Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός
Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΤΟΙΣ
ΑΜΝΗΜΟΣΙ ΚΑΙ ΑΓΝΩΜΟΣΙ ΕΞΩΝΗΜΕΝΟΙΣ
Η ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΘΡΟΝΟΥ ΚΑΙ
ΠΡΩΤΕΥΘΥΝΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ
ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΝΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ (1929-1931)
Οντολογικών
(υπαρξιακών) διαστάσεων υπέρ της Πανορθοδόξου Ενότητος και της «ευσταθείας
των Αγίων του Θεού Εκκλησιών» τυγχάνει και είναι το οικουμενικό «σταυρικόν
χρέος» της Πρωτοκλήτου, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου εν Ορθοδόξοις
πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού
Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, διότι η ομόνοια και συναντίληψη των Πρεσβυγενών
της Ανατολής Πατριαρχικών Θρόνων μετά του «Πρώτου» εν Ορθοδόξοις, ήτοι του Κωνσταντινουπόλεως,
αποτελούν sine qua non όρο και προϋπόθεση
για την εν Χριστώ ενότητα και ευταξία της καθόλου Εκκλησίας, όπως γράφει
Αναστάσιος ο Βιβλιοθηκάριος, Λατίνος συγγραφεύς, αναφέροντας μετά πάσης
εμφατικής διατυπώσεως, ότι: «Ο Χριστός εν τω σώματι Αυτού, ο εστίν η
Εκκλησία, εγκαθίδρυσε τόσους πατριαρχικούς θρόνους όσας και αισθήσεις εν τω
θνητώ σώματι εκάστου. Εάν και εφ’ όσον όλοι εκείνοι οι θρόνοι ομονοούν, τότε εν
τη όλη παρατάξει της Εκκλησίας ουδεμία θα υπάρχη έλλειψις, όπως και το θνητόν
σώμα ουδεμίαν παρουσιαζει έλλειψιν εάν πάσαι αι πέντε αισθήσεις μένουν ακέραιοι
και εν όλη αυτών τη υγεία».
Η
οικουμενική πρόνοια και μέριμνα της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας
Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας υπέρ της ευσταθείας και
ευταξίας των κατά τόπους αδελφών και θυγατέρων αυτής Ορθοδόξων Εκκλησιών
αποτελεί αδιαλείπτως και διαχρονικώς ανά τους αιώνες την απολύτως γνήσια
έκφραση αυτοθυσιαστικής κενωτικής αγάπης και φιλοστόργου μητρικής
συναντιλήψεως, όπως ευγλώττως και ευστόχως αναγράφεται στο κείμενο του
υπομνήματος της εκλογής του Ματθαίου στον Θρόνο του δεύτερου εν Ορθοδόξοις Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας, επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου Β΄, όπου
μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: «Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, προς
τοις άλλοις προνομίοις, και την των απασών των Εκκλησιών μέριμναν πρώτιστον
προνόμιον έχουσα, οία κοινή φιλόστοργος μήτηρ και κεφαλή ου μόνον των εγγύς,
αλλά και των πόρρω μελών τε και μερών αυτής, σοφώς τε και κηδεμονικώς
προνοουμένης και επίσης πάσι τε και πάσαι τας μητρικάς αυτής αγκάλας
εφαπλουμένη και αναλόγως τας δωρεάς τε και χάριτας επιχορηγουμένη, διαφόροις
αντιληπτικοίς τρόποις αντιλαμβάνεσθαι τούτων, είωθεν ώστε μηδεμίαν των
καθηκόντων αυτής στερίσκεσθαι. Ουδέν γαρ παρ’ αυτή απρονόητον και ατημέλητον…».
Ακατάλυτος
και αδιασπάστως αρραγής υπήρξε ο μητρικός ζωτικής σημασίας ομφάλιος λώρος της
Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού
Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας επί ποικίλων, πολυπλόκων και φλεγόμενων
ζητημάτων, τα οποία απασχολούσαν και εταλάνιζαν κατά καιρούς το Πατριαρχείο
Αντιοχείας περί των οποίων γράφει ο πολύς εν Πατριαρχικοίς Ιεράρχαις, αοίδιμος
Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, ότι: «Την αυτήν κηδεμονικήν πρόνοιαν και
συναντίληψιν του Οικουμενικού Θρόνου βλέπομεν επιδεικνυομένην και προς τον
Θρόνον της Εκκλησίας Αντιοχείας και κατά την περίοδον της οθωμανικής κυριαρχίας
και ιδία κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας, καθ’ ους προς σωτηρίαν της
Εκκλησίας ταύτης, προέβαινεν εις καθαιρέσεις αναξίων Πατριαρχών και Μητροπολιτών,
παρέχων άμα φιλαδέλφως και πάσαν άλλην υλικήν και ηθικήν επικουρίαν…
Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ο Β΄, συναινούντος και του Αντιοχείας
Σιλβέστρου, καθήρεσε τον λατινόφρονα Μητροπολίτην Χαλεπίου Γεράσιμον,
αντικαταστήσας τούτον διά του Γρηγορίου (1728). Το σχετικόν υπόμνημα εκλογής
Χαλεπίου, μετά την καθαίρεσιν και εξορίαν Γερασίμου του λατινόφρονος, άρχεται
ως ακολούθως: «Ο Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος προνόμιον κέκτηται παρά γε
των Οικουμενικών Συνόδων και βασιλικών θεσπισμάτων φιλοτιμηθέντων αυτώ επισκέπτεσθαι και προνοείν ου μόνον τας
υποκειμένας αυτώ, αλλά και ταις πέριξ απανταχού εκκλησίαις, και παροικίαις
πάσιν απονέμειν την πρόσφορον διοίκησιν, ως την καθόλου αρχήν επιτετραμμένος
και μάλιστα όταν περί δογμάτων και ευσεβείας η υπόθεσις και περί τα καίρια
κίνδυνος καθέστηκε.
Τότε
γαρ κατά πάσαν ανάγκην αντιλαμβάνεσθαι χρέος έχει καταρτίζειν τε και διευθετείν
τα κάμνοντα μέρη, και ουδενός παραμελείν, των προς σύστασιν αφορώντων της
οιασούν Εκκλησίας και ποίμνης…»
…Και
μέχρι του τέλους σχεδόν του ΙΘ΄ αιώνος, οι πρωθιεράρχαι Αντιοχείας εξελέγοντο
υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ούτως, ήδη από του 1850, μετά τον θάνατον
του Πατριάρχου Αντιοχείας Μεθοδίου, ο τύπος της αναφοράς του κλήρου Αντιοχείας
προς τον Οικουμενικόν Θρόνον διελάμβανεν, ότι ούτοι «παρακαλούσι την σύνοδον
του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως» να εκλέξη δι’ αυτούς Πατριάρχην εκ των
κληρικών της Πρωτευούσης».
Όταν
εν έτει 1929 ανεφύη το φλέγον εκκλησιαστικής διοικητικής φύσεως «Αντιοχειανόν
Ζήτημα», όπως γράφει ο αοίδιμος Καθηγητής της εν Χάλκης Θεολογικής
Σχολής Βασίλειος Σταυρίδης, «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά των
ενεργειών του και της αναγνωρίσεως του Αντιοχείας Αλεξάνδρου το 1931 ως
κανονικού Πατριάρχου Αντιοχείας εβοήθησε κατά πολύ εις την αποκατάστασιν της
γαλήνης εντός του κλίματος της Εκκλησίας εκείνης…». Για τον λόγο αυτό ο αοίδιμος Πατριαρχικός Μητροπολίτης
Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο οποίος ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Πρωτοθρόνου
Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά το τέλος του έτους 1930, ηργάσθη αόκνως και
συστηματικώς υπέρ της κανονικής επιλύσεως του ακανθώδους λεγομένου
«Εκκλησιαστικού Αντιοχειανού Ζητήματος», και όταν εν έτει 1935 επεσκέφθη εκ
νέου την Δαμασκό προς επίλυση του λεγομένου «Εκκλησιαστικού Αρχιεπισκοπικού
Ζητήματος Κύπρου», όπως ο ίδιος γράφει: «Τόσον οι Αρχιερείς όσον και
διάφορα σωματεία εξέφραζαν την ευγνωμοσύνην αυτών και όλων των Ορθοδόξων της
Εκκλησίας Αντιοχείας διά την προ τεσσάρων ετών σωτήριον παρέμβασιν της Μεγάλης
του Χριστού Εκκλησίας προς λύσιν της πατριαρχικής κρίσεως και αποκατάστασιν της
ευσταθείας και γαλήνης εν τη Αγιωτάτη Εκκλησία Αντιοχείας».
Το
όλο πολυδαίδαλο εκκλησιαστικό «Αντιοχειανό Ζήτημα» προεκλήθη μετά
τον επελθόντα θάνατο του Πατριάρχου Αντιοχείας Γρηγορίου του IV, όταν ο Τοποτηρητής του Θρόνου προεκήρυξε, βάσει
των ισχυόντων κανόνων της Εκκλησίας, την σύγκληση Συνελεύσεως, κατά την
συνελθούσα τότε εκλογική Συνέλευση, η οποία απετελείτο εκ Μητροπολιτών του
Θρόνου και εκ λαϊκών, η πλειοψηφία των μελών απεφάνθη υπέρ αναδείξεως ως Πατριάρχου,
του πλέον αξίου, μορφωμένου και καλλιεργημένου Αρχιερέως.
Η
πρόταση αυτή της πλειοψηφίας δυσαρέστησε την προσκείμενη στον Μητροπολίτη
Λαοδικείας Αρσένιο ομάδα επτά Μητροπολιτών, οι οποίοι προκειμένου να ματαιώσουν
την πατριαρχική εκλογή απεχώρησαν της εκλογικής συνελεύσεως και αφού
εγκατέλειψαν την πατριαρχική έδρα εν Δαμασκώ, κατέφυγαν σε μία Μονή όπου εκεί
ως αντικανονική και αντιεκκλησιαστική φατρία και παρασυναγωγή ανέδειξαν όλως
παρατύπως και αντικανονικώς ως Πατριάρχη Αντιοχείας τον Μητροπολίτη Λαοδικείας
Αρσένιο, ενώ το κανονικό σώμα των κληρικών και λαϊκών εκλεκτόρων εξέλεξε στην
εν Δαμασκώ Πατριαρχική έδρα ως κανονικό Πατριάρχη Αντιοχείας τον Μητροπολίτη
Τριπόλεως Αλέξανδρο. Τοιουτοτρόπως εγεννήθη το εκκλησιαστικό σχίσμα, το οποίο
εκλόνιζε και εταλάνιζε δεινώς τον εκκλησιαστικό θρόνο της Αντιοχείας, διότι
όπως γράφει ο αοίδιμος Πατριαρχικός Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, «η δε
ξένη προπαγάνδα ήτις ειργάζετο δραστηρίως προς διάσπασιν της Ορθοδοξίας,
προσεταιρίσθη τον Αρσένιον και επεδίωξε την μη αναγνώρισιν υπό της Γαλλικής
Αρμοστείας του Αλεξάνδρου».
Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη εν Ορθοδόξοις κηδεμονική
και προκαθημένη Αρχή αυτοθυσιαστικής κενωτικής διακονίας υπέρ όλων των κατά
τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ανέλαβε και πάλι το «σταυρικόν χρέος» προς
άρση του εκκλησιαστικού σχίσματος και ευταξίας του Αντιοχειανού Θρόνου όταν
κατά το τέλος του έτους 1930 εξουσιοδότησε τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος
Χρύσανθο να μεταβεί στην Αντιόχεια, στα Ιεροσόλυμα και στην Αλεξάνδρεια
προκειμένου να εξετασθεί η όλη εκκλησιαστική κατάσταση στην δοκιμαζομένη λόγω
του εσωτερικού εκκλησιαστικού σχίσματος Πρεσβυγενή Εκκλησία της Αντιοχείας. Ο
Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος ως εκπρόσωπος της Πρωτοθρόνου και
Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας,
κατόπιν επισταμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης του όλου εκκλησιαστικού Αντιοχειανού
ζητήματος, απεφάνθη υπέρ της γενομένης κανονικής εκλογής ως Πατριάρχου
Αντιοχείας του Μητροπολίτου Τριπόλεως Αλεξάνδρου, ενώ προς ενημέρωση και των
άλλων δύο Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, μετέβη στα Ιεροσόλυμα και την Αλεξάνδρεια,
οπότε συνεκροτήθη Επιτροπή από Μητροπολίτες των τριών Πρεσβυγενών Ορθοδόξων Πατριαρχείων
της Ανατολής προκειμένου να επιβληθεί η κανονική λύση επί του όλου ζητήματος
και να αρθεί το εκκλησιαστικό σχίσμα της των Αντιοχέων Εκκλησίας.
Κατόπιν
της εισηγήσεως του εμπερινούστατου Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, τα τρία
Πρεσβυγενή και παλαίφατα Πατριαρχεία, ήτοι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, ανεγνώρισαν ως κανονικό Πατριάρχη Αντιοχείας τον μέχρι τότε
Μητροπολίτη Τριπόλεως Αλέξανδρο, ενώ η εκλογή του Λαοδικείας Αρσενίου εκρίθη ως
άκυρη και ανυπόστατη. Χάρη μάλιστα στις περινούστατες ενέργειες και τους
λεπτούς χειρισμούς του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, ο οποίος ενεργούσε
εξ ονόματος του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου, ολίγον βραδύτερα και οι
Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδος και της
Κύπρου ανεγνώρισαν ως κανονικό Πατριάρχη Αντιοχείας τον Αλέξανδρο, ενώ άξιο
ιδιαιτέρας ιστορικής μνείας είναι το γεγονός ότι παρά την καθολική αναγνώριση
του Αλεξάνδρου ως κανονικού Πατριαρχείου Αντιοχείας υπό πασών των κατά τόπους
Ορθοδόξων Εκκλησιών με πρώτη την Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη Μητέρα Αγία Μεγάλη
του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία, εντούτοις η Γαλλική Αρμοστεία Συρίας
δεν προέβαινε στην αναγνώριση του νέου Πατριάρχου Αντιοχείας Αλεξάνδρου.
Στο
σημείο τούτο δημοσιεύουμε την υπό ημερομηνία 26 Μαΐου 1931 επιστολή του
Πατριαρχείου Αντιοχείας Αλεξάνδρου, ο οποίος αφενός μεν εκφράζει τις ολόθυμες
ευχαριστίες του για την αντικειμενική και αμερόληπτη εισήγηση του εκπροσωπούντος
το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου,
αφετέρου δε την πικρία του για την μη εισέτι αναγνώρισή του υπό της Γαλλικής
Αρμοστείας.
Η
ιστορικής σημασίας και αξίας επιστολή του Πατριάρχου Αντιοχείας Αλεξάνδρου έχει
ως εξής:
«Πανιερώτατε
πεφιλημένε εν Χριστώ αδελφέ και συλλειτουργέ της Ημών Μετριότητος Μητροπολίτα
Τραπεζούντος Κύριε Χρύσανθε,
Μετά
συγκινήσεως ανέγνωμεν συν τοις περί Ημάς Αγίοις Αρχιερεύσι την εξ Αθηνών υπό
ημερ. 14 Μαΐου 1931 επιστολήν της Υμετέρας φίλης Πανιερότητος ως και την
εσώκλειστον ιστορικήν έκθεσιν επί της βάσει της οποίας τα τρία Αποστολικά
Πατριαρχεία ευαρεστούμενα ανεγνώρισαν την εκλογήν Ημών ως Πατριάρχου Αντιοχείας
και Πάσης Ανατολής.
Τω
όντι ανέκφραστος τυγχάνει ο γενικός θαυμασμός τον οποίον δικαίως προυξένησεν η
κανονική έκθεσις αύτη εν η διετυπώθησαν η κανονικότης και η άκρα αμεροληψία εν
τη υπερασπίσει των πατροπαραδότων της Εκκλησίας θεσμών.
Καθήκον
δε θεωρούμεν ίνα δηλώσωμεν τη Υμετέρα Πανιερότητι, ότι το μεν παρά την υπό των
τριών Αποστολικών Πατριαρχείων πανορθοδόξως έγκυρον αναγνώρισιν Ημών ως
Πατριάρχου, το δε παρά την δι’ αντιπροσωπειών των διαφόρων επαρχιών, επιστολών
και τηλεγραφημάτων βροχηδόν αφικομένων επιδοκιμασίαν του ευσεβούς και
νομιμόφρονος Ορθοδόξου ποιμνίου ως και του ετεροδόξου και αλλοθρήσκου ιθαγενούς
λαού, και τέλος παρ’ όλας τας πικράς διαμαρτυρίας του ενταύθα και εν τη
αλλοδαπή αραβικού και γαλλικού τύπου, η εν Βηρυττώ Γαλλική Αρμοστεία αρνείται
εισέτι την αναγνώρισιν Ημών ως κανονικού Πατριάρχου του Θρόνου. Τουθ’ όπερ
παροτρύνει με τους περί τον Λαοδικείας Αρσένιον Αρχιερείς, όπως υποδαυλίσωσι
νέους διαπληκτισμούς, παρατείνει δε και επιδεινοί την ανώμαλον κατάστασιν της
Εκκλησίας.
Όθεν
πρεπόντως προέβημεν εις απαραίτητα διαβήματα απέναντι της εν λόγω Αρμοστείας
και του εν Παρισίοις γαλλικού Υπουργείου των Εξωτερικών εν εκθέσει υπό ημερ. 24
Μαΐου 1931, ης και αντίγραφον εσωκλείομεν τη Υμετέρα Πανιερότητι, και μέχρι
τούδε αναμένομεν το αποτέλεσμα.
Επί
τούτοις διατελούμεν της Υμετ. Φίλης Πανιερότητος
Εν
Χριστώ Αδελφός και όλως Πρόθυμος
+ Ο
Αντιοχείας Αλέξανδρος».
Από
τα ως άνω γεγραμμένα γίνεται ευκόλως αντιληπτό πόσο σωστικώς λυτρωτική υπήρξε η
κηδεμονική και φιλόστοργη παρέμβαση της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου, πολυμαρτυρικώς
καθηγιασμένης, Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας
υπέρ της ευσταθείας, ευταξίας, γαλήνης και τέλει ειρηνεύσεως της παλαιφάτου και
Πρεσβυγενούς Εκκλησίας της Αντιοχείας, διότι, όπως γράφει σε πατριαρχική
εγκύκλιό του ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Χρύσανθος Α΄, «…ο
καθ’ ημάς Αγιώτατος Πατριαρχικός, Αποστολικός και Οικουμενικός Θρόνος, δεν
καταγίνεται εις την διάταξιν των οικείων αυτού μόνον και εις την ευστάθειαν των
σχετικών αυτώ εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλ’ εκτείνει την πρόνοιαν και προς τα
συμφέροντα των λοιπών αγιωτάτων θρόνων. Διά τούτο και το, Οικουμενικός,
προνόμιον έχει και ου διέλιπεν άνωθεν και εξ αρχής εν τοις προσφόροις καιροίς
από του να ενεργή φιλαδέλφως και να συντρέχη εκ παντός τρόπου εις τας ανάγκας
και χρείας των λοιπών αγιωτάτων θρόνων, σκοπόν έχων την κατάρτισιν και την
ψυχικήν σωτηρίαν του εν αυτοίς Χριστωνύμου πληρώματος, χρέος ηγούμενος την
ένδειξιν της προνοίας ταύτης πρώτιστον απάντων χρεών και δικαιότατον».
Περί
δε της κηδεμονικής και προνοητικής μέριμνας και αυτοθυσιαστικώς κενωτικής
διακονικής συνεπικουρίας της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου εν Ορθοδόξοις Μητρός
Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας υπέρ της ευσταθείας
και ειρηνεύσεως πασών του Θεού Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών γράφει
αυθεντικώς ο πολύς αοίδιμος Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος διδάσκων αυθεντικώς ότι:
«…όχι
μόνον προκειμένου περί δογμάτων και ιερών παραδόσεων και κανονικών εκκλησιαστικών
διατάξεων ή περί γενικών ζητημάτων, αφορώντων εις ολόκληρον το σώμα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και εις άπαντα τα σχετικώς σπουδαία επί μέρους
ζητήματα, τα ενδιαφέροντα ταύτην ή εκείνην την αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, η
κηδεμονική πρόνοια και αντίληψις της Αγία του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας παρεμβαινούσης
– άλλοτε μεν αυτεπαγγέλτως και ως εκ καθήκοντος, άλλοτε δε κατ’ επίκλησιν των
ενδιαφερομένων – και παρεχούσης την αποτελεσματικήν αυτής συμβολήν προς
διαιτησίαν και επίλυσιν διαφορών, αναφυεισών μεταξύ των αγίων του Θεού
Εκκλησιών, προ διευθέτησιν διαφωνιών μεταξύ ποιμένων και ποιμνίου, προς
απαλλαγήν από επιπροσθεισών δυσχερειών και επάνοδον των εκκλησιαστικών
πραγμάτων εις την κανονικήν αυτών τροχιάν, προς ενίσχυσιν της ενίοτε ανεπαρκούς
ενεργείας των πνευματικών αρχηγών των επί μέρους Εκκλησιών, προς στήριξιν των
ασθενών και σαλευομένων ή και ραδιουργουμένων εν τη ορθοδόξω πίστει, προς
αποσόβησιν, τέλος, των παντοίων ηθικών και υλικών κινδύνων, των επαπειλούντων
την ευστάθειαν των αγίων του Θεού Εκκλησιών, ουδέποτε και ουδεμού βραδύνει ή
ελλείπει «κατά το ανέκαθεν προνόμιον-ως εκφράζεται ο εκ των επιφανεστέρων
Οικουμενικών Πατριαρχών των χρόνων τούτων Σαμουήλ ο Α΄ (1766), - του Αγιωτάτου
Αποστολικού Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, όστις είωθεν όλαις φροντίσι και
προνοητικαίς επισκέψεσι χείρα βοηθείας ορέγειν, προνοείσθαι τε και
περιποιείσθαι τας βοηθείας δεομένης εκασταχού επαρχίας τε και παροικίας».
ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ