Σελίδες

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Η ΑΚΑΝΘΟΒΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Η ΑΚΑΝΘΟΒΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
·        Ζητήματα πατριαρχικής εκλογής από το 1923 μέχρι σήμερα.
·     Εκ της ιστορικής πραγματικότητος και των από ετών μεταβληθέντων πληθυσμιακών δεδομένων στην ελληνική εν Τουρκία ομογένεια καθίσταται λίαν επιβεβλημένη η αλλαγή του τρόπου της πατριαρχικής εκλογής στον Αποστολικό και Οικουμενικό Θρόνο.
Από τα έτη 1860/1862, όταν επεκυρώθησαν από την Υψηλή Πύλη και ετέθησαν σε πλήρη εφαρμογή οι λεγόμενοι «Εθνικοί ή Γενικοί Κανονισμοί», εισήχθη στη διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το λαϊκό στοιχείο, το οποίο μετείχε στο «Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο» και συνακόλουθα και στην εκλογή του εκάστοτε νέου Οικουμενικού Πατριάρχου.
Κατά την περίοδο εκείνη των «Εθνικών ή Γενικών Κανονισμών», δηλαδή από το 1860 και εντεύθεν, με την εκλογή Ιωακείμ του Β΄ (1860) και μέχρι το 1921 με την εκλογή Μελετίου του Δ΄ (Μεταξάκη), του οποίου η ανάδειξη στο πατριαρχικό αξίωμα λόγω του Μικρασιατικού Μετώπου και της καταρρεύσεως του σουλτανικού θεοκρατικού καθεστώτος εγένετο με ευρύτερη εφαρμογή των σχετικών άρθρων των «Γενικών Κανονισμών», ο κατάλογος των υποψηφίων σε κάθε πατριαρχική εκλογή, αφού υπεβάλλετο προς έγκριση στην Υψηλή Πύλη, η οποία ηδύνατο να διαγράψει ή όχι κάποιο ή κάποια από τα ονόματα των υποψηφίων Αρχιερέων, επεστρέφετο στα Πατριαρχεία και εν συνεχεία ελάμβανε χώρα η εκλογή του νέου Πατριάρχου από την λεγόμενη «Εκλογική Συνέλευση» ή «Κληρικολαϊκή Εκλογική Συνέλευση».

Μετά το 1923, όταν καταργήθηκαν οι «Εθνικοί ή Γενικοί Κανονισμοί» ως συνεπακόλουθο αποτέλεσμα της καταλύσεως του Χαλιφάτου (Σουλτανάτου) των Οσμανιδών και εγκαθιδρύθηκε η λαϊκή τουρκική δημοκρατία, όπως ήταν αναμενόμενο, άλλαξε και το καθεστώς ή το σύστημα της πατριαρχικής εκλογής.
Από το 1923 και εξής με την κατάργηση του «Μικτού Εθνικού Συμβουλίου» και την απομάκρυνση του λαϊκού στοιχείου από την διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων στα Πατριαρχεία, η εκλογή του εκάστοτε νέου Οικουμενικού Πατριάρχου λαμβάνει χώρα υπό της Αγίας και Ιεράς «Ενδημούσης Συνόδου», στην οποία μετέχουν άπαντες οι εν τη Πόλει και εν ενεργεία Μητροπολίτες (εξαιρούνται δηλαδή οι Τιτουλάριοι Μητροπολίτες και οι Βοηθοί Επίσκοποι) υπό την προεδρία του α΄ τη τάξει Μητροπολίτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος ονομάζεται «Προεδρεύων» της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, αφού ο άλλοτε θεσμός του «Τοποτηρητού» καταργήθη μαζί με τους «Γενικούς ή Εθνικούς κανονισμούς» κατά το έτος 1923.
Με τον θάνατο, την παύση ή την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχου, η Αγία και Ιερά «Ενδημούσα Σύνοδος» κηρύττει τον Οικουμενικό Θρόνο «εν χηρεία» και ορίζει τον ακριβή χρόνο εκλογής του νέου Οικουμενικού Πατριάρχου. Η ακριβής ημερομηνία της πατριαρχικής εκλογής αγγέλεται υπό της Ενδημούσης Συνόδου και στον Βαλή (Νομάρχη) της Κωνσταντινουπόλεως. Εν συνεχεία υποβάλλεται υπό της Ενδημούσης Συνόδου ο κατάλογος (λίστα) των υποψηφίων προς εκλογή Μητροπολιτών στο Νομάρχη της Πόλεως, ο οποίος έχει τη δυνατότητα (διακριτική ευχέρεια) να διαγράψει κάποιο ή κάποια εκ των ονομάτων των υποψηφίων, κατόπιν βεβαίως άνωθεν σχετικής εντολής.
Το επόμενο στάδιο άρχεται με την σύγκληση σε τακτή ημέρα της Αγίας και Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου, η οποία έχει και το απαραίτητο «σύμψηφο», την ψήφο δηλαδή και των Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου που ποιμαίνουν τις επαρχίες του Θρόνου ανά τον κόσμο. Η Ενδημούσα Σύνοδος έχει και την λεγόμενη «πληρεξουσιότητα» των Μητροπολιτών των πατριαρχικών επαρχιών της Βορείου Ελλάδος των λεγομένων Νέων Χωρών (Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου), δυνάμει της ισχύουσας Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928.
Οι ψήφοι αυτές ανατίθενται στην «εντολοδόχο» Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδο για να καθοριστεί το τελικό «Τριπρόσωπο» ψηφοδέλτιο εκ του οποίου θα αναδειχθεί, «ψήφοις κανονικαίς», ο εκλεκτός της Πατριαρχικής Ιεραρχίας, ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης. Το δε αποτέλεσμα της εκλογής με το όνομα του νέου Οικουμενικού Πατριάρχου αγγέλεται τηλεγραφικώς στον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, στον Πρωθυπουργό, στον Υπουργό επί των Εσωτερικών και στον Νομάρχη της Κωνσταντινουπόλεως.
Ερχόμενοι στην ειδική περιπτωσιολογία πατριαρχικών εκλογών μετά την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και την εγκαθίδρυση της λαϊκής Τουρκικής Δημοκρατίας, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η τελευταία πατριαρχική εκλογή υπό το καθεστώς των «Γενικών ή Εθνικών Κανονισμών» ήταν εκείνη του Πατριάρχου Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη), στην οποία λόγω των πολιτικών ανακατατάξεων εν Τουρκία δεν υπήρχε νομική υποχρέωση εφαρμογής των «Εθνικών ή Γενικών Κανονισμών» σε όλη τους την έκταση, επειδή de facto είχαν θεωρηθεί ότι είχαν εκπέσει, έστω και αν στα κύρια σημεία αυτής της πατριαρχικής εκλογής ετηρήθησαν τα προβλεπόμενα διαδικαστικά. Πάντως, το γεγονός της μη υποβολής, έστω και για τα προσχήματα προς τους κρατούντες, του καταλόγου με τα ονόματα των υποψηφίων προς έγκριση, είχε αργότερα σοβαρές συνέπειες, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στη νεωτέρα εκκλησιαστική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι μόνο για τον Πατριάρχη Μελέτιο, αλλά κυρίως για την στάση των κρατούντων έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης Μελέτιος, ως γνωστόν, παρέμεινε στον Οικουμενικό Θρόνο μόνο για 22 μήνες και στην πραγματικότητα εξαναγκάστηκε, πέραν των άλλων, και από τους κρατούντες σε παραίτηση.
Στο μεταξύ, λόγω και της υπογραφείσης Συνθήκης της Λωζάνης (1923), το Οικουμενικό Πατριαρχείο απογυμνούται από τα εθναρχικά προνόμιά του και στη νεογέννητη λαϊκή Τουρκική Δημοκρατία καθίσταται ένα αμιγώς πνευματικό – θρησκευτικό ιερό καθίδρυμα, το οποίο για προφανείς λόγους απομειώσεως του κύρους του, υπήχθη από τους κρατούντες, ως προς τις σχέσεις και τις επαφές του με το τουρκικό κράτος, στον Νομάρχη της Πόλεως.
Η πρώτη πατριαρχική εκλογή στην κεμαλική πια Τουρκία υπήρξε από νομικής απόψεως άκρως σημαντική, διότι αν και δεν διεγράφη ουδείς Ιεράρχης από τον κατάλογο των υποψηφίων, εντούτοις για πρώτη φορά στην μετα-οθωμανική Τουρκία εκδίδεται ένα έγγραφο, ο λεγόμενος «Τεσκερές» ή «Τεζκερές» της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος μέχρι και σήμερα ορίζει τα της εκλογής του εκάστοτε νέου Ρωμηού Οικουμενικού Πατριάρχου.
Ο τεσκερές αυτός, με αριθμό πρωτοκόλλου 1902 και ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1923, φθάνει στα Πατριαρχεία την ίδια ακριβώς ώρα που λαμβάνει χώρα η πατριαρχική εκλογή και αναφέρει με σαφή, λιτό και ρητώς κατηγορηματικό τρόπο, επί λέξη τα εξής: «Προς την Ιεράν Σύνοδον του Ρωμαίϊκου Πατριαρχείου, Ισταμπούλ. Είναι ανάγκη, όπως κατά τας εν Τουρκία διεξαχθησομένας πνευματικάς και θρησκευτικάς εκλογάς, οι εκλογείς ώσιν υπήκοοι Τούρκοι και έχουσι καθήκοντα πνευματικά εντός της Τουρκίας κατά την εκλογήν, το δε εκλεγησόμενον πρόσωπον έχη αυτά τα προσόντα. Εξ ονόματος του Νομάρχου, ο βοηθός, Φαχρεδδίν».
Το λιτό κείμενο του τεσκερέ αυτού είναι, όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, καίριας και καθοριστικής σημασίας για το κορυφαίο ζήτημα στη ζωή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είναι η εκλογή του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου, επειδή ακριβώς προσδιορίζει το ασφυκτικό πλαίσιο, τα απαραίτητα δηλαδή νομικά προαπαιτούμενα που τίθενται επιτακτικά από το τουρκικό κράτος για την εκλογή κάποιου Ιεράρχου στον Οικουμενικό Θρόνο. Οι δύο απαράβατες αυτές προϋποθέσεις είναι οι εξής: α) Τόσο οι εκλογείς (το σώμα των εκλεκτόρων Ιεραρχών), όσο και ο εκλεγησόμενος Ιεράρχης (νέος Πατριάρχης) πρέπει να είναι Τούρκοι υπήκοοι, και β) Οι εκλέκτορες Ιεράρχες και ο εκλεγησόμενος Ιεράρχης πρέπει να ασκούν τα πνευματικά – θρησκευτικά τους καθήκοντα εντός της τουρκικής επικράτειας.
Αυτό λοιπόν το κατά τα λοιπά συνοπτικότατο κείμενο αποτελεί τον μόνιμο βραχνά σε κάθε πατριαρχική εκλογή, επειδή μέχρι και σήμερα κατά τρόπο αμετάβλητο και για προφανείς λόγους σκοπιμότητος περιορίζει ασφυκτικά την σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος από το οποίο θα εκλεγεί ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης. Έτσι, η πρώτη πατριαρχική εκλογή στην μετα-οθωμανική κεμαλική Τουρκία που ανέδειξε τον Γρηγόριο την Ζ΄ (1923-1924) εσφράγισε και προσδιόρισε το νομικό – διαδικαστικό πλαίσιο και για τις επόμενες πατριαρχικές εκλογές.
Ο διάδοχος του Γρηγορίου, ο από Δέρκων Κωνσταντίνος ο Στ΄ εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης στις 17 Δεκεμβρίου του 1924 και παραμένει στον Θρόνο του μόλις 43 ημέρες, αφού εξαναγκάζεται από τους κρατούντες να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την Πόλη, θεωρούμενος από το τουρκικό κράτος ως ανταλλάξιμος λόγω της προηγηθείσης αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος εθεωρήθη ως ανταλλάξιμος, επειδή σε αντίθεση προς την συμφωνία της αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών, η οποία όριζε ότι νομιμοποιούνται για την συμμετοχή τους στις πατριαρχικές εκλογές μόνο όσοι των Ιεραρχών ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη έως την 30η Οκτωβρίου του 1918, εκείνος από το 1913 έως το 1924 ήταν Μητροπολίτης Κυζίκου, ευρίσκετο δηλαδή εκτός των γεωγραφικών ορίων της Πόλεως και γι’ αυτό οδηγήθηκε στην εξορία. Εν προκειμένω, όπως γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης: «… στεγανοποιείται ακόμη περισσότερο η πατριαρχική εκλογή…» και περιορίζεται ασφυκτικά στα όρια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, με τις όποιες αυθαιρεσίες από μέρους των κρατούντων συνεπάγεται αυτό. Επί της Πατριαρχείας Βασιλείου του Γ΄ (1925-1929) έχουμε ένα νέο ιστορικό και κανονικό δεδομένο, καθώς υπογράφεται η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 περί των πατριαρχικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών των οποίων οι Μητροπολίτες έχουν την εκκλησιαστική και πνευματική τους αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έκτοτε οι Ιεράρχες αυτοί δεν αποστέλλουν τα προσωπικά τους ψηφοδέλτια για την κατάρτιση του τριπροσώπου, αλλά μέσω του Αρχιεπισκόπου Αθηνών την γραπτή «πληρεξουσιότητά» τους προς την εντολοδόχο Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδο, προκειμένου αυτή να διενεργήσει τα της εκλογής νέου Οικουμενικού Πατριάρχου. Σημειωτέον, ότι κατά την εκλογή του Πατριάρχου Βασιλείου Γ΄ δεν υπήρξε καμία διαγραφή από τον κατάλογο των υποψηφίων.
Κατά την εκλογή του επόμενου Πατριάρχου, Φωτίου του Β΄ (1929-1935), και πάλι δεν διεγράφη κάποιος από τον κατάλογο των υποψηφίων, αλλά επί της Πατριαρχείας του έλαβαν χώρα δύο σημαντικά γεγονότα για την ζωή και την πορεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρώτο αφορούσε την για πρώτη φορά στην κεμαλική Τουρκία αμφισβήτηση από μέρους των κρατικών αρχών «ιδιότητα – τίτλο» του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως «Οικουμενικού» και την μεθοδευμένη προσπάθειά τους να χαρακτηρισθεί απλώς ως «Πρωτόπαπας» (Baspapas). Η αντίδραση του εκ φύσεως αγωνιστού Πατριάρχου Φωτίου υπήρξε άμεση και δυναμική, αφού επί ένα και πλέον έτος δεν εδέχετο ούτε άνοιγε κανέναν απολύτως φάκελο, στον οποίο δεν ανεγράφετο ο τίτλος «Πατριάρχης» ή «Οικουμενικός Πατριάρχης». Το ζήτημα έληξε και τα πράγματα εξομαλύνθηκαν.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα το οποίο απασχόλησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφορούσε την διά νόμου από μέρους του τουρκικού κράτους εξαναγκαστική απαγόρευση της «δημόσιας ρασοφορίας». Ο νόμος αυτός εψηφίσθη το 1934 και ετέθη σε ισχύ από τον Ιούνιο του 1935. Σύμφωνα λοιπόν με τον καινοφανή αυτόν νόμο, ο οποίος σημειωτέον εξέφραζε με ακραίο τρόπο τον λαϊκό (άθρησκο) χαρακτήρα της μετα-οθωμανικής λεγόμενης λαϊκής κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας, απαγόρευε στους κληρικούς ή θρησκευτικούς λειτουργούς εκάστου εν Τουρκία θρησκεύματος να φέρουν στους εκτός των τόπων λατρείας χώρους την ιερατική ή θρησκευτική τους ενδυμασία (περιβολή). Εξαιρούνταν μόνο οι Προκαθήμενοι εκάστου θρησκεύματος (Οικουμενικός Πατριάρχης, Πατριάρχης Αρμενίων, Αρχιμουφτής, Αρχιραβίνος).
Έκτοτε, το όλο θέμα είναι άκρως σημαντικό για το Οικουμενικό Πατριαρχείο διότι η απόφαση εκδόσεως αδείας ρασοφορίας για τον νεοεκλεγέντα Οικουμενικό Πατριάρχη από μέρους του τουρκικού κράτους έχει πλέον προσλάβει την έννοια της επισήμου αναγνωρίσεώς του, αφού η απόφαση αυτή λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν της σχετικής εισηγήσεως του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών της τουρκικής κυβερνήσεως.
Κατά την κρίσιμη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο από Ηρακλείας Βενιαμίν ο Α΄ (1935-1946), ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος που έλαβε από το τουρκικό κράτος την επίσημη άδεια ρασοφορίας, ενώ μετά από πολλά έτη, κατά την εκλογή του, επανήλθε η πρακτική της διαγραφής ονομάτων από τον κατάλογο των υποψηφίων. Και ενώ μέχρι τότε το όνομα του νεοεκλεγέντος Οικουμενικού Πατριάρχου ανεκοινώνετο μόνο στον Νομάρχη της Πόλεως, εντούτοις, κατά την εκλογή αυτή, το όνομα του Πατριάρχου Βενιαμίν Α΄ ανεκοινώθη επισήμως και για πρώτη φορά, εκτός από τον Νομάρχη της Πόλεως και στον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εσωτερικών, από τους οποίους ελήφθησαν απαντητικά συγχαρητήρια τηλεγραφήματα, όπως συμβαίνει έκτοτε και μέχρι σήμερα.
Η εκλογή του Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄ (1946-1948) δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα, αφού ούτε διαγραφές από τον υποβληθέντα κατάλογο υποψηφίων Ιεραρχών υπήρξαν, ούτε οι κρατικές αρχές ανεμείχθησαν στα της πατριαρχικής εκλογής. Ο Πατριάρχης Μάξιμος, επισήμως τουλάχιστον, παραιτήθηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, μετά από δύο έτη Πατριαρχείας, κατά το έτος 1948, οπότε οδηγηθήκαμε στην εκλογή του από Αμερικής Αθηναγόρου Α΄ (1948-1972).
Η εκλογή αυτή έχει πολλές ιδιαιτερότητες και είναι καίριας και καθοριστικής σημασίας για την ζωή και την πορεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι μόνο για την κρίσιμη «ψυχροπολεμική» περίοδο κατά την οποία έλαβε χώρα, αλλά και για το μέλλον, ακόμη ίσως και για την επιβίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εάν λάβουμε κυρίως υπόψιν τα κάτωθι.
Η εκλογή του από Αμερικής Αθηναγόρου υπήρξε εν πολλοίς η επισφράγιση της κοινής προς τον σκοπό τούτο συμφωνίας της αμερικανικής, ελληνικής και τουρκικής κυβερνήσεως, δεδομένου μάλιστα ότι η εκλογή του συγκεκριμένου προσώπου έλαβε χώρα κατά την έναρξη της «ψυχροπολεμικής» περιόδου και είχε την ιδιαίτερη παγκόσμια ουσιαστική και συμβολική σημασία της.
Οι ιδιαιτερότητες της υποψηφιότητος του από Αμερικής Αθηναγόρου συνίστανται στο ότι: α) Ούτε στους σαφείς όρους του προαναφερθέντος νομαρχιακού τεσκερέ του 1923 ενέπιπτε, και β) ούτε στις διατάξεις της συμφωνίας περί αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών, αφού ο ίδιος δεν ήταν Τούρκος υπήκοος, αλλά Αμερικάνος πολίτης, επειδή είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη πολύ πιο πριν από την 30η Οκτωβρίου του 1918 κα ασκούσε τα αρχιερατικά – ποιμαντικά του καθήκοντα σε ξένη, εκτός Τουρκίας, επικράτεια. Τελικώς όμως όλα τα παραπάνω ευθέως αντικείμενα στο περί της πατριαρχικής εκλογής νομοθετικό πλαίσιο και για πρώτη φορά στην μετα-οθωμανική λαϊκή Τουρκική Δημοκρατία υπερπηδήθησαν και η εκλογή του από Αμερικής Αθηναγόρου επεβλήθη ή επεκράτησε, ενώ η ταυτότητα με την τουρκική ιθαγένεια τού εδόθη από τον ίδιο τον Νομάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, όταν εκείνος έφθασε στο αεροδρόμιο της Πόλεως και πριν ακόμη πατήσει το τουρκικό έδαφος ως Αμερικανός πολίτης.
Κατά το έτος 1970, δύο έτη πριν από την εκδημία του Πατριάρχου Αθηναγόρου και όταν είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της κλονισμένης υγείας του, όπως γράφει σχετικώς ο αοίδιμος Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, εστάλη στα Πατριαρχεία ένας δεύτερος νομαρχιακός τεσκερές υπό την μορφή «μνημονίου», 47 έτη μετά τον πρώτο τεσκερέ (1923), ο οποίος εξέφραζε με απόλυτη σαφήνεια και προκλητικότητα την βούληση της τουρκικής κυβερνήσεως να εμπλακεί ενεργά στην διαδικασία της πατριαρχικής εκλογής. Το «μνημόνιο» αυτό περιελάμβανε 9 σημεία και το αποκορύφωμα της άκρως προκλητικής αυθαιρεσίας των όσων όριζε ήταν ότι επέτρεπε στην κυβέρνηση, εάν δεν ετηρείτο το χρονοδιάγραμμα της πατριαρχικής εκλογής, να παρέμβει και να εκλέξει αυτεπάγγελτα τον νέο Πατριάρχη, ενώ σε άλλο σημείο έκανε λόγο για την παρουσία ακόμη και Τούρκου συμβολαιογράφου σε όλες τις φάσεις της πατριαρχικής εκλογής. Η αντίδραση της τότε Ιεραρχίας του Φαναρίου υπήρξε άμεση και τονίστηκε με σαφήνεια προς τους κρατούντες ότι θα τηρηθούν όλα τα ήθη και έθιμα για την εκλογή Πατριάρχου, που ήταν και παραμένει μία αμιγώς πνευματική υπόθεση. Έτσι, το όλο ζήτημα έκλεισε οριστικώς και το συγκεκριμένο «μνημόνιο» κατέστη ανεφάρμοστο.
Τον Ιούλιο του 1972 εξελέγη νέος Οικουμενικός Πατριάρχης, ο από Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος ο Α΄ (1972-1991), αλλά είχε προηγηθεί η διαγραφή εκ του καταλόγου 4 Αρχιερέων από τους συνολικά 15 που είχαν θέσει υποψηφιότητα. Και ενώ είναι γνωστό ότι ο εκλεκτός της Ιεραρχίας ήταν ο πνευματικός Γέροντας του νυν Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ο Χαλκηδόνος Μελίτων, αυτός διεγράφη και παρά τις διπλωματικές προσπάθειες της ελληνικής κυβερνήσεως να αρθεί η διαγραφή του ονόματός του, δεν κατέστη δυνατό και τοιουτοτρόπως οδηγηθήκαμε στην εκλογή του τότε Μητροπολίτου Ίμβρου και Τενέδου Δημητρίου χωρίς άλλη κρατική παρέμβαση στα της εκλογής.
Τέλος, στην εκλογή του νυν Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄ (22 Οκτωβρίου 1991) όλα έγιναν κατά την πατροπαράδοτη και νενομισμένη εκκλησιαστική τάξη και πράξη, χωρίς καμία διαγραφή υποψηφίων Ιεραρχών από τον υποβληθέντα κατάλογο.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι το άκρως ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο για την πατριαρχική εκλογή από το 1923 μέχρι και σήμερα τίθεται από τα δύο προαναφερθέντα κείμενα, τον νομαρχιακό τεσκερέ του 1923 και την σχετική συμφωνία για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, κυρίως όμως σήμερα από το πρώτο εκ των δύο.
Επειδή όμως σήμερα ο πληθυσμός της Πόλεως έχει σχεδόν αποδεκατιστεί και τείνει να αφανισθεί ολοσχερώς, ενώ οι νέοι που είναι τουρκικής υπηκοότητας και χειροτονούνται κληρικοί του Πατριαρχείου είναι ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι, σε συνδυασμό και με την υπάρχουσα ολιγάριθμη Ιεραρχία των εχόντων τουρκική υπηκοότητα Μητροπολιτών του Θρόνου, γίνεται άνευ δυσκολίας αντιληπτό ότι είναι άμεση και επιτακτική η ανάγκη να τροποποιηθεί το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά το καθεστώς της πατριαρχικής εκλογής. Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει επιτέλους δεκτό από τους κρατούντες και να καθιερωθεί, όπως και στην περίπτωση της υποψηφιότητος του από Αμερικής Αθηναγόρου, ένα σύστημα πατριαρχικής εκλογής σύμφωνα με το οποίο θα επιτρέπεται να θέτουν υποψηφιότητα όλοι οι εν ενεργεία Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου απ’ όλες τις εκκλησιαστικές επαρχίες του ανά τον κόσμο, ανεξαρτήτως της υπηκοότητος εκάστου υποψηφίου Ιεράρχου, ώστε ο νεοεκλεγείς κάθε φορά Οικουμενικός Πατριάρχης να λαμβάνει την τουρκική υπηκοότητα φθάνοντας στην Πόλη και πριν πατήσει στο τουρκικό έδαφος. Έτσι και το γράμμα του τουρκικού νόμου θα τηρείται, αλλά και οι μελλοντικές πατριαρχικές εκλογές θα διασφαλίζονται.
Ένα πρώτο θετικό βήμα που έγινε από την τουρκική κυβέρνηση και μάλιστα επί της πρωθυπουργικής θητείας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τα τελευταία έτη ήταν η από μέρους της μη αντίδραση ή σιωπηρή συγκατάθεση στην όντως εμπνευσμένη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου να καθιερώσει την σύνθεση της δωδεκαμελούς Ιεράς Συνόδου, κατ’ έτος, από έξι εν ενεργεία Μητροπολίτες που διαβιούν εν Τουρκία και έχουν την τουρκική υπηκοότητα και από άλλους έξι Μητροπολίτες, μη τουρκικής υπηκοότητος, προερχομένους από όλες τις επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου ανά τον κόσμο. Η δε ανανέωση των μελών της Δωδεκαμελούς Ιεράς Συνόδου λαμβάνει χώρα ανά εξάμηνο, μία φορά τον Σεπτέμβριο και μία φορά τον Μάρτιο.
 Ένα δεύτερο θετικό και ενθαρρυντικό βήμα από μέρος της τουρκικής κυβερνήσεως είναι η κατά τα τελευταία έτη χορήγηση της τουρκικής υπηκοότητας σε αρκετούς μη Τούρκους εν ενεργεία Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίοι είτε ποιμαίνουν Μητροπόλεις του Θρόνου  εκτός τουρκικής επικράτειας είτε διαβιούν στην Πόλη. Η πρωτοβουλία αυτή του τουρκικού κράτους αποτελεί εν μέρει διέξοδο στο αδιέξοδο της ελλείψεως νέων Τούρκων υπηκόων Μητροπολιτών προκειμένου να απαρτίζεται και στο μέλλον το Επισκοπικό Σώμα της Αγίας και Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου για την εκλογή κάθε φορά νέου Οικουμενικού Πατριάρχου.
Ουσιαστική λύση θα ήταν στο όλο ακανθώδες ζήτημα, εάν η τουρκική κυβέρνηση επέτρεπε σε όλους τους Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου να είναι υποψήφιοι για κάθε μελλοντική εκλογή Πατριάρχου χωρίς να συνιστά εμπόδιο το γεγονός ότι αυτοί δεν έχουν την τουρκική υπηκοότητα και ποιμαίνουν Μητροπόλεις του Θρόνου εκτός τουρκικής επικράτειας, όπως συνέβη στην περίπτωση του από Αμερικής Αθηναγόρου, αφού η πιθανή εκλογή ενός εξ αυτών στον Οικουμενικό Θρόνο θα συνεπάγετο και την από μέρους του αποδοχή της τουρκικής υπηκοότητος πριν βρεθεί στο τουρκικό έδαφος. Ζήτημα βέβαια γεννάται εάν θα απαιτήσει η Τουρκία να λαμβάνουν οι υποψήφιοι Μητροπολίτες του Θρόνου την τουρκική υπηκοότητα εκ των προτέρων ως αναγκαία προϋπόθεση για να είναι υποψήφιοι στην πατριαρχική εκλογή ή εάν θα εφαρμοστεί το ίδιο καθεστώς, όπως και στην περίπτωση του από Αμερικής Αθηναγόρου, ήτοι να εκλέγεται ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης και να λαμβάνει την τουρκική υπηκοότητα πριν πατήσει σε τουρκικό έδαφος. Μία εφικτή επίσης πρόταση και λύση θα ήταν να επιτρέψει η τουρκική πολιτεία την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στην οποία θα φοιτούν σπουδαστές από όλη την οικουμένη και άμα τη αποφοιτήσει τους, εάν το επιθυμούν, να τους χορηγεί το τουρκικό κράτος την τουρκική υπηκοότητα, ώστε να υπηρετούν στο Πατριαρχείο, να εκλέγονται Μητροπολίτες και να δύνανται να θέσουν υποψηφιότητα σε μελλοντική πατριαρχική εκλογή για τον Οικουμενικό Θρόνο. Αυτό λοιπόν το πρώτο θετικό βήμα θα μπορούσε εν τέλει να εφαρμοσθεί και στο ειδικότερο ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Γένοιτο.
Η ακανθοβασία ως σχοινοβασία επί «ξηρού ακμής» των πατριαρχικών εκλογών αποδεικνύει την αντοχή του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιβιώνει παρά τις αντιξοότητες των περιπετειών της ιστορίας και του εν γένει κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται με μοναδικό και θεσπέσιο τρόπο στο παρακάτω κείμενο του αοιδίμου Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος: «Είναι ιδιότυπος είτε ο Ιεράρχης, είτε ο εν γένει κληρικός του Φαναρίου. Αυτό το Φανάριον, είναι τι πλέον της καθεστηκυίας έδρας εν τη Πόλει ταύτη της κεφαλής της Ορθοδοξίας. Είναι μία έννοια. Συμβολίζει την ικανότητα της ζωής να υπερβαίνει τον χαλασμόν, την δυνατότητα της επιβιώσεως εν τη συνυπάρξει. Το Φανάριον είναι η τέχνη του να εξάγη τις εκ των χειρίστων δεδομένων το άριστον δυνατόν. Το Φανάριον είναι φορεύς υψίστων αξιών. Είναι υπομονή. Είναι σιωπή Είναι ευγένεια. Η ευγένεια των παλαιών. Όχι ναρκισσισμός και στατικότης. Φύλαξ του θησαυρού της αμωμήτου ημών πίστεως και της Ιεράς παραδόσεως της Ανατολής, ανεωγμένη προς την Δύσιν. Είναι ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της Δύσεως. Ερμηνευτής των μεγάλων στροφών του βίου του κόσμου. Το Φανάριον είναι μία σχολή.
Και ο Φαναριώτης, ενώ είναι γέννημα της αναγκαιότητος μιάς στιγμής της ιστορίας, αποβαίνει και αυτός έννοια, η οποία διαπορεύεται τας εποχάς, επίκαιρος εις μίαν εκάστην ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά.
Διότι ο Φαναριώτης εκπροσωπεί τον φορέα μιάς μεγάλης κληρονομίας, την οποίαν ο ίδιος διασώζει όχι διά της ταφής, αλλά διά της αξιοποιήσεως υπέρ των πολλών. Ο Φαναριώτης  είναι ο συγκερασμός της παραδόσεως και της προόδου, εν τη κατά πρόσωπον αντιμετωπίσει της πραγματικότητος, οποιαδήποτε και αν είναι…» (Λόγος επί τη Θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν έτει 1970). Συνεπώς δεν πρέπει να απελπιζόμεθα αλλά να επαγρυπνούμε και να αγωνιζόμεθα για την επιβίωση του μαρτυρικού μας Οικουμενικού Πατριαρχείου, επειδή κατά την θεόπνευστη και αποκαλυπτική ρήση του αοιδίμου Χαλκηδόνος Μελίτωνος: «… Οι τριακόσιοι ίσως να είναι ολίγοι εις τα όμματα του αριθμοκράτου, εις τον λογισμόν του τεχνικού, εις την δίκην των περιστάσεων. Όμως οι ολιγώτεροι των τριακοσίων είναι απειράριθμοι εις τας χείρας του Θεού. Διότι, μη λησμονώμεν ότι δύναται ο Θεός και εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ…».  

Γνώμονας κάθε Ορθοδόξου Ρωμηού ανά την οικουμένη για την επιβίωση του μαρτυρικώς καθαγιασμένου και τα στίγματα του Κυρίου φέροντος Οικουμενικού Πατριαρχείου θα πρέπει να είναι η ιστορική πλέον φράση του αοιδίμου και μάκαρος εν Πατριάρχαις Δημητρίου του Α΄: «Δεν επιθυμώ να με γράψει η ιστορία όταν πεθάνω, ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύει την ακοίμητη συνείδηση του γένους μας».


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ