Σελίδες

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

ΙΕΡΩΝΥΜΙΚΑ ΑΝΤΙΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΑ ΑΤΟΠΗΜΑΤΑ : Η ΣΘΕΝΑΡΗ ΥΠΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΟΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1967-1974)

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
ΙΕΡΩΝΥΜΙΚΑ ΑΝΤΙΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΑ ΑΤΟΠΗΜΑΤΑ
Η ΣΘΕΝΑΡΗ ΥΠΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΟΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1967-1974)
·  Ιστορικά εκκλησιαστικά πατριαρχικά κείμενα αναιρούντα τις αντικανονικές και πραξικοπηματικές ενέργειες του κατά την περίοδο της επταετούς εν Ελλάδι δικτατορίας Αθηνών Ιερωνύμου και των εμφανών ή αφανών ομοφρονούντων διαδόχων αυτού.
Συγκλονίζει μέχρι και σήμερα το κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 1922 τιτλοφορούμενο υπό του ιδίου του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου «όλως εμπιστευτικόν σημείωμα και γράμμα» αυτού προς τον αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ τον Μεταξάκη, στο οποίο ως εν κατακλείδι ο Σμύρνης Χρυσόστομος αναφερόμενος στο ανακύψαν κατά την περίοδο εκείνη ζήτημα περί της εκδόσεως ή όχι του Πατριαρχικού Τόμου της χειραφετήσεως των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών γράφει προς τον Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο τα εξής: «…κλείων την εμπιστευτικήν μου ταύτην επιστολήν ικετεύω μη τυχόν δι’ αγάπην Θεού προβήτε εις την έκδοσιν του Τόμου της χειραφετήσεως των Επαρχιών Μακεδονίας, Ηπείρου και Νήσων, διότι ο Οικουμενικός Θρόνος τότε θ’ αποψιλωθή τέλεον και θα πέση εις αφάνειαν.

       Διά πρόσκαιρα και οσονούπω καλώς διευθετηθησόμενα ανιαρά έστω πράγματα διά την Εκκλησίαν, μη επιτρέψητε, Παναγιώτατε, να δημιουργηθώσι κακά μεγάλα, οίον ήτο και το της χειραφετήσεως των Εκκλησιών της διασποράς και ιδία της Αμερικής και ενώσεως αυτών μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος πράγμα το οποίον κάλλιστα ποιούντες εθαραπεύσατε υπαγαγόντες και αύθις όλας ταύτας τας Εκκλησίας εις τον Οικουμενικόν Θρόνον».
Η ως άνω κραυγή ενδομύχου αγωνίας του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου ως προφητικός λόγος και αποκαλυπτική φωνή επιβεβαιούται συν τω χρόνω αδιαλείπτως και ακαταπαύστως, εάν κάποιος αναλογισθεί ότι από την εν έτει 1928 υπογραφείσα υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Βασιλείου Γ΄ (1925-1929) Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη περί των λεγομένων πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών διά της οποίας «επιτροπικώς» και «άχρι καιρού» ανετέθη, ουδέ παρεχωρήθη ή εξεχωρήθη μηδέ εφάπαξ και διαπαντός εχαρίσθη, η εκκλησιαστική και μόνον διοίκηση των ως άνω εκκλησιαστικών επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Ελλάδι Ελλάδα, έχουν καταγραφεί αψευδώς στο διάβα των δεκαετιών πλείστες όσες αντικανονικές και πραξικοπηματικές ενέργειες της καθ’ Ελλάδα διοικούσης Εκκλησίας προκειμένου να καταστεί de facto ανενεργός και ανίσχυρος η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 διά της καταπατήσεως και καταστρατηγήσεως εν όλω ή εν μέρει των διαλαμβανομένων εν αυτή όρων, όπως τούτο απεπειράθησαν ανεπιτυχώς οι αοίδιμοι Αθηνών Σπυρίδων Α΄ (1949-1956), Ιερώνυμος Α΄ (1967-1973), Χριστόδουλος Α΄ (1998-2008), αλλά και ο νυν Αθηνών Ιερώνυμος Β΄, ο οποίος όμως κατά το παρελθόν επέκρινε τις μωροφιλόδοξες υπερόριες αντικανονικές ενέργειες του Αθηνών Χριστοδούλου κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ιχνηλατούντες ιστορικώς τα γενόμενα, τα όντως αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς συντελεσθέντα ατοπήματα της Ορθοδόξου καθ' Ελλάδα διοικούσης Εκκλησίας προκειμένου να υφαρπάξει τις μηδέποτε ανήκουσες στην εκκλησιαστική ιεροκανονική δικαιοδοσία αυτής πατριαρχικές εκκλησιαστικές επαρχίες των λεγομένων Νέων Χωρών, αναγόμεθα στην εφήμαρτη εκκλησιαστική ιστορική περίοδο της εν Ελλάδι επταετούς δικτατορίας, όταν ο αντικανονικώς αναδειχθείς στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ έθεσε συστηματικώ τω τρόπω ως πρώτιστο μέλημά του να καταργήσει και ακυρώσει de facto και de jure, ενισχυόμενος υπό της τότε στρατιωτικής ελληνικής κυβερνήσεως, την Πατριαρχική και Συνοδική πράξη του 1928, ως ατυχώς και ανεπιτυχώς εμιμήθη αυτόν και ο διάδοχος αυτού Αθηνών Χριστόδουλος κατά την περίοδο κυρίως των ετών 2003-2004.
Οι όλως αντικανονικές και πραξικοπηματικές ενέργειες του Αθηνών Ιερωνύμου Α΄ εξεδηλώθησαν εμπράκτως κατά το έτος 1969, όταν εψηφίσθη και ίσχυσε αμέσως το υπ’ αρίθμ. Νομοθετικό Διάταγμα 126/1969 περί Καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στον οποίο, όπως γράφει σε σχετική ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη αυτού ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Μελίτων (Καράς), «…πάντα τα ουσιώδη κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα διαλαμβανόμενα εν τη Πατριαρχική Συνοδική Πράξει κατηργούντο μονομερώς υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρέμενον δε ισχύοντα μόνον όσα έχουν καθαρώς τυπικόν χαρακτήρα και αποτελούν, ούτως ειπείν, απλήν σκιάν δικαιωμάτων».
Άξια ιδιαιτέρας μνείας είναι τα προερχόμενα από το Αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Κώδικες Διοικητικών Πρακτικών και Κώδικες Πατριαρχικής Αλληλογραφίας), καθώς και από το Αρχείο της Αρχιγραμματείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Φάκελλοι Νέων Χωρών) και δημοσιευθέντα έγγραφα υπό του Μητροπολίτου Σεβαστείας Δημητρίου (νυν Γέροντος Πριγκηποννήσων) στο μνημειώδες πόνημα αυτού, υπό τον τίτλο: «Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928 παρακωλυομένη τοις Όροις», όπου αποκαλύπτεται το εύρος και το βάθος των ανίερων και άνομων, αντικανονικών και πραξικοπηματικών ατοπημάτων της διαχρονικώς δρώσης κατά των απαραγράπτων και απαραμειώτων εκκλησιαστικών ιεροκανονικών δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των εκκλησιαστικών επαρχιών αυτού στις Νέες Χώρες θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι διοικούσης Εκκλησίας, αλλά ιδιαίτατα κατά την επί της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας περίοδο της αρχιεπισκοπικής διοικήσεως του Αθηνών Ιερωνύμου Α΄.
Στο σχετικό κεφάλαιο του ως άνω ειρημένου ιστορικού πονήματος, το οποίο αφορά την αμετακίνητη στάση και αμετάθετη βούληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να μην παραχωρήσει ή εκχωρήσει ή ουδέ κατ’ ελάχιστον απεμπολήσει τα επί των εαυτού εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών απαράγραπτα δίκαια αυτού, όταν επρόκειτο να ψηφισθεί ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και αφού εν έτει 1968 είχαν ήδη αποσταλεί στο Φανάρι τα σχετικά σχέδια του άρτι συνταχθέντος νέου Καταστατικού Χάρτου και του Γενικού Κανονισμού Διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, μνείας ποιούμεθα των υπό του Μητροπολίτου Σεβαστείας Δημητρίου δημοσιευθέντων σχετικών συνοδικώς ( 26 Νοεμβρίου 1968) διατυπωθέντων θέσεων του λογιωτάτου και πάνυ σοφού αοιδίμου Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, ο οποίος υπεγράμμιζε εμφατικώς και μετά λύπης : « «Συμμερίζομαι απολύτως, Παναγιώτατε, τα αισθήματα λύπης και ανησυχίας και τους φόβους Υμών, τοσούτω μάλλον όσω εγένοντο και άλλαι επίσημοι υποδείξεις και ουδεμία προσοχή εις τα απαράγραπτα ημών δίκαια και τας κατά καιρούς μεν, ιδία δε εσχάτως διαφωτιστικώς τη Εκκλησία της Ελλάδος γραφέντα επεδείχθη προσοχή. Εις επίμετρον υπάρχει εν τω εν σχεδίω Καταστατικώ, άρθρον, διαλαμβάνον ότι δικαιούνται ίνα παρακάθηνται τακτικώς και εκτάκτως εν ταις συνεδρίαις της διαρκούς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως παρατηρηταί, οι Ιεράρχαι Κρήτης και Δωδεκανήσου, τουθ' όπερ πρόδηλον ότι αποτελεί τρόπον τινά γέφυραν αποσκοπούσαν να ενώση και να αφομοιώση οργανικώς τας επαρχίας ημών μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Επί του λίαν τούτου ευαισθήτου σημείου, δέον όπως όλως ιδιαιτέρως επιμείνωμεν. Προς τοις ως άνω έχω να παρατηρήσω, ότι ουδείς περί δικαιώματος εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου λόγος. Φρονώ ότι επιβάλλεται ημίν όπως, ως οίον τάχιον, διά γράμματος ημών προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, Ιεράρχαι της οποίας ως ο Νευροκοπίου και Ζιχνών κ. Νικόδημος, εξέφρασαν περί των Επαρχιών του Θρόνου γνώμην, δημοσιευθείσαν μάλιστα εις το επίσημον περιοδικόν της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζητήσωμεν τον από μέρους αυτής σεβασμόν των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διατηρηθέντων απαρασαλεύτων υπό τας γνωστάς αυτή συνθήκας, διά μέσου των αιώνων, και την ανάλογον κατοχύρωσιν αυτών δι’ ειδικών άρθρων, διαλαμβανομένων εν τω υπό εψήφισιν νέω Κατασταστικώ αυτής».
Επί της αυτής γραμμής πλεύσεως κινούμενος ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και προ της ψηφίσεως του νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, απέστειλε επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα προς την Ελληνική Πολιτεία ζητώντας «expressis verbis», όπως «ενεργήση προς καταχώρισιν εν τω Καταστατικώ Χάρτη άρθρων κατοχυρούντων σαφώς και ευκρινώς τα κανονικά δικαιώματα του Θρόνου επί των επαρχιών αυτού, καθώς και των εκ της Πράξεως του 1928 απορρεουσών διά την ΕΕ υποχρεώσεων ως προς την διοίκησιν των επαρχιών των Νέων Χωρών». Μετά δε την ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας με νέο Πατριαρχικό Γράμμα τόσο προς τον Αθηνών Ιερώνυμο όσο και προς την Ελληνική Κυβέρνηση ζητούσε να συμπεριληφθεί στο κείμενο του Καταστατικού Χάρτου σχετικό άρθρο διά του οποίου θα εδηλούτο η εν τω συνόλω ισχύς της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, υπογραμμίζοντας ότι: «οι μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχέσεις διέπονται υπό των γενικών κανόνων της Εκκλησίας, ειδικώτερον δε υπό του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου περί του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πατριαρχικής και Συνοδική Πράξεως του 1928».
Όταν λοιπόν εψηφίσθη ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος απετέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα των μετέπειτα αντικανονικών και πραξικοπηματικών κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενεργειών του Αθηνών Ιερωνύμου προκειμένου να καταργήσει εν τη πράξει (de Facto) και νομκώς (de jure) την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών, συνήλθε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία βαρύνουσα σημασία είχε η δημοσιευθείσα υπό του Μητροπολίτου Σεβαστείας Δημητρίου τοποθέτηση του εμπερινούστατου αοιδίμου Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου «η και συνοψίζουσα κατά τινa τρόπο την 40ετή μέχρι τότε υπονομευτική συμπεριφορά κωφότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ειπόντος επί λέξει: «Καίτοι παρήλθεν ικανός χρόνος, αφ’ ότου η Α. Εξοχότης, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος, απηύθυνε την προς την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα επιστολήν Αυτού, η δε Αγία και Ιερά Σύνοδος, εν τη σχετική αυτής Συσκέψει της 18ης Φεβρουαρίου ε.έ. απεφάσισεν όπως, υπό το πνεύμα και βάσει της διεξαχθείσης κατ’ αυτήν σχετικής συζητήσεως, καταρτισθή υπό της Κανονικής Επιτροπής σχέδιον απαντήσεως, δυστυχώς, άχρις ώρας τουλάχιστον ουδέν εγένετο.
Εν τω μεταξύ εξεδόθη υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το αναγνωσθέν όλως άκαιρον, άστοχον, ήκιστα ευλαβές και άκρως επικίνδυνον ανακοινωθέν, το οποίον οι πάντες μετ’ εκπλήξεως και βαθείας λύπης ανεγνώσαμεν ήδη προ ημερών δημοσιευθέν εν τω τύπω και ηκούσαμεν μεταδοθέν διά του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, και επί του οποίου ας μοι επιτραπή, να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Δεν γνωρίζω εάν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έσπευσε να εκδώση το εν λόγω απρεπές ανακοινωθέν διατελούσα υπό το κράτος εκνευρισμού της στιγμής, ως εκ των αναγραφεισών εν τω τύπω ανευθύνων πληροφοριών, τουθ’ όπερ ήκιστα αρμόζει εις την σοβαρότητα θεσμών, ως η Ιερά Σύνοδος, ή υπό την επήρειαν της δυσχερούς θέσεως εις ην περιήγαγον αυτήν τα εν καιρώ απευθυνθέντα σεπτά Πατριαρχικά Γράμματα εν σχέσει προς την κατοχύρωσιν των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου εν τω νέω Καταστατικώ αυτής Χάρτη, τουθ’ όπερ αποτελεί όλως αχαρακτήριστον ενέργειαν, μαρτυρούσαν ανοίκειον, ανευλαβή και απαράδεκτον συμπεριφοράν προς την Μητέρα Μεγάλην Εκκλησίαν. Εν πάση περιπτώσει είναι αναμφισβήτητον ότι η Εκκλησία της Ελλάδος μίαν ακόμη φοράν ηδίκησε και εξέθηκεν εαυτήν ανεπανορθώτως ενώπιον της συνειδήσεως της Εκκλησίας και του Γένους. Διότι μόνον ανεξήγητος διάθεσις προς διαστροφήν των πραγμάτων και της αληθείας θα ηδύνατο να παρερμηνεύση το περιεχόμενον των σεπτών Πατριαρχικών Γραμμάτων ως παρέμβασιν εις τα εσωτερικά πράγματα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά των Γραμμάτων εκείνων εζήτησε και ζητεί απλώς την κατοχύρωσιν των δικαιωμάτων αυτού επί των Μητροπόλεων των λεγομένων Νέων Χωρών, εζήτησε και ζητεί απλώς τον σεβασμόν και την πιστήν εφαρμογήν κοινή, μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος συμπεφωνημένων διά της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, των οποίων συστηματικώς επιδιώκεται η καταστρατήγησις και η πλήρης κατάργησις.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως περιτράνως μαρτυρεί η μακραίων πράξις της ζωής αυτού, υπήρξεν ανέκαθεν άκρως ευαίσθητον εις τα θέματα υπερβάσεως των κανονικών δικαιοδοσιών των κατά τόπους αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, εσεβάσθη και επροστάτευσε μετά μητρικής στοργής τα δίκαια αυτών, δεν θα ήτο επομένως δυνατόν και να διανοηθή καν όπως επέμβη αυθαιρέτως εις τα εσωτερικά οιασδήτινος άλλης Εκκλησίας, τουθ’ όπερ θα απετέλει ασφαλώς παρέκκλησιν και προδοσίαν της διά μέσου των αιώνων άχρι τούδε απαρεγκλίτως τηρηθείσης υπ' αυτού γραμμής.
Τούτο, άλλωστε, θα έπρεπε να γνωρίζουν περισσότερον και καλλίτερον παντός άλλου οι σήμερον διοικούντες την Εκκλησίαν της Ελλάδος, οι οποίοι πολύ φοβούμαι μήπως σκοπίμως ζητούν να εφαρμόσουν, δυστυχώς, την γνωστήν και όλως ανάρμοστον ψυχολογικήν μέθοδον της δημιουργίας θορύβου προς απόκρυψιν της αληθείας, συγκάλυψιν της παραβάσεως και παραπλάνησιν. Διότι και αν υποτεθή προς στιγμήν ότι αι διατυπούμεναι εις τα σεπτά Πατριαρχικά Γράμματα απόψεις ήτο δυνατόν να προκαλέσουν παρανοήσεις ή και επιφυλάξεις παρά τη Εκκλησία της Ελλάδος, ώφειλεν αύτη να ενεργήση μέσα εις τα πλαίσια της επιβαλλομένης υπό της σοβαρότητος του ζητήματος ευπρεπείας και να αποφύγη να κατέλθη εις αγώνα πεζοδρομίου. Δυστυχώς δεν το έπραξε και αφήκε να παρασυρθή από τα άκρως επικίνδυνα εξτρεμιστικά αυτής στοιχεία εις τον κατήφορον της ατόπου ενεργείας του εκδοθέντος ανακοινωθέντος.
Όσην λύπην και απογοήτευσιν δοκιμάζομεν εκ τούτου, άλλην τόσην προσοχήν και σύνεσιν πρέπει να επιδείξωμεν εις την στάσιν μας έναντι τούτου. Δεν νομίζω ότι πρέπει να παρασυρθώμεν εις τον κατήφορον εις ον διωλίσθησεν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και να προβώμεν και ημείς εις έκδοσιν ανακοινωθέντος, ανασκευάζοντες και απαντώντες εις τας απόψεις αυτής. Διότι τούτο θα απετέλει ενέργειαν αντίθετον προς τας αρχάς και την ευθύνην του Πατριαρχείου, εις τα γενικώτερα συμφέροντα της Εκκλησίας και του Γένους, αλλά και σφάλμα τακτικής εν τη διαχειρίσει παρομοίων, λεπτής φύσεως ζητημάτων. Δεν νομίζω όμως αφ’ ετέρου ότι δυνάμεθα και να σιγήσωμεν, ότι δυνάμεθα να αφήσωμεν να παρέλθη απαρατήρητον και ασχολίαστον. Έχομεν χρέος και ευθύνην να γνωρίσωμεν εις την έντιμον Ελληνικήν Κυβέρνησιν, το ταχύτερον δυνατόν, την εκ του ανακοινωθέντος κατάπληξιν, λύπην και απογοήτευσιν ημών, να επιστήσωμεν σοβαρώς την προσοχήν αυτής επί των άκρως επικινδύνων ενεργειών τούτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, τας οποίας το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εν εκτιμήσει βαθεία των λεπτών στιγμών ας διέρχεται η Εκκλησία και το Γένος και εν πλήρει συναισθήσει των έναντι τούτων ευθυνών αυτού, παρατρέχει επί του παρόντος, επιφυλασσόμενον να προβή εις τας δεούσας ενεργείας όταν επιστή ο κατάλληλος καιρός».
Εάν όμως το εναρκτήριο αντικανονικό λάκτισμα από πλευράς του Αθηνών Ιερωνύμου Α΄ επί σκοπώ απροκαλύπτου καταστρατηγήσεως, καταπατήσεως και εν τέλει καταργήσεως de Jure και de facto της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών έλαβε χώρα εν έτει 1969 μέσω της ψηφίσεως του νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, επηκολούθησε και δεύτερο πλήγμα κατά των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου όσον αφορά την τήρηση ενός εκ των όρων της προειρημένης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως, όταν εν έτει 1972 ο Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ κατά την σύνθεση της δωδεκαμελούς Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Συνοδικών Επιτροπών δεν ετήρησε την αρχή της εξ ημισείας εκ των εκκλησιαστικών Επαρχιών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών, μάλιστα δε κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όπως προβλέπεται ρητώς στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928. Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι το γεγονός ότι κατά των αντικανονικών πράξεων διορισμού των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσέφυγε ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος.
Ο Μητροπολίτης Σεβαστείας Δημήτριος στο προμνημονευθέν μνημειώδες πόνημά του καραγράφει την επί της διαμορφωθείσης όλως αντικανονικής καταστάσεως αρχική εν Συνόδω βαρυσήμαντη τοποθέτηση του τότε άρτι εκλεγέντος Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου Α΄ (1972-1991), ο οποίος υπερασπιζόμενος τα απαραμείωτα και αδιαπραγμάτευτα δίκαια του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών, υπεγράμμιζε μεταξύ άλλων και τα κάτωθι: «…Η επαγρύπνησις ημών μεθ’ υμών επί των έξω της επικρατείας ταύτης και εις το κλίμα του Οικουμενικού τούτου Θρόνου υπαγομένων Ιερών Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, τόσον εκείνων αι οποίαι έχουσιν άμεσον εκκλησιαστικήν εξάρτησιν εντεύθεν, όσον και εκείνων αι οποίαι άχρι καιρού είναι πεπιστευμέναι τη Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, έσται αμείωτος και εντός του πλαισίου των κανονικών δικαιοδοσιακών προνομίων του Οικουμενικού τούτου Θρόνου και δη της προνομίας αυτού εις διακονίαν…».
Αξιομνημόνευτη, ιδιαζόντως διδακτική κα λίαν επίκαιρος τυγχάνει η εμβαθεία και αρτίως τεκμηριωμένη τοποθέτηση του εμπερινούστατου αοιδίμου λογίου Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου κατά την συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνήλθε στις 5 Δεκεμβρίου 1972, όπου αναφερόμενος στις όλως αντικανονικές ενέργειες του Αθηνών Ιερωνύμου Α΄, υπεγράμμισε μεταξύ άλλων και τα κάτωθι αξιοπρόσεκτα, που δημοσιεύονται από τον Μητροπολίτη Σεβαστείας Δημήτριο στο ως άνω ειρημένο περισπούδαστο πόνημά του: «…Δεν νομίζω όμως αφ’ ετέρου ότι είναι δυνατόν, ούτε και επιτρέπεται να περάση απαρατήρητος η διεξαχθείσα συζήτησις εξ αφορμής του καταρτισμού της νέας διοικούσης Συνόδου, καθ’ ην ωμίλησαν διαμαρτυρηθέντες αρκετοί εκ των Ιεραρχών και ιδιαιτέρως οι Μητροπολίται Κορινθίας, Κίτρους και Φιλίππων, οίτινες και χαρακτηρίσαντες τον τρόπον εκλογής των Συνοδικών ως αντικανονικόν, μεροληπτικόν και ανευλεύθερον, παρετήρησαν ότι διά του τρόπου τούτου της εκλογής των μελών της Συνόδου καταργείται η ισότης των Ιεραρχών, παραβιάζεται και καταφρονείται η εκδοθείσα τω 1928 Πράξις του Οικουμενιού Πατριαρχείου και δημιουργείται χάσμα και περαιτέρω αποχωρισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος από του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις ημέρας μάλιστα ως αι σημαιριναί, ότε δημιουργείται ευθύνη μεγάλη διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος, καθ’ όσον αύτη δεν συμμορφούται προς τον Πατριαρχικόν Τόμόν περί ανακηρύξεως ως Αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και την Πράξιν του 1928, διά της οποίας το Πατριαρχείον παρεχώρησεν «άχρι καιρού», επιτροπικώς, την διοίκησιν των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, ότι η παρούσα εκλογή των μελών της Διοικούσης Συνόδου πλήττει την γενομένην διά της Πράξεως του 1928 συμφωνίαν μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος εν ουδεμιά περιπτώσει πρέπει να αποτολμήσει τοιούτον τι δυνάμενον να έχη διορθοδόξως δυσμενείς επιπτώσεις…
Απαντών εις ταύτα ο Αρχιεπίσκοπος εδήλωσεν ότι το θέμα της εκλογής των μελών της Ιεράς Συνόδου ερρυθμίσθη διά του νέου Καταστατικού Χάρτου, τον οποίον εψήφισε το 1969, ότι δεν υπάρχει ιερός κανών επιτάσσων τρόπον εκλογήν μελών της Ιεράς Συνόδου, ότι συνεπώς ουδείς κανών παραβιάζεται, ότι εν σχέσει προς το θέμα της πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928 πρέπει να παραδεχθώμεν ότι αύτη ητόνισε κατά το παρελθόν εις πολλά σημεία.
Εις ταύτα απήντησαν οι εν λόγω Ιεράρχαι παρατηρήσαντες ότι εάν δεν υπάρχη κανών επιτάσσων τρόπον εκλογής μελών της Ιεράς Συνόδου, δεν υπάρχει επίσης και κανών προβλέπων την σύστασιν αυτής ταύτης της Διαρκούς Συνόδου και ότι η Πράξις του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928 αποτελεί συμβόλαιον.
Εκ της όλης συζητήσεως καταφαίνεται η λεπτότης και σπουδαιότης του θέματος και δεν νομίζω ότι επιτρέπεται καθ’ ον χρόνον τίθεται και συζητείται τόσον ωμά το θέμα της ισχύος της πράξεως του 1928, και από μέρους μεν του Αρχιεπισκόπου επισήμως αμφισβητείται η ισχύς των διατάξεων της Πράξεως του 1928, από δε των Μητροπολιτών, αντιθέτως, ζητείται η αυστηρά προσήλωσις εις τας διατάξεις της ειρημένης πράξεως του 1928 και ο σεβασμός αυτών από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Μήτηρ Μεγάλη Εκκλησία να σιωπά και να παρακολουθή απαθώς πάντα όσα λαμβάνουν χώραν και δη κατά τρόπον τόσον επίσημον και θορυβώδη επί θέματος τόσον λεπτού και αφορώντος εις την κατοχύρωσιν των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου και επομένως αναφερομένου εις την άμεσον αυτής ευθύνην. Ίσως θα ήτο δυνατόν να διατυπωθή η επιφύλαξις μήπως η επίκλησις των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου υπό των ειρημένων Ιεραρχών εις την προκειμένην περίπτωσιν γίνεται προς εξυπηρέτησιν ιδίων συμφερόντων.
Θεωρώ απαράδεκτον και αποκρούω μίαν τοιαύτην επιφύλαξιν, διότι δεν δύναμαι και να διανοηθώ ακόμη εις την ψυχήν Ιεραρχών και δη της περιοπής των περί ων ανωτέρω ο λόγος τριών Μητροπολιτών, ότι είναι δυνατόν να υπάρξη χώρος και θέσις διά τόσον ευτελείς υπολογισμούς.
Εν πάση περιπτώσει νομίζω ότι ουδείς λόγος είναι ικανός να απαλλάξη της ευθύνης την Μητέρα Εκκλησίαν όπως παρέβη εις την προκειμένην περίπτωσιν, χωρίς να παρεξηγηθή ότι εγκατέλιπε την ευθύνην αυτής. Η σιωπηρά αποχή εις τας κατά καιρούς γενομένας παραβιάσεις των διατάξεων της Πράξεως του 1928 και αι διαρκείς υποχωρήσεις προς εξυπηρέτησιν δήθεν σκοπιμοτήτων ανάγκης, υπήρξε τακτική ολεθρία διά τα συμφέροντα του Πατριαρχείου. Είναι καιρός νομίζω, εφ’ όσον γίνεται μάλιστα και λόγος περί τροποποιήσεως του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, να απευθυνθώμεν και πάλιν τόσον προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, όσον και προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, όπως επράξαμεν και κατά το 1969, ότε εμελετήσαμεν εμπεριστατωμένως το θέμα και δι’ επανειλημμένων σεπτών Πατριαρχικών Γραμμάτων, εθέσαμεν τούτο επισήμως ενώπιον αμφοτέρων, και ζητήσωμεν και πάλιν τον παρ’ αυτών σεβασμόν των διατάξεων της Πράξεως του 1928 - ήτις και αποτελεί ιερόν και απαραβίαστον συμβόλαιον μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου, Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικής Κυβερνήσεως - και την κατοχύρωσιν των απ’ αυτής απερρεόντων δικαιωμάτων του Θρόνου».
Ο δε αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος κατά την συνεδρία της 7ης Φεβρουαρίου 1973 της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εδήλωνε ενώπιον του σώματος των Συνοδικών Μητροπολιτών ότι: «…Κατόπιν τούτου και του εν γένει θορύβου, ο οποίος εδημιουργήθη εν Ελλάδι διά του τύπου περί το όλον θέμα, εθεωρήσαμεν απαραίτητον την έκτακτον σύγκλησιν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου ίνα διασκεφθώμεν επί του σοβαρωτάτου τούτου θέματος και λάβωμεν τας δεούσας αποφάσεις πριν ή είναι πολύ αργά. Πάντως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν δύναται και δεν δικαιούται να απεμπολήση τα εν προκειμένω δικαιώματα αυτού, διότι ταύτα είναι καθηγιασμένα δι’ αγώνων μακρών αιώνων, αλλά και διότι φοβούμεθα ότι παραιτουμένου τυχόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου των δικαιωμάτων αυτού εν τη προκειμένη συγκεκριμένη περιπτώσει, θα ευρεθώμεν αντιμέτωποι, εν τω εγγύς ή απωτέρω μέλλοντι και προς άλλας αυθαιρέτους διεκδικήσεις επαρχιών του Θρόνου ή και αλλαχού…».
Σε εφαρμογή μάλιστα της αποφάσεως της ως άνω ειρημένης συγκληθείσης Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος απέστειλε σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Αθηνών Ιερώνυμο, το οποίο δημοσιεύει σε σχετική μελέτη του ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Μελίτων, αναφέροντας και εμφατικώς υπογραμμίζοντας «expressis verbis» τα εξής: «…Επειδή τοίνυν περιήλθεν εις γνώσιν ημών, ότι η καθ’ Ελλάδα Αγιωτάτη Εκκλησία, ήτινι ο Θρόνος ούτος εν έτει 1928 μετά μακράς τριμερείς διαβουλεύσεις και λίαν υπεύθυνον των καθ’ ημάς εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτίμησιν και στάθμευσιν, επιτροπικώς ανέθετο την εκκλησιαστικήν διοίκησιν των εν ταις Νέαις Χώραις θεοσώστων επαρχιών του κλίματος αυτού, εν καταφρονήσει των από κοινού συμπεφωνημένων και των ουσιωδών δικαιοδοσιακών προνομιών της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, αυτοβούλως και αυθαιρέτως ενεργούσα, και ώσπερ εν νυκτί οιομένη τον Άγγελον της Εκκλησίας ταύτης καθεύδοντα, εζήτησεν εισπηδήσαι τέλεον εις το κλίμα της της Κωνσταντινουπόλεως αμπέλου, αθετούσα κοινή σεβαστούς τεθειμένους όρους, ημείς μετά των Ιερωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την περί ημάς Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον το ξένον τούτο πράγμα Συνοδικώς θεωρήσαντες, έγνωμεν, προ πάσης κατακρίσεως και διαμαρτυρίας επί τοις γενομένοις, ζητήσαι διά της καθ’ ημάς Αρχιγραμματείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου τα Πρακτικά της έναγχος συνελθούσης Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας…, ίνα επί αυθεντικών στοιχείων αξιολογήσωμεν και τελικώς κρίνωμεν…, μηδεμιάς δε τυχόντες ανταποκρίσεως, και την φιλαδελφίαν μετά της οφειλετικής ευγενείας εξαντλούντες, επεζητήσαμεν διά της αυτής οδού και τηλεγραφικώς την επίσπευσιν της τούτων αποστολής, αλλ’ εις μάτην∙ και πάλιν το αφ’ ημών αδελφικόν τούτο αίτημα ηγνοήθη.
Εν τω μεταξύ χρόνω, ασχέτως και ανεξαρτήτως της αφ’ ημών ασκήσεως των από της ευθύνης ημών απορρεόντων, γεγονότα ενδοεκκλησιαστικά εν τη Αγιωτάτη ΕΕ, αψάμενα και των όρων της ΠΣΠ του 1928, ήγαγον και το θέμα της ακριβούς ή μη τηρήσεως των εν τη Πράξει ταύτη διαλαμβανομένων μέχρι των πολιτικών κριτηρίων, ανακόψαντα ούτω τον ρυθμόν της υπομονής της Μητρός Εκκλησίας.
Εντεύθεν εσπεύσαμεν και σπεύδομεν. Διότι ως καλώς οίδεν η Υμετέρα σεβασμία και αγαπητή ημίν Μακαριότης και η περί αυτήν νεοπαγής ΔΙΣ, ο πολύπλαγκτος Θρόνος της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, ο όντως διάκονος και συνειρμός, και υμών δε κλέος και θησαύρισμα, πάλαι τε και επ’ εσχάτων πολλαχόθεν ευρέθη και εύρηται ενώπιον τετελεσμένων, επί αθετήσει της τε εκκλησιαστικής τάξεως και της φιλαδελφίας, και δη εν πολλαίς περιπτώσεσι εν επιλήσμονι των τροφείων ανταποδόσει…εν φυλακή φυλακών νυκτός υπάρχοντες ηγησάμεθα, ότι χρεών ημίν φυλάξαι τον κοινόν θησαυρόν επιστείλαι τε… και υπομνήσαι τα Πατριαρχικά Γράμματα (πρόκειται περί των από 11 Μαΐου και 28 Νοεμβρίου 1968 Γράμματα του Πατριάρχου Αθηναγόρου προς τον Αθηνών Ιερώνυμον, δι’ ων η Μήτηρ Εκκλησία μετά πάσης φιλαδελφίας και τω κοινώ συμφέροντι διακονούσα, προληπτικώς και λίαν εγκαίρως υπεδείκνυ τα δέοντα, και εν τούτω αγνοηθείσα, και διαμαρτυρηθήναι επί πάσαις ταις παραβάσεσι της ΠΣΠ του 1928, ταις υπό της Αγιωτάτης ΕΕ αποτολμηθείσας, συν τη εκφράσει δε της επί τοις γενομένοις βαθυτάτης θλίψεως της Μητρός Εκκλησίας δηλώσαι, εξ αποφάσεως, ότι ο καθ’ ημάς Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος ουδαμώς στέργει οιανδήτινα γενομένην ή γενησομένην ερήμην αυτού παράβασιν ή αλλοίωσιν των εν τη ειρημένη Πράξει διαλαμβανομένων, και τέλος, ερωτήσαι την Αγιωτάτην ΕΕ είγε και κατά πόσον άχθος υπάρχει αυτή η επιτροπικώς ανάθεσις της εκκλησιαστικής διοικήσεως των περί ων πρόκειται επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου, ίνα η Μήτηρ Εκκλησία, η αείποτε το κοινόν συμφέρον της εις Κύριον εν τη Αγία Ορθοδοξία και ταις πατρώαις παραδόσεσιν οικοδομής του σώματος του Χριστού εργασαμένη, εν άλλω κανονικώ σχήματι εκκλησιαστικής διοικήσεως προνοήση περί του ευσεβούς πληρώματος των επαρχιών τούτων».
Συνακόλουθα, ανάλογη υπήρξε και η δημόσια δήλωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία άνευ δευτέρας σκέψεως ετονίζετο ευθέως ότι: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον… δηλοί ότι τούτο εμμένει εις τους εν τη ειρημένη ΠΣΠ διαλαμβανομένους όρους, μη στέργον το παράπαν οιανδήτινα παραβίασιν ή αλλοίωσιν αυτών, και τονίζει ότι η περί ης πρόκειται πράξις είναι συμφωνία τριών παραγόντων εκκλησιαστικοκανονικής ρυθμίσεως του ζητήματος, και συνεπώς απαραβίαστος ερήμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ και επιφυλάσσει εις εαυτό πάντα τα εκ της Πράξεως ταύτης απορρέοντα δικαιώματα αυτού».
Η δικαίωση του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαχείου επήλθε και η ιεροκανονική τάξη και ευταξία απεκατεστάθη, όταν παρητήθη ο ούτως ή άλλως αντικανονικώς εκλεγείς υπό τα «Αριστίνδην Συνόδου» Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ και εξελέγη ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ Α΄ (1974-1998), ο οποίος εσεβάσθη απολύτως τα αδιαπραγμάτευτα και απαραμειώτως ισχύοντα ιεροκανονικά δίκαια της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας επί των αδιαμφισβήτητων πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών αυτής στις λεγόμενες Νέες Χώρες. Ουδόλως μάλιστα είναι τυχαίο το γεγονός ότι επί της αρχιεπισκοπικής θητείας του Αθηνών Σεραφείμ Α΄ εψηφίσθη εν έτει 1977 ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977) στον οποίο κατοχυρώθησαν τόσο ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας όσο και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών «των Ιερών τούτων κειμένων διά πρώτην φοράν περιβληθέντων τοιουτοτρόπως νομικόν κύρος και ισχύν».
Ωσαύτως, όσον αφορά την επίσημη Ελληνική Πολιτεία, εψηφίσθη υπό της Βουλής των Ελλήνων το Σύνταγμα της Ελλάδος (1975), στο οποίο «δια πρώτην φοράν εν τη ιστορία της Ελληνικής Νομοθεσίας κατωχυρώθη η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928».
Ο τότε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1973-1990) Βαρθολομαίος (νυν Οικουμενικός Πατριάρχης) ως Διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου σε ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη αυτού, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τω Συντάγματι της Ελλάδος και εν τω Καταστατικώ Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος», αναφερόμενος στην συνταγματική κατοχύρωση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850) περί της αυτοκεφαλίας της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών γράφει μετ’ εμφατικής επιτάσεως τα εξής: «τέλος, η περί ης πρόκειται παράγραφος ορίζει ότι η Αυτοκέφαλος Εκκλησίας της Ελλάδος διοικείται… «τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της ΚΘ'(29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928». Πρόκειται περί του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου, δι’ ου ανεκηρύχθη (και όχι «ανεγνωρίσθη» το αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς διακηρυχθέν το 1833 αυτοκέφαλον), και της δίκην συμβάσεως μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος υφισταμένης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών.
Είναι η πρώτη φορά καθ’ ην συνταγματικώς κατοχυρούνται εν Ελλάδι τα δύο ταύτα επίσημα κείμενα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πρέπει να ομολογηθεί διά λόγους δικαιοσύνης και διά την ιστορίαν, ότι μεγάλως συνέβαλεν εις τούτο ο μέχρι σήμερον Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, όστις εν γράμματι αυτού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην απο 25.6.1975 εξαγγέλλει την υπό του νέου Συντάγματος της Ελληνικής Πολιτείας κύρωσιν του Τόμου και της Πράξεως, συμπίπτουσαν προς την 125ην επέτειον της ανακηρύξεως του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ερμηνεύει ταύτην ως σημαίνουσαν την έναρξιν νέας ευτυχούς εποχής εις τας σχέσεις τούτο μεν Εκκλησίας και Πολιτείας εν Ελλάδι, τερματιζομένου του από του 1833 αρξαμένου επιβλαβούς καθεστώτος του έξωθεν παρεμβατισμού εις τα της Εκκλησίας, τούτο δε Μητρός του Χριστού Εκκλησίας και θυγατρός Εκκλησίας της Ελλάδος, «επομένης τοις όροις της Μητρός Εκκλησίας»…
Η Πράξις, αφ’ ετέρου, του 1928 υπήρξεν απόρροια της ανάγκης ρυθμίσεως από κανονικής και διοικητικής απόψεως της θέσεως των εν ταις υπό την κυριαρχίαν του Ελληνικού Κράτους περιελθούσαις Νέαις Χώραις επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά τας επελθούσας επί τη λήξει του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταβολάς εξεδόθη δε κατόπιν σχετικών συνεννοήσεων μεταξύ των τριών ενδιαφερομένων παραγόντων, ήτοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ελληνικής Πολιτείας.
Διά της πράξεως ταύτης, ως και ανωτέρω ελέχθη, παραχωρείται άχρι καιρού η διοίκησις των εν ταις Νέαις χώραις επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος υπό δέκα όρους, οι οποίοι, και οριστικώς ήδη κεκυρωμένοι διά του Συντάγματος, δέον να ισχύουν πλήρως διά λόγους στοιχειώδους κανονικής συνεπείας και χάριν των αρμονικών σχέσεων των δύο Εκκλησιών, εφ’ όσον η Πράξις αύτη είναι πάντοτε εν ισχύι και δη καθ’ όλην αυτής την έκτασιν».
Όσον αφορά ειδικότερα την απόλυτη ισχύ και υποχρεωτικότητα τηρήσεως και πιστής εφαρμογής όλων των διατάξεων του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, όπως αυτά τα δύο ιεροκανονικά κείμενα κατοχυρώθηκαν στο Ελληνικό Σύνταγμα του 1975, ο τότε Μητροπολίτης Τυάνων (νυν Τυρολόης και Σερεντίου) Παντελεήμων Ροδόπουλος, Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., σε σχετική επιστημονική μελέτη αυτού, υπό τον τίτλο: «Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975) και η Εκκλησία της Ελλάδος», μεταξύ πολλών άλλων γράφει και τα κάτωθι αξιοσημείωτα: «Εις την ως άνω σχετικήν παράγραφον του Συντάγματος, την αναφερομένην εις την τήρησιν των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξεως του 1928 υπάρχει ασάφειά τις, κατά πόσον δηλαδή αύτη αναφέρεται εις την τήρησιν πασών των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου και της Συνοδικής Πράξεως ή μόνον των περί του τρόπου συγκροτήσεως της Ιεράς Συνόδου. Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου διατυπώσεως της επί μέρους παραγράφου ταύτης, το Σύνταγμα κατοχυρώνει το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος, επομένως και το περιεχόμενον, την έκτασιν και τα όρια του αυτοκεφάλου και ταύτα ορίζονται και διαγράφονται εν τω Πατριαρχικώ Τόμω και τη Συνοδική Πράξει, διά των οποίων το αυτοκέφαλον εδόθη υπό της επί τούτω αρμοδίας εξουσίας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Συνεπώς η τήρησις πασών των διατάξεων του Τόμου και της Πράξεως είναι υποχρεωτική και ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλάδος πρέπει να εναρμονίζεται προς τας διατάξεις του Πατριαρχικού Τόμου και της Συνοδικής Πράξεως».
Άξιος ιδιαιτέρας μνείας και διαχρονικής σημασίας είναι ο επίλογος του Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου) Βαρθολομαίου στην προμνημονευθείσα ειδική επιστημονική μελέτη αυτού, όπου επί λέξει υπογραμμίζει γράφοντας ότι: «Ως εξάγεται εκ των προλεχθέντων, τόσον το Σύνταγμα της Ελλάδος όσον και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρονται μετά του δέοντος σεβασμού εις τον ιερόν αιωνόβιον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατοχυρώνουν τα σχετικά με την Ελληνικήν Επικράτειαν, διά την οποίαν και θεσμοθετούν κανονικά αυτού δικαιώματα και προνόμια. Ιδιαιτέρως ο Καταστατικός Χάρτης, εν αντιθέσει προς εκείνον του 1969, τον εισαγαγόντα σύστημα ξένον προς την ημετέραν παράδοσιν και μη προερχόμενον εξ οργανικής εξελίξεως του εκκλησιαστικού βίου, και άρα σύστημα πεποιημένον, κινείται εντός των πλαισίων της παραδόσεως του χώρου διά τον οποίον και εψηφίσθη γενικώς, ειδικώτερον δε της παραδόσεως των αγαθών σχέσεων Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχέσεων Μητρός και θυγατρός.
Άλλωστε, τον σεβασμόν τούτον και την τιμήν ταύτην οφείλουν όλαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι προς την Πρωτόθρονον Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, διότι όλαι ποικιλοτρόπως και πολλαχώς ευηργετήθησαν υπ’ αυτής κατά την διαδρομήν της ιστορίας, ήτις και είναι αδιάψευστος μάρτυς της στοργικής προς πάντας και δη προς τους εμπεριστάτους Ορθοδόξους λαούς δραστηριότητος και προσφοράς του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Όταν κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) στην Ελλάδα η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος υπό τον Αθηνών Ιερώνυμο Α΄ απεπειράθη να καταστρατηγήσει και ακυρώσει de Facto και de Jure, όπως προελέχθη, τους όρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών, ο επιστημονικός κάλαμος του αοιδίμου Καθηγητού της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κωνσταντίνου Βαβούσκου διετύπωσε και εν ταυτώ διεκήρυξε την αλήθεια του πράγματος στο πρωτοποριακό επιστημονικό πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Η Νομοκανονική Υπόστασις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», στο οποίο «expressis verbis» γράφει και η γραφή του είναι απαραμειώτως διαχρονικά επίκαιρη, ότι: «Αι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, η εκκλησιαστική περιφέρεια της Κρήτης και αι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών ανήκουν, ως ελέχθη, εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, κατά τρόπον νομοκανονικώς αναμφισβήτητον, και, συνεπώς, μόνον τούτο δικαιούται να διαθέτη τα κατά τον νόμον και τους ιερούς κανόνας κυριαρχικά δικαιώματά του επ’ αυτών, δι’ εκδόσεως Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων. Ώστε το λεγόμενον (και γραφόμενον) ότι είναι εις την εξουσίαν της Εκκλησίας (της Ελλάδος) και της (ελληνικής) πολιτείας να επεκτείνουν κατά το δοκούν, ήτοι άνευ συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος εις απάσας τας περιφερείας του Πατριαρχείου τούτου είναι νομικώς και κανονικώς απαράδεκτον, εκτός αν λάβη την μορφήν πραξικοπήματος!
Εν όψει τούτων η έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τας περιστάσεις συμπεριφορά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος ως συνόλου ή τινών εκ των παραγόντων αυτής ατομικώς ενεργούντων, η οποία έχει ως αντικείμενον την μείωσιν της δικαιοδοσίας ή του γοήτρου αυτού έστω, δεν είναι μόνον νομικώς, αλλά και ηθικώς και εθνικώς δι' ημάς απαράδεκτος.
Δι' αυτό συνειδητοποιούν πλέον το Πατριαρχείον τούτο τα δικαιώματά του επί των εις τας Νέας Χώρας της Ελλάδος ευρισκομένων Μητροπόλεων αυτού και την εξ αυτών απορρέουσαν εξουσίαν, το παγκόσμιον κύρος του και το ηθικόν του ανάστημα, ως εκ της επί αιώνας κηδεμονίας του έθνους και του ρόλου τον οποίον διεδραμάτισε κατά τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνας των Νέων Χωρών κατά τα τελευταία προ της απελευθερώσεως αυτών έτη, δύναται να προβή εις ανάκλησιν της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, εφ’ όσον έπαυσαν ήδη συντρέχοντες οι λόγοι, οι οποίοι υπηγόρευσαν τότε την έκδοσιν αυτής, και εις ανάληψιν της ενεργού διοικήσεως αυτών. Τοιουτοτρόπως, ως φαίνεται, επιθυμεί η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε να καταστή ει δυνατόν, το εκκλησιαστικόν κέντρον όλου του χώρου του Ελληνισμού.
Πράγματι, ηκούσθησαν κατά καιρούς και φωναί όπως αποσπασθή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αυτός ούτος ο απόδημος Ελληνισμός, κατά τρόπον ώστε το Πατριαρχείον τούτο ουχί μόνον να παύση να είναι «Οικουμενικόν, αλλά να παύση να είναι και απλώς «Πατριαρχείον», με αποτέλεσμα να δυνηθή το Πατριαρχείον της Ρωσίας, ως το της «τρίτης Ρώμης», ως αυτοαποκαλείται ήδη από του 15ου αιώνος, να αναλάβη την ηγεσίαν της Ορθοδοξίας, την οποίαν φυσικά ημείς διά των πράξεών μας θα παραδώσωμεν εις αυτό…».
Συνεπώς, εν επιλόγω, καλόν, συνετόν και φρόνημον θα ήταν η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος υπό τον Αθηνών Ιερώνυμο Β΄ να μη δυσαρεστείται ή δυσανασχετεί όταν, ανά τριετίαν, η Πρωτόθρονος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσκαλεί δι’ επισήμων Πατριαρχικών Γραμμάτων τους εαυτής Πατριαρχικούς Ιεράρχες στις πατριαρχικές εκκλησιαστικές επαρχίες των Νέων Χωρών να λάβουν μέρος στο σώμα της σεπτής Ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Κωνσταντινουπόλει, όπως συνέβη και το έτος 2015 και το έτος 2018, παρά το γεγονός ότι προς στιγμήν, ατυχώς ή και τραγικώς, η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος απεπειράθη να δημιουργήσει ζήτημα σχετικώς με την αποστολή των προσκλητηρίων Πατριαρχικών Γραμμάτων προς τους Πατριαρχικούς Ιεράρχες των Νέων Χωρών, οι οποίοι ωσαύτως ουδένα δισταγμόν θα πρέπει να έχουν όταν προσκαλούνται υπό της Μητρός αυτών Εκκλησίας να συμμετάσχουν στο πάντιμο συνοδικό σώμα αυτής, διότι δεν είναι Ιεράρχες της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας αλλά του Αποστολικού, Πατριαρχικού και Οικουμενικού Θρόνου της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Εν τέλει, οφείλουν άπαντες, ανεξαιρέτως άπαντες, να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους το του αοιδίμου Καθηγητού του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κ. Ράλλη γραφέν ότι: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει το δικαίωμα και από του Νόμου, και από των γενομένων συμφωνιών, ως αύται διατυπούνται, να άρη από της Εκκλησίας της Ελλάδος την εκκλησιαστικήν διοίκησιν των Νέων Χωρών και αναλάβη πάλιν αυτήν καθ’ ολοκληρίαν» και «ανά πάσαν στιγμήν».


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ