη του Μακεδονικού αγώνος, η οποία ευρίσκεται κάτωθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης.
Με τη διαθήκη του ο Μητροπολίτης Φιλάρετος κατέλειπε την προσωπική του βιβλιοθήκη και το αρχείο του στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επειδή όμως η εκτέλεση της διαθήκης για διαφόρους λόγους δεν κατέστη δυνατή, σήμερα ένα μέρος της βιβλιοθήκης του ευρίσκεται στο Σπουδαστήριο της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και στο σπουδαστήριο του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, εντός του προαυλίου χώρου της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Βλατάδων.
·        Η Θεολογική συγγραφική προσφορά και το ιστορικό έργο του Φιλάρετου.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον μορφωμένους θεολογικά – ιστορικά καταρτισμένους και πολυγραφότατους Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι  μόνο, κατά τον προηγούμενο αιώνα. Βαθύς γνώστης των εκκλησιαστικών πραγμάτων της καθ’ ημάς Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, της εκκλησιαστικής ιστορίας, του κανονικού δικαίου, της πατρολογίας, της λειτουργικής, της αρχαιολογίας και της δογματικής θεολογίας, συνάμα άριστος γνώστης και της εν γένει Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής και προτεσταντικής εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας, με τη συγγραφική του πέννα δεν άφησε κανένα απολύτως κλάδο της ορθοδόξου θεολογίας, ιδίως δε της εκκλησιαστικής ιστορίας, που να μη τον θεραπεύσει με την έκδοση κάποιου αξιόλογου συγγράματός του.
Κορυφαίο έργο του Φιλάρετου υπήρξε η τρίτομος εκκλησιαστική του ιστορία, η οποία περιλαμβάνει την από της γεννήσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού περίοδο και φθάνει μέχρι και το 1908, όταν Πατριάρχης ήταν ο Ιωακείμ Γ’ ο Μεγαλοπρεπής. Το έργο του αυτό, το οποίο συμπληρώνεται επίσης και με την επιτομή της εκκλησιαστικής του ιστορίας, υπήρξε το κατεξοχήν επιστημονικό του πόνημα, το οποίο τον καθιέρωσε στην επιστημονική θεολογική κοινότητα της Ελλάδος αλλά και του Εξωτερικού και τον προέβαλε ως τον κατεξοχήν εκκλησιαστικό ιστορικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον προηγούμενο αιώνα.
Οι επιστημονικές κρίσεις των διαφόρων Ελλήνων αλλά και ξένων εκκλησιαστικών ιστορικών σχετικά με το ιστορικό κυρίως έργο του Φιλαρέτου Βαφείδη είναι στο σύνολο τους θετικές. Τα έργα του Φιλάρετου εκδόθηκαν είτε ως αυτοτελή βιβλία, είτε ως μικρές μελέτες και άρθρα επιστημονικά σε εκκλησιαστικά περιοδικά της εποχής του, όπως στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια», τον «Γρηγόριο Παλαμά», τον «Νέο Ποιμένα», την «Θεολογία», την «Νέα Σιών», την «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» κ.α. Ο αριθμός των εκδοθέντων έργων του Φιλάρετου, είτε αυτά είναι αυτοτελή βιβλία, είτε επιστημονικά άρθρα, ανέρχεται σε 50. Ο δε αριθμός των ανεκδότων έργων του ( ολοκληρωμένα ιστορικά και πατρολογικά δοκίμια, άρθρα, μελέτες, διαφόρου περιεχομένου Ομιλίες, Λόγοι και αρχειακές επιστολές), ανέρχεται σε 114.



Σημείωση Γράφοντος: Για περισσότερο στοιχεία βλ. Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Φιλάρετος Βαφείδης και η εποχή του (1850 – 1933). Ένας Λόγιος Θρακιώτης Ιεράρχης, Περιοδικό «Ενδοχώρα»,83 (2002) 41-47.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ